Στα χέρια του αναβοσβήνει ένα μισοτελειωμένο αναπτήρα
και προς τα πιο γνώριμα μάτια του κοιτά και φυσάει τον καπνό του,
προσπαθεί να συγκρατηθεί,
μα αρχίζει και παραληρεί:
"Λοιπόν, εντάξει, το παραδέχομαι, ήταν ψέμα.
Όλα, ό,τι σε άφησα να ζήσεις, όλα κείνα που έκανες με τη δική μου υπογραφή,
ένα μεγάλο ψέμα.
Δεν θα με συγχωρέσεις, μα να σε προστατέψω θέλησα,
μόνο να καταφέρεις να ζήσεις, έστω πλασματικά, μεσ' τη χαρά σου.
Πόσο καιρό είχες να χαρείς; Ούτε που το θυμάμαι."
Στην καρέκλα του πάνω στριφογυρίζει,
κλειστά τα βλέφαρα κρατά και ψάχνει βαθιά στο μαύρο το μυστικό για να μην σπάσει.
Το 'χε βρει κάποτε, το 'χε εφαρμόσει, μα το έχασε.
Του γλίστρησε, πού έπεσε, πού πήγε;
"Σε παρακαλώ μόνο", τελικά ξεσπά και ξετρυπά ο φόβος,
"τώρα που το ξέρεις, μην το προσπαθήσεις και καθόλου να ξεφύγεις.
Έκλεισε η Χώρα των Θαυμάτων, δεν δέχεται άλλους επισκέπτες,
γέμισε με χαμένους ταξιδιώτες. Πειρατές μιας άλλης εποχής, που δεν υπήρξε."
Για πολύ ώρα δεν μιλά,
το ξύλο του πατώματος τον μαγνητίζει,
το κοιτά λες και του αναζητά το κάποιο του βάθος,
λες και φλερτάρει ελπίζοντας να ανοίξει τα δεσμά του και να τον κρύψει μέσα.
"Όντως, δίκιο έχεις, εγώ σου στερέωσα τις παρωπίδες.
Στις βίδωσα καλά, να μην τρεμοπαίζουν και σε ζαλίζουν,
μην σε πηγαινοφέρνουν αλήθεια-όνειρο και πάλι πίσω
και μπερδέψεις το εδώ και το εκεί σου.
Ποιος ξέρει, διάολε ποιος να το ελέγξει, πού θα σ'αφήσει η στροφή.
Κι αν γίνομαι μελοδραματικός, άσε με, μην με πιέζεις.
Για να σε φροντίσω, μόνο πίσω από την υπερβολή μου μπορώ να σε φυλάξω,
να σε κρύψω μέσ'το δράμα,
να μπορείς εκεί να βρεις δικαιολογία για την ανάγκη σου
και τη δίψα σου για κείνη.
Και την παραίτηση, την ήττα.
Το μηδέν σου, σ' όλα τα πραγματικά."
Γελά ειρωνικά και ξεφυσά.
Ρουφά απ' το τσιγάρο του τη νικοτίνη σα να θέλει να μεθύσει,
μια σιλουέτα χτυπά την πόρτα του μυαλού του και αυτός κατηγορηματικά αρνείται να υποκύψει.
Μια, δυο, πολλές οι σκιές.
Μια-δυο, πολλά τα όχι
και κανέναν τους δεν πείθουν.
Μιλά ξανά με τον καθρέπτη.
"Αφυδατώνεσαι τώρα, μόνο το τραγικό σε σώζει,
στον στεγνό τον κόσμο, τον απτό, τον σταθερό,
είσαι πολύ λάθος, πολύ λίγος για να τ' αντέξεις.
Πολύ δεύτερος, πολύ εύκολος, αδύναμος, ευάλωτος,
βαριά σκουριασμένος, εξαρτημένος,
χαλασμένος κι ελαττωματικός.
Για αυτό, αν παραμύθια ζητώ και ωραιοποιώ το αίμα,
αν είμαι ρομαντικός μπρος στις πληγές μας,
άσε με, μην με πιέζεις να κατέβω προς τη γη.
Για σένα υποκρίθηκα μάτια μου,
τα μάτια μας δεν ήθελα πάλι να ξεπλύνω με αλάτι,
το 'θελα να σε προσέξω.
Το παραδέχομαι, ώρες, μέρες, εποχές, όλα ψέματα ήταν, δικά μου, μία πλάνη,
υποκατάστατο, να σε κρατήσει σε ζωή.
Πώς αλλιώς θα άντεχες,
πώς θα συνέχιζες τις μέρες σου χωρίς καμία αυταπάτη να σου δώσει να ελπίζεις;"
Κουφός όμως στέκεται ο καθρέπτης του,
απελπιστικά γυάλινος, τρομακτικά νεκρός.
"Καιρός για να ξυπνήσουμε" ψιθυρίζει και τον αναπτήρα πετάει,
τον καθρέπτη σπάει.
