Εκεί.
Εκεί είναι όμορφα.
Και μου έχω πει, και ελεύθερα.
Όμορφα μέρη.
Όμορφοι άνθρωποι.
Άλλοι άνθρωποι
που θα με κάνουν χαρούμενη.
Άλλοι άνθρωποι
που θα με βλέπουν να με επισκέπτεσαι
και θα ξέρουν ότι έλιωσα.
Τέλος εποχής.
Νέα εποχή.
Δεν είμαι κερί
και δεν θα χαθώ μέσα στη στάχτη μου
κι ας με πνίγει.
*
"ακίνητος.
και άσε αργά τις σημειώσεις μου στο έδαφος.
τα χέρια πίσω από το κεφάλι.
έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις
μα ό,τι πεις
θα χρησιμοποιηθεί
αργότερα
εναντίον μου."
Έξω βρέχει. Πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι. Ξημερώνει. Δεν κοιμάμαι. Πάλι δεν κοιμάμαι. "Καλημέρα." Και σε σκέφτομαι όταν ξυπνάω.
"Καλημέρα."
Και τελικά φοβάμαι.
Τι φοβάσαι;
Τελειώνει ο χρόνος.
Έχουμε χρόνο.
Ακόμη χειρότερα.
Μην με ξεχάσεις.
Δεν καταλαβαίνεις.
Τελειώνουμε. Τελειώνουμε και όσο περισσότερο αρχίζουμε, τόσο περισσότερο θα τελειώσουμε μετά.
"Τι φοβάσαι;"
"Τι φοβάμαι; Με κοίταξες, ξέχασα."
Πακετάρω τις πρώτες μου κούτες.
Παραμύθια, μυθιστορήματα, η Ιλιάδα,
CD γυμνασίου, ταινίες με τίτλους στο χέρι, Ο Μικρός Αρειανός, Mary and Max,
φωτογραφίες μου.
Έχουν μπερδέψει οι γραμμές του μόνιμου και του προσωρινού
και δεν ξέρω πού να αφήσω τα παλιά μου.
Εδώ βρέχει.
Κι εκεί θα βρέχει.
Χρειάζομαι ρούχα ζεστά
κι ένα ζεστό κρεβάτι στο ξένο μου δωμάτιο.
Λέω να το βάψω κόκκινο,
να μου ταιριάζει στην ταχυπαλμία.
Τέλος εποχής.
Καλημέρα, και τελικά φοβάμαι.
(Το περίπου ή το καθόλου,
ακόμα δεν έχω καταλήξει.)
Τελικά φοβάμαι.
Φυσικά και φοβάμαι.
Πάμε;
Εκεί είναι όμορφα.
Και μου έχω πει, και ελεύθερα.
Όμορφα μέρη.
Όμορφοι άνθρωποι.
Άλλοι άνθρωποι
που θα με κάνουν χαρούμενη.
Άλλοι άνθρωποι
που θα με βλέπουν να με επισκέπτεσαι
και θα ξέρουν ότι έλιωσα.
Τέλος εποχής.
Νέα εποχή.
Δεν είμαι κερί
και δεν θα χαθώ μέσα στη στάχτη μου
κι ας με πνίγει.
*
"ακίνητος.
και άσε αργά τις σημειώσεις μου στο έδαφος.
τα χέρια πίσω από το κεφάλι.
έχεις το δικαίωμα να μιλήσεις
μα ό,τι πεις
θα χρησιμοποιηθεί
αργότερα
εναντίον μου."
Έξω βρέχει. Πρώτη φορά μετά το καλοκαίρι. Ξημερώνει. Δεν κοιμάμαι. Πάλι δεν κοιμάμαι. "Καλημέρα." Και σε σκέφτομαι όταν ξυπνάω.
"Καλημέρα."
Και τελικά φοβάμαι.
Τι φοβάσαι;
Τελειώνει ο χρόνος.
Έχουμε χρόνο.
Ακόμη χειρότερα.
Μην με ξεχάσεις.
Δεν καταλαβαίνεις.
Τελειώνουμε. Τελειώνουμε και όσο περισσότερο αρχίζουμε, τόσο περισσότερο θα τελειώσουμε μετά.
"Τι φοβάσαι;"
"Τι φοβάμαι; Με κοίταξες, ξέχασα."
Πακετάρω τις πρώτες μου κούτες.
Παραμύθια, μυθιστορήματα, η Ιλιάδα,
CD γυμνασίου, ταινίες με τίτλους στο χέρι, Ο Μικρός Αρειανός, Mary and Max,
φωτογραφίες μου.
Έχουν μπερδέψει οι γραμμές του μόνιμου και του προσωρινού
και δεν ξέρω πού να αφήσω τα παλιά μου.
Εδώ βρέχει.
Κι εκεί θα βρέχει.
Χρειάζομαι ρούχα ζεστά
κι ένα ζεστό κρεβάτι στο ξένο μου δωμάτιο.
Λέω να το βάψω κόκκινο,
να μου ταιριάζει στην ταχυπαλμία.
Τέλος εποχής.
Καλημέρα, και τελικά φοβάμαι.
(Το περίπου ή το καθόλου,
ακόμα δεν έχω καταλήξει.)
Τελικά φοβάμαι.
Φυσικά και φοβάμαι.
Πάμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου