Στην άκρη της παραλιακής, μία φορά, είχαν στήσει ένα μικρό μισοφέγγαρο,
να κοιτάει με το ένα μάτι προς τη θάλασσα και με το άλλο τους περαστικούς.
Ένα κορίτσι, χαμένο απ' το σπίτι του και από την εποχή του,
συνήθιζε να τριγυρνά στα μέρη του και να ονειρεύεται τον ουρανό,
μα ποτέ, ποτέ, να μην πλησιάζει αρκετά για να το πιάσει.
Ποτέ, μέχρι εκείνη τη μέρα, που ξεκινά και τελειώνει, τόσο σύντομα, η ιστορία μας.
Τη μέρα που αποφάσισε να το αγγίξει, είχαν περάσει τα μεσάνυχτα.
Με κινήσεις μηχανικές, έφτασε απέναντί του.
Απελευθέρωσε το τρεμάμενο χέρι της από την τσέπη του φούτερ που φορούσε
και στα γρήγορα, πριν να προλάβει να τρομάξει αρκετά για να τραβηχτεί και πάλι πίσω,
άγγιξε πρώτη φορά το άγνωστο στολίδι.
Το πλαστικό φεγγάρι της προβλήτας, όταν ένιωσε τη θέρμη της κοπέλας,
ξαφνικά, και κάπως μαγικά, μεταμορφώθηκε, προσφέροντας το λαμπερό του χέρι
σε εκείνη που το ξύπνησε, να της χαρίσει ένα χορό, ώστε να τη γνωρίσει.
(Δεν μιλάνε τα φεγγάρια.
Απολαμβάνουν τη σιωπή, και με το φως τους ταξιδεύουν μόνο νύχτες.)
Εκείνη, του έδωσε το χέρι της, φυσικά. Πάντα ερωτευμένη θα 'τανε μ' ένα φεγγάρι.
Και να που τώρα, ξαφνικά, το φεγγάρι της προσέφερε κάτι δικό του.
Χόρεψαν, για λίγο.
Τόσο παράξενος αυτός ο χορός, φαντάσου να χορεύεις με εκείνη τη μακρινή μας λάμψη.
Φαντάσου να μπορείς να αγγίξεις, κάτι που ποτέ δεν φτάνεις.
Φαντάσου
και θυμήσου
πως δεν λάμπει το φεγγάρι, μια οφθαλμαπάτη είναι.
Κάποιος ήλιος το φωτίζει και ζαλίζει.
Κι όπως το φαντάζεσαι εσύ, έτσι το φαντάστηκε κι εκείνη
και ξέμεινε ξανά από αέρα.
Εκείνο, ταράχτηκε πολύ, για τη μικρή θνητή μας
και απαλά ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της,
χαρίζοντας της τον αέρα απ'τα πνευμόνια του.
Όταν συνήλθε η κοπέλα,
η μουσική σταμάτησε απαλά, πολύ απαλά, μελωδικά.
Και το φεγγάρι έφυγε. Αργά, πολύ αργά, ευγενικά.
Το φεγγάρι ήταν πλαστικό, όσο εκείνη το ήθελε να ήταν.
Κι εκείνη ήταν μόνη, όσο επέλεγε να φεύγει.
Και ο αέρας ήταν λίγος, όσος καιρός και να περνούσε.
Το κορίτσι προχώρησε στην άδεια παραλιακή.
Έριξε ένα βλέμμα προς τη θάλασσα- ένα βλέμμα μόνο της αρκούσε.
Με τους ώμους αγκαλιά, πήδηξε και βούτηξε με θόρυβο στο κρυστάλλινο λιμάνι.
Κολύμπησε ως την αντανάκλαση της ημισελήνου, στους αφρούς,
μέχρι να καταλάβει, πως έπιανε μονάχα το νερό.
"Ανόητη. Φωτίζει το φεγγάρι.
Και το φεγγάρι είναι πλαστικό όσο δεν το πιστεύεις.
Ανόητη, ανόητη, τι ξέρεις απ΄αστέρια;",
ακούστηκε μια φωνή απ' τα μέσα του βυθού.
Η κοπέλα ξαφνιάστηκε, μα η φωνή λιγάκι την ηρέμησε,
έτσι όπως της έδειξε πως το χορό της με ένα αληθινό φεγγάρι,
δεν τον είχε φανταστεί.
Όταν πήγε πια πρωί, κανένα σημάδι δεν υπήρχε από το παράξενο ζευγάρι.
Το κορίτσι, από τότε, σε κάθε ημισέληνο,
γεμάτη ακριβώς όπως εκείνα τα μεσάνυχτα,
μεταμορφώνεται σε λύκο.
Κάθε φορά που ουρλιάζει, θυμάται τη χαμένη ομορφιά του φεγγαριού.
Κι όταν τελικά, ξανά, της λείπει ο αέρας, επιστρέφει στην αρχική μορφή της
κι αλλάζει ονόματα και κατοικία.
Κι η θάλασσα, από τότε,
έχει πάρει το πλαστικό φεγγάρι, και το 'χει περασμένο στην αντίπερά της όχθη,
για να 'ναι σίγουρη, πως κανένας λύκος δεν θα