Εύθραυστος ο καθρέπτης,
κάποια απομίμηση του αυθεντκού.
και προς τα πιο γνώριμα μάτια του κοιτά και φυσάει τον καπνό του,
προσπαθεί να συγκρατηθεί,
μα αρχίζει και παραληρεί:
"Λοιπόν, εντάξει, το παραδέχομαι, ήταν ψέμα.
Όλα, ό,τι σε άφησα να ζήσεις, όλα κείνα που έκανες με τη δική μου υπογραφή,
ένα μεγάλο ψέμα.
Δεν θα με συγχωρέσεις, μα να σε προστατέψω θέλησα,
μόνο να καταφέρεις να ζήσεις, έστω πλασματικά, μεσ' τη χαρά σου.
Πόσο καιρό είχες να χαρείς; Ούτε που το θυμάμαι."
Στην καρέκλα του πάνω στριφογυρίζει,
κλειστά τα βλέφαρα κρατά και ψάχνει βαθιά στο μαύρο το μυστικό για να μην σπάσει.
Το 'χε βρει κάποτε, το 'χε εφαρμόσει, μα το έχασε.
Του γλίστρησε, πού έπεσε, πού πήγε;
"Σε παρακαλώ μόνο", τελικά ξεσπά και ξετρυπά ο φόβος,
"τώρα που το ξέρεις, μην το προσπαθήσεις και καθόλου να ξεφύγεις.
Έκλεισε η Χώρα των Θαυμάτων, δεν δέχεται άλλους επισκέπτες,
γέμισε με χαμένους ταξιδιώτες. Πειρατές μιας άλλης εποχής, που δεν υπήρξε."
Για πολύ ώρα δεν μιλά,
το ξύλο του πατώματος τον μαγνητίζει,
το κοιτά λες και του αναζητά το κάποιο του βάθος,
λες και φλερτάρει ελπίζοντας να ανοίξει τα δεσμά του και να τον κρύψει μέσα.
"Όντως, δίκιο έχεις, εγώ σου στερέωσα τις παρωπίδες.
Στις βίδωσα καλά, να μην τρεμοπαίζουν και σε ζαλίζουν,
μην σε πηγαινοφέρνουν αλήθεια-όνειρο και πάλι πίσω
και μπερδέψεις το εδώ και το εκεί σου.
Ποιος ξέρει, διάολε ποιος να το ελέγξει, πού θα σ'αφήσει η στροφή.
Κι αν γίνομαι μελοδραματικός, άσε με, μην με πιέζεις.
Για να σε φροντίσω, μόνο πίσω από την υπερβολή μου μπορώ να σε φυλάξω,
να σε κρύψω μέσ'το δράμα,
να μπορείς εκεί να βρεις δικαιολογία για την ανάγκη σου
και τη δίψα σου για κείνη.
Και την παραίτηση, την ήττα.
Το μηδέν σου, σ' όλα τα πραγματικά."
Γελά ειρωνικά και ξεφυσά.
Ρουφά απ' το τσιγάρο του τη νικοτίνη σα να θέλει να μεθύσει,
μια σιλουέτα χτυπά την πόρτα του μυαλού του και αυτός κατηγορηματικά αρνείται να υποκύψει.
Μια, δυο, πολλές οι σκιές.
Μια-δυο, πολλά τα όχι
και κανέναν τους δεν πείθουν.
Μιλά ξανά με τον καθρέπτη.
"Αφυδατώνεσαι τώρα, μόνο το τραγικό σε σώζει,
στον στεγνό τον κόσμο, τον απτό, τον σταθερό,
είσαι πολύ λάθος, πολύ λίγος για να τ' αντέξεις.
Πολύ δεύτερος, πολύ εύκολος, αδύναμος, ευάλωτος,
βαριά σκουριασμένος, εξαρτημένος,
χαλασμένος κι ελαττωματικός.
Για αυτό, αν παραμύθια ζητώ και ωραιοποιώ το αίμα,
αν είμαι ρομαντικός μπρος στις πληγές μας,
άσε με, μην με πιέζεις να κατέβω προς τη γη.
Για σένα υποκρίθηκα μάτια μου,
τα μάτια μας δεν ήθελα πάλι να ξεπλύνω με αλάτι,
το 'θελα να σε προσέξω.
Το παραδέχομαι, ώρες, μέρες, εποχές, όλα ψέματα ήταν, δικά μου, μία πλάνη,
υποκατάστατο, να σε κρατήσει σε ζωή.
Πώς αλλιώς θα άντεχες,
πώς θα συνέχιζες τις μέρες σου χωρίς καμία αυταπάτη να σου δώσει να ελπίζεις;"
Κουφός όμως στέκεται ο καθρέπτης του,
απελπιστικά γυάλινος, τρομακτικά νεκρός.
"Καιρός για να ξυπνήσουμε" ψιθυρίζει και τον αναπτήρα πετάει,
τον καθρέπτη σπάει.
Εύθραυστος ο καθρέπτης,
κάποια απομίμηση του αυθεντκού.