Δευτέρα.
σήμερα είναι (ήταν) μια από εκείνες τις Δευτέρες που θα
άλλαζα.
πολλοί στρέφονται στις Δευτέρες για τις Πρώτες τους φορές.
γι αυτό μάλλον ποτέ τους δεν δουλεύουν.
καλύτερα να πούμε για Παρασκευή.
ή να την πούμε Κατασκευή.
ή Καταστροφή.
κάθε τέλος και αρχή
άλλωστε.
σήμερα κοιμήθηκα στο κρεβάτι της Νίκης.
είναι πιο μεγάλο και μαλακό,
πολύ πιο κοντά στο πάτωμα.
[πάντα μου
άρεσε να ξαπλώνω στο πάτωμα.
κρατούσα το χαλί μου και το καλοκαίρι.]
είχα σχεδόν όλα τα μαξιλάρια του σπιτιού.
ένα για τα μαλλιά, ένα για το κεφάλι,
ένα ανάμεσα στα πόδια, ένα ανάμεσα στα χέρια,
ένα δίπλα για συντροφιά,
ένα κάτω για να πέσω στα μαλακά.
είχα χώρο για δυο ανθρώπους
και ώρες για δυο βραδιές.
το ξυπνητήρι δεν το άκουσα.
είχα χώρο για δυο ανθρώπους,
έξι μαξιλάρια
και δυο βιβλία μανιοκαταθλιπτικών.
ξύπνησα χωρίς μαξιλάρια,
κουλουριασμένη στη μια γωνία.
τα μαλλιά μου ακουμπούσαν το πάτωμα.
σήμερα είχε καλό καιρό έξω.
μ' αρέσει όταν έχει καλό καιρό
συνήθως.
έβαλα την αγαπημένη μου πατελόνα
και ένα τιραντάκι στο αγαπημένο μου χρώμα- μαύρο.
είχε ήλιο, ούτε ζακέτα δεν χρειάστηκα,
την άπλωσα στον ώμο μου.
τώρα, σκέφτηκα, πού θα ρίξω το φταίξιμο για τη θλίψη μου;
όταν βρέχει λέω είναι ο καιρός.
όταν βρέχω, λέει ο καιρός "εκείνη είναι".
πήγα στο μάθημα.
το δεύτερο.
σαν κάθε Δευτέρα.
στο πρώτο έτρεμα από συγκίνηση.
βούρκωναν τα μάτια μου και πετάριζα τις βλεφαρίδες μου να
ξεθολώσει η εστίαση.
το μυαλό μου έτρεχε χιλιόμετρα,
έριχνε χαστούκια
και ζωγράφιζε όνειρα.
σήμερα ήταν το δεύτερο μάθημα του δευτέρου μαθήματος της Δευτέρας.
είχα ένα ζεστό καφέ ανάμεσα στα πόδια μου.
τα χείλη μου είχαν φουσκώσει από την αδράνεια.
ζαλιζόμουν και ήθελα να ακουμπήσω κάπου το σώμα μου.
αν στηριζόμουν στην πλάτη της καρέκλας νομίζω θα έπεφτε από
το βάρος του κεφαλιού μου.
δεν ήμουνα σε μουντ για σκηνικά.
όταν βγήκα από το αμφιθέατρο δεν είχα αποφασίσει προς τα πού
θα κινηθώ.
οπότε ξεκίνησα για το σπίτι.
όταν έφτασα σπίτι, συνέχισα να προχωράω.
ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο.
είχα αφήσει ένα μισό τσιγάρο στο τασάκι του δωματίου μου να
σβήσει με το χρόνο.
δεν ήθελα να πάω σπίτι.
είχε ανοιχτά φώτα και τα φώτα με τρομάζουν.
δεν ήθελα να μην πάω σπίτι.
είχε αμάξια
και κανένα κρεβάτι.
πήγα σπίτι.
τέλειωσα το μισό μου τσιγάρο στο μπαλκόνι, πάνω στον τοίχο.
μισή μέσα, μισή έξω.
άναψα κι άλλο.
στον ύπνο μου είδα πως παντρευόμουν.
τον πατέρα μου.
σε ένα προηγούμενο όνειρο μου έλεγε πως θα με κάνει
ευτυχισμένη.
πως είναι ο μόνος που θα με κάνει ευτυχισμένη.
θα με αγαπούσε.
στο όνειρο δεν ήθελα να παντρευτώ.
είχα αλλάξει γνώμη.
άλλαζα συνεχώς σκουλαρίκια και δαχτυλίδια.
η Νίκη έλεγε να φορέσω τα αρβυλάκια μου για να μοιάζω
πιο πολύ με εμένα.
στο ένα πόδι είχα αρβυλάκι, στο άλλο σκέτη κάλτσα.
άλλαζα ξανά δαχτυλίδια.
δεν μπορούσα να αποφασίσω.
έβαλα ψηλές μαύρες κάλτσες και ζήτησα τους μεγάλους κρίκους
της Νίκης για τα αυτιά
μου.
η Νίκη δεν έχει μεγάλους κρίκους.
μου τους έδωσε.
εχθές είδα πως σάπισε το ένα μου δόντι.
πίσω αριστερά.
και έπεσε μες το λαιμό μου.
μετά φούσκωσε μπροστά το χείλος μου.
το έξυσα και κόπηκε.
φάνηκε το κόκκαλό μου.
το ούλο μου πρήστηκε ακριβώς από κάτω.
ξύπνησα και ζήτησα το τηλέφωνο του οδοντιάτρου.
θα πάρω αύριο.
είχα πει από Δευτέρα.
οι Δευτέρες δεν πιάνουν.
ούτε πώς τον λένε δεν ρώτησα.
θα ζητήσω το όνομά του στο τηλέφωνο.
το όνομά του και να μην με βασανίσει πολύ.
με τρομάζουν οι οδοντίατροι.
τα εργαλεία τους κάνουν θόρυβο
και έχει πολύ φως.
με πήρε τηλέφωνο η μαμά μου το απόγευμα.
ήθελε να δει αν πήγα τα χαρτιά για το επίδομα.
είχα πει θα πάω μαμά, θα πάω, μην με πρήζεις.
θα πάω τη Δευτέρα.
δεν πήγα.
δεν το σήκωσα το τηλέφωνο.
δεν ξαναπήρε πίσω.
ήξερε πως δεν θα πάω.
ποτέ δεν πάω.
ποτέ δεν ξυπνάω.
ούτε κοιμάμαι.
με πήρε τηλέφωνο ο μπαμπάς μου το βράδυ.
ήθελε να μου πει πως φοβάται.
ήθελε να ρωτήσει αν χρειάζεται.
και εγώ φοβάμαι.
"δεν ξέρω".
ρώτησε και πώς τα
πάω εγώ.
η σχολή.
ο οδοντίατρος.
τα λεφτά.
έφτιαξα φακές
εχθές.
έμαθα και το
πλυντήριο.
δεν ξέρω.
καλά.
γεια.
ο Κώστας όλη μέρα ανοιγοκλείνει το ρούτερ.
κοιμάται πολύ και μετά δεν κοιμάται καθόλου
κι έτσι κοιμάται συνέχεια.
και εγώ το ίδιο.
δεν μιλάμε πολύ.
βάζουμε κωμωδίες το βράδυ.
ο Κώστας το προτείνει.
εγώ δεν γελάω.
μόνο όταν γελάει αυτός καμιά φορά ανασαίνω λιγάκι πιο
δυνατά.
μετά βάζει κι άλλη ταινία.
και εγώ κλείνω την πόρτα.
και αυτός κλείνει το ρούτερ.
και η Μαρία πήρε σήμερα.
δεν το άκουσα.
έβλεπα κωμωδία.
δεν ήταν αστεία.
ήταν τραγελαφική.
πήρα πίσω αλλά δεν το σήκωσε.
τραγούδησα τους στίχους που ήξερα από το every you and every
me
και το έκλεισα.
μπορεί να ήθελε να πάμε για καμιά μπύρα.
είχα πει πως μιζεριάζω.
γιατί ρε; με ρώτησε
ο καιρός, της είπα.
αλλά ο καιρός ήταν καλός σήμερα
γι αυτό δεν ξαναπήρα.
άρχισα και πάλι να σου μιλάω σήμερα.
εσύ δε λες και πολλά.
μόνο με ακούς.
φαντασία μου είναι.
είμαι πολύ βαριά.
κουρασμένη.
σήμερα όλη μέρα δεν έκανα τίποτα.
πήγα μόνο στη σχολή για δυο ώρες.
κουρασμένη.
με το ζόρι αλλάζω δωμάτια.
εκτός κι αν θέλω να πάω στην τουαλέτα.
εκεί πάω πιο γρήγορα και μένω με τις ώρες.
πλένω τα δόντια μου 5-6 φορές τη μέρα,
φυσάω τη μύτη μου χωρίς να χρειάζεται
και κοιτιέμαι στους καθρέπτες.
θα βάψω τα μαλλιά μου ξανθά.
ή μαύρα.
έχουν μακρύνει πολύ τώρα και μου αρέσουν.
θα τα κόψω μέσα στην εβδομάδα.
έχουνε ψαλίδα.
και δεν έχουνε ζωή.
και είναι πολύ μακριά τώρα
και μου αρέσουν.
απ' όταν ξύπνησα έχω πονοκέφαλο.
και δεν ανοίγουν καλά τα βλέφαρά μου.
νομίζω έσφιγγα πάλι στον ύπνο μου τα δόντια.
ο καιρός θα είναι.
νομίζω έβρεξε λιγάκι πριν.
ήδη νιώθω λιγότερο ένοχη.
ελπίζω να χιονίσει.
τέλειωσα χθες το
καινούριο μου βιβλίο.
γράφω ξανά σαν
κάποιον άλλο.
πάλι καλά.
πριν δεν έγραφα
ούτε και σαν κι εμένα.
αυτό το μήνα
τελείωσε η προθεσμία.
τώρα δεν μου αναγνωρίζεται
κανένας λόγος.
έπρεπε να καταρρεύσω έξι μήνες πριν, τώρα έληξε.
έλεγα θα καταρρεύσω
και δεν κατέρρευσα
και έφαγα όλη μου τη δύναμη να με κρατήσω πάνω
σε κάτι σπασμένα πόδια.
τώρα δεν έμεινε τίποτα.
κουράστηκα.
από το πρωί έχω πονοκέφαλο.
τα δόντια μου...
ο καιρός...
η Δευτέρα...