Έφτασα
στο τέλος να βλέπω πιο πολλά απ’ τους άλλους, που αμέσως θεώρησα τυφλούς.
Ωστόσο, είχα γυρίσει πια σε γνώριμο έδαφος.
Είχε επιστρέψει το
σώμα μου σε εμένα,
τα όνειρα μου είχε εγκαταλείψει η σκιά ενός αιώνιου ποτέ.
Και κάπως έτσι, ελέυθερη να γεμίσω τους εφιάλτες μου ξανά με νέο αίμα,
ερωτεύτηκα το κόκκινο χρώμα που έπαιρναν ασυναίσθητα τα ζυγωματικά του καμιά φορά ενώ μιλούσε.
Την αποδοκιμασία που κράταγε για τον εαυτό
του,
τα μικρά πράγματα που κανείς δεν είχε διάθεση να καταλάβει.
Τα μικρά
εκείνα σχόλια που πάνω στην πλάκα έκρυβαν ένα βάθος,
τις μικρές
παραχωρήσεις, τις μικρές πράξεις προστασίας,
τους λεπτούς υπαινιγμούς
για το χάος από αντιφάσεις μέσα στο κεφάλι του.
Ό,τι είχε να κάνει με τα τσαλακωμένα του ρούχα, τις λέξεις του δρόμου
και τις προσπάθειες παραπλάνησης,
τα άφηνα για τους μονόφθαλμους να αναλύσουν.
«Πως τα θυμάσαι όλα αυτά, ρε;», με ρώτησε
και τα μάτια του πήραν ξανά το βλέμμα που είχα γνωρίσει.
Πώς τα θυμάμαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου