Βγήκε από το σπίτι. Ή από το μαγαζί. Ή από την καφετέρια. Τι διαφορά είχε; Κάπου ήταν, ήταν μόνη, έπαιρνε αποφάσεις στη στιγμή, άκουγε κάποια μουσική, προσπαθούσε να συντονιστεί με το κεφάλι της. Τι διαφορά είχε. Από κάπου έβγαινε, έξω στη βροχή. Δεν είχε κρύο. Αγαπούσε αυτόν τον καιρό κι ας θόλωνε την όρασή της, έτσι όπως αχρήστευε τα γυαλιά της. Δεν τα συμπαθούσε έτσι κι αλλιώς. Έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει πιο παχύ, πιο ασύμμετρο, άσχημο. Δεν είχε πρόβλημα με τα γυαλιά της τώρα. Έτσι κι αλλιώς σάπιο ήταν και το εσωτερικό των ματιών της, όπως όλα τ' άλλα τα δικά, εσωτερικά της. Έβλεπε την εικόνα της παραμορφωμένη, γκρίζα και κοινότυπη. Δεν την πείραζαν τα γυαλιά, δεν άλλαζαν κάτι. Και ο καιρός. Δεν την ένοιαζε κι ο καιρός. Ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Αλλά δεν ένιωθε να τον αγαπάει. Όχι αυτή τη στιγμή.
Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς ένιωθε καθώς βάδιζε μες τη βροχή. Ποτέ δεν κατάφερε να μου το εξηγήσει κι εκείνη ακριβώς. Το μόνο που μπορώ να καταλάβω είναι πως έμοιαζε η αίσθηση με εκείνη που μου περιέγραφε όταν χανότανε στο δρόμο. Με την ίδια δυσκολία έψαχνε λέξεις. Με τον ίδιο τρόπο, τελικά, το χάος κι η αοριστία στο πρόσωπο και τη φωνή της μετέφεραν το νόημα της σκέψης της. Σήμερα, δεν είχε χαθεί. Ήξερε πού ήταν. Δεν την ένοιαζε και τόσο. Δεν είχε σημασία. Δεν είχε σημασία και πού ήταν πριν, ή πού πήγαινε. Δεν θυμόταν τι είχε σημασία. Το πρωί- εκείνο το πρωί πρέπει να ήταν, μα μπορεί κι όχι, μπορεί και να 'ταν κάποιο άλλο, απ' τα πανομοιότυπα πρωινά της. Το πρωί, είχε ξυπνήσει ξανά ώρες πριν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάθε φορά που έψαχνε ένα λόγο να πετάξει τα σκεπάσματα, γύριζε από την άλλη πλευρά του μαξιλαριού και έσφιγγε λίγο πιο κοντά της την κουβέρτα. Κάπως έτσι, είχε παραμείνει σπίτι για μέρες. Αποφάσισε λοιπόν πια τώρα να βγει, μήπως έτσι νιώσει λιγάκι πιο ζωντανή. Δεν είχε χαθεί. Απλά αδυνατούσε να θυμηθεί. Αδυνατούσε να θυμηθεί τι είχε σημασία. Βρισκότανε τελικά χαμένη, σε ένα δρόμο που γνωρίζει, μόνη, ανάμεσα σε ανθρώπους, που προσπερνούν κάτω από τις ομπρέλες τους, άδεια, με τα χέρια της γεμάτα με σακούλες.
Άλλαζε μαγαζιά με μεγάλη ταχύτητα, να μην προλάβει να βαρεθεί, να μην προλάβει να πάρει χρόνο να σκεφτεί και πέσει ξανά στην παγίδα της απόφασης. Το κενό της σήμερα θα το κάλυπτε με τρόπο φανταχτερό. Ή, αλλιώς, θα τον έλεγες φτιαχτό. Το γέμισμα για τις τρύπες της, θα το αγόραζε. Άφηνε το βήμα της να χαλαρώνει για μερικά δευτερόλεπτα σε κάθε βιτρίνα που συναντούσε απ' τα δεξιά της. Όταν κάτι έμοιαζε κάπως συμπαθητικό, έμπαινε μέσα βιαστικά και ζητούσε το νούμερό της. Αν το νούμερο υπήρχε, άφηνε ένα με δυο λεπτά τον εαυτό της να κοιτάξει στον καθρέπτη, ίσα ίσα να κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας όταν δεν κοιτούσε ο υπάλληλος. Κι αν της έκανε, έστω στα περίπου, πλήρωνε κι έφευγε. Κι έτσι κάπως, τις αποδείξεις των παπουτσιών της τις κρατούσε για απόδειξη πως υπήρξε η ίδια κάποτε σε αυτή τη γειτονιά.
Το μεγάλο όμως μυστικό δεν ήταν αυτό. Τώρα που το μέσα της το αισθανότανε τελείως χαλασμένο, θα ισορροπούσε την κατάστασή της με το σώμα. Αυτό, δεν συνεργαζότανε και τόσο τελευταία. Ακόμη και σε στιγμές που η συνείδησή της συμφωνούσε να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά, το σώμα της αρνιόταν κατηγορηματικά. Χτυπούσε με ασταμάτητους πονοκεφάλους, αϋπνίες, κρυάδες, τρέμουλα και ταχυπαλμίες. Μα δεν ήταν στο χέρι του. Γιατί το χέρι του, ήτανε το χέρι της. Και το χέρι της τώρα θα το προσέφερε σε χειραψία συμφωνίας στην πιο σπουδαία απ' όλες θεραπεία. Θα άνοιγε πληγές στο κορμί της. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά, στο στήθος, στην πλάτη. Τα ξυράφια τα φοβότανε- κι επίσης, δεν ήτανε πια και τόσο μέσα στη μόδα. Θα την εξέθεταν πιο πολύ απ' όσο θα μπορούσε να αντέξει. Όχι, καλύτερα, θα πλήρωνε να την πληγώσουν, να ανοίξουν τρύπες πάνω της, διαμέσου της, να απορροφήσει κάπως το υλικό κενό το άυλο, να ομορφύνει με στρας και με μπίλιες τώρα ένα πρόσωπο που έχασε την ομορφιά του από τα σκουλήκια που φυτρώσανε κάτω απ' το δέρμα. Στην πραγματικότητα, οι τρύπες και οι ζωγραφιές και όλες εκείνες οι ηθελημένες πληγές, δεν ήταν και τόσο ανόητες, όσο ήτανε συνειδητές. Θα μπορούσες να τις ονομάσεις και τέχνη άμα ήθελες. Αφού ήδη συμφώνησες στα ρούχα, στα αξεσουάρ χειρός και στις μπογιές ματιών και χειλιών. Είναι μονάχα ένα βήμα τους μπροστά. Άλλωστε με καταστροφή ξέρουμε μόνο να στολιζόμαστε και να στολίζουμε τις ώρες μας. Ασημικά να συρράψεις στη σάρκα, όμορφες μελανιές να φορέσεις στην πλάτη, φωτιά να καταπιείς, στάχτη να ανασάνεις, φόβο να σε εξιτάρει, πόνο να νιώσεις ζωντανός, αρρώστια πρωινή να σου θυμίσει πως ήσουνα υγιής το περασμένο βράδυ. Μόνο που, για εκείνη, βάραινε σα προδοσία. Ξεπουλούσε την πραγματικότητά της για μια ψευδαίσθηση, που ήδη γνώριζε την κάλπικη αξία της. Ξεγελούσε τον εαυτό της με ένα κόλπο ταχυδακτυλουργικό, που είχε η ίδια αποστηθίσει. Δεν είχε σημασία όμως. Ή, αν είχε, δεν το θυμόταν.
"Λοιπόν, δεν ξέρω τι να σου πω. Νομίζω θα στα έλεγα όλα αν στο τηλέφωνο σε έπαιρνα να ακούσεις τη σιωπή μου. Χαώθηκα. Το 'χασα. Ναυάγησα. Τα σκάτωσα. Πώς το λένε. Παραιτήθηκα. Έτσι το λένε, υποθέτω. Και μου είναι δύσκολο να βρω λόγο να γυρίσω. Μοιάζει πλέον μακρινό, ίσως και λιγάκι ουτοπικό κάτι διαφορετικό. Κάτι συμβαίνει. Χάνω τον έλεγχο. Μου ξεφεύγω. Κάπου, κάτι, έσπασε. Ένα γρανάζι, ένα κόκαλο, ένα εγώ μου. Κάτι μέσα μου με τρώει και δεν μου δίνει καν το όνομά του, ή το τηλέφωνό του, έστω, να το βγάλω έξω για κάποιο άλλο φαγητό. Δεν έχει όνομα πραγματικό, νομίζω. Τουλάχιστον, όχι κάποιο υπαρκτό. Ίσως σε κάποια γλώσσα που δεν έμαθα ποτέ. Ίσως σε κάποια που κανείς ακόμη να μην άκουσε. Δεν το λένε καν κενό. Τουλάχιστον, όχι μόνο αυτό. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Αν ρωτήσεις, θα σου πω είμαι καλά. Δεν είναι ψέμα, φυσικά, είμαι καλά. Θέλω να πω, δεν είμαι τίποτα. Όποτε αν με το ζόρι θέλετε κάτι να είμαι, είμαι ό,τι θέλετε να είμαι. Ό,τι βολεύει πιο πολύ. Τι να σου πω. Καλύτερα δεν θα απαντήσω άμα με ρωτήσεις. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Αλλά στους ανθρώπους αρέσει να παίρνουν απαντήσεις. Κάνουν συλλογή από απαντήσεις και εθίζονται στις ερωτήσεις. Η δική μου συλλογή κάπου χάθηκε, κλάπηκε μπορεί, ή θάφτηκε, ή διαγράφηκε καταλάθος, μαζί με κάτι αναμνήσεις. Πέθανε. Και ό,τι με ρωτάτε, πρέπει πάλι απ΄την αρχή να το ερευνήσω, οπότε να είσαι υπομονετικός μαζί μου όταν θέλεις να ρωτάς. Ιδίως όταν περιμένεις όντως να απαντήσω. Βαρέθηκα και να ρωτάνε για να δίνω τη δική τους την απάντηση. Αλλά δεν έχω ούτε και τις έτοιμες, τις μασημένες τους. Χάθηκαν κι αυτές. Μαζί με όλα τ' άλλα. Δεν έχω ιδέα, πια. Κυριολεκτικά, στέρεψα κι από ιδέες, όχι μόνο ιδανικά. Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω τίποτα. Μην με ρωτάτε, καλύτερα. Η Γη είναι κυκλική για μένα αυτή τη στιγμή. Επίπεδη και στριφογυριστή. Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι."