τα χέρια της έτρεμαν
και μαζί με αυτά και ένα κομμάτι γυαλί
που κρατούσε μέσα σε αυτά γερά,
σχεδόν με θυμό, σχεδόν με μίσος
ένα γυαλί ψυχρό, παγωμένο και αιχμηρό
που μέσα του τα δάκρυά της φαίνονταν ψεύτικα
οι σκέψεις της θολές και τα όνειρά της χαζά
με μανία το κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει,
να δει αυτό που εκείνοι έβλεπαν μέσα του-
μέσα της
πόσο δύσκολο ήταν, και πόσο μάταιο
εκείνο που έμοιαζε με εκείνη ήταν μόνο ένα είδωλο-
ο αντικατοπτρισμός στη γυαλάδα των ματιών τους,
συχνά παραμορφωμένος από τα ραγίσματα
που και που ένωνε τα κομμάτια που έλειπαν
με κάτι λέξεις σιγανές, ντροπαλές
που τραγουδούσαν στα αυτιά της καθώς χάνονταν τα λόγια
και που εκείνοι άλλοτε θα παραδέχονταν κι άλλοτε όχι
τους παρακολουθούσε να πιστεύουν στο είδωλο,
να το αγαπούν, να το μισούν ή να μην γυρίζουν καν να το κοιτάξουν
μα σε κάθε ιδέα που ρίζωνε μέσα τους,
έβλεπε τη διαφορά
εκείνη- εκείνη ήταν η διαφορά,
μια διαφορά από μόνη της,
αφελής και χαμένη από μικρή,
αλλόκοτη και αλλιώτικη από εκείνους
όλοι είναι, έτσι της έλεγαν
και το έβλεπε, το ένιωθε
ζούσε την ιδιαιτερότητα του καθένα γύρω της
και δεν τους αμφισβητούσε, ήταν ιδιαίτερη
είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να σκέφτεται,
έναν ιδιαίτερο τρόπο να κρύβεται,
να τυφλώνεται από την επιφάνεια,
να κρατάει αποστάσεις από όλους,
να κοκκινίζει μπροστά σε κόσμο,
να γυρίζει το κεφάλι στις αναποδιές,
να πιστεύει για τον κόσμο γύρω της.
έναν κόσμο ανύπαρκτο
ήταν δύσκολο να συμβαδίσει με τους άλλους,
έχανε το βήμα της, παραπατούσε
και όταν προσπαθούσε να πιαστεί από τους ώμους τους
τους έσερνε κι αυτούς πίσω
κι όμως, το είδωλο δεν ήταν ψεύτικο
ήταν ένα κομμάτι της, ένα μεγάλο κομμάτι της
που έμοιαζε τόσο με εκείνη
ή ίσως και όχι