Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

το συνηθισμένο από παλιά

Τα κύματα χτυπούσαν τα πέλματά του,
έφτανα τώρα ως τον αστράγαλο,
έκαιγαν όπως περνούσαν, σα να 'χε αντικατασταθεί το νερό από οξύ,
κι όπως επέπλεε στη μέση του ωκεανού,
έβρεχε ο κόκκινος ουρανός αστέρια παγωμένα και πηχτά.
Με τα χέρια αναζητούσε το πρόσωπό του,
μήπως το προστατέψει,
μα εκείνα κινούνταν απελπιστικά αργά
και αντιστέκονταν στις εντολές του.
Ξαφνικά,
τη βαριά σιωπή έσπασε ένα κλάμα,
μακρινό και παραμορφωμένο.
Το νερό ηρέμησε.
Η βροχή δυνάμωσε.
Το κλάμα δεν σταμάταγε.
Το κλάμα δεν σταμάταγε.

Άνοιξε τα μάτια.

Βρισκόταν μέσα στην ντουλάπα του, είχε αποκοιμηθεί.
Έκανε να σηκωθεί,
μόλις θυμήθηκε όμως τη φωνή, αυτή ξεκίνησε από την αρχή.
Η πόρτα της ντουλάπας δεν άνοιγε.
Το σώμα του ίσα που το ένιωθε.
Και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μπορούσε να δει το πρόσωπό του να χλομιάζει.
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μπορούσε να δει το πρόσωπό του.
Ονειρευόταν.
Έπρεπε τώρα να ξυπνήσει, το κλάμα πρέπει να ήταν του μικρού.
Το κλάμα δεν σταμάταγε, έπρεπε να ξυπνήσει.

Άνοιξε τα μάτια.

Τα σιχαινόταν αυτά τα όνειρα.
Ήταν λες και πνιγόταν μέσα στον ίδιο του τον εαυτό,
παγιδευμένος στο κεφάλι του.
Τώρα έμοιαζε πιο αληθινό το ξύπνημα και μπορούσε να ηρεμήσει.
Το κλάμα;
Το παιδί πρέπει να κοιμήθηκε και πάλι.
Στο κρεβάτι βρισκόταν, σε ένα αποθηκάκι, έμοιαζε με μια ταινία που πρόσφατα είχε δει.
Η γάτα πάλι βομβάρδιζε το πάτωμα με σπίρτα
και είχε ανοίξει το ραδιόφωνο στη διαπασών.
Για όνομα, τι ώρα ήταν;
Κάτι δεν πήγαινε καλά...
Διάολε. Ακόμη δεν είχε ξυπνήσει!
Στο μυαλό του φάνηκε να επιστρέφουν τα κύματα της αρχής
και έβαλε ξανά τα δυνατά του να ξυπνήσει.
Άρχισε να ψάχνει τις πόρτες
και να σκαλίζει με τα νύχια του τις κλειδαριές.

Πριν καλά καλά αγγίξει το χερούλι, είχε επιστρέψει στην πραγματικότητα.

Οι εφιάλτες αυτοί τον κυνηγούσαν όσο μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του.
Ήταν κλασικοί πλέον, όπως αυτούς που όλοι συμφωνούσαν,
να κυκλοφορείς γυμνός κι εκτεθειμένος στο σχολείο,
ή να κατρακυλά το αμάξι απ' τον γκρεμό κι εσύ να προσπαθείς να φτάσεις το τιμόνι.
Στον καναπέ τον είχε πάρει τελικά ο ύπνος,
σε ποιο καναπέ δεν έδωσε σημασία,
δίπλα κοιμόταν η κοπέλα.
Δεν φαινόταν το πρόσωπό της, αλλά μπορούσε με ευκολία να φανταστεί πόσο μαγευτική θα έμοιαζε.
Το σώμα της στο σώμα του ένιωθε να τον πλακώνει έτσι που να ασφυκτιά.
Δάχτυλα δεν είχε, δεν ήξερε πως να την διώξει από πάνω του.
Έτσι κι αλλιώς, τόσο καιρό λαχταρούσε την παρουσία της,
τώρα δεν θα την άφηνε ούτε ένα εκατοστό από κοντά του.
Δεν αισθανόταν τον παλμό του,
έχασε και το δικό της,
τα χρώματα ήταν θαμπά και μαυρισμένα.
Έπρεπε να ξυπνήσει.
Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να βγαίνει εκτός ελέγχου.
Σχεδόν άκουγε το κλάμα.
Ήξερε πως θα ξυπνούσε σε λίγο,
υπενθύμιζε στον εαυτό του να κάνει υπομονή
και θα επανερχόταν πριν να το καταλάβει.
Έπρεπε να ξυπνήσει,
έπρεπε να βγει από εκεί μέσα,
έπρεπε να το ελέγξει,
να νικήσει την παραίσθηση.
Μάχες ξανά με το μυαλό του, σε ύπνο και σε ξύπνιο.

Τα δάχτυλα επέστρεψαν και τον ξεσκέπασαν απ' την ομίχλη.

Κάθε φορά φαινόταν να ξυπνά,
αλλά όταν πραγματικά το έκανε ήξερε τη διαφορά.
Ευτυχώς, είχε μάθει να αντιδρά ψύχραιμα στα όνειρα-παγίδες.
Σιγά και προσεκτικά, πετάρισε τις βλεφαρίδες.
Ανέπνευσε βαριά και έκλεισε τα μάτια ξανά,
όχι όμως αρκετά ώστε να ξαναβουλιάξει στο λήθαργο.
Ήταν νωρίς ακόμη, ήξερε.
Αν αφηνόταν, θα συνέχιζε από εκεί απ' όπου είχε ξεφύγει.
Χρόνια τώρα, είχε μάθει.
Θυμήθηκε το κλάμα.
Το παιδί, ξύπνησε το παιδί;

Δεν είχε παιδί.
Κανείς δεν έκλαιγε.
Ψηλάφισε το μάγουλό του.
Κάποιος έκλαιγε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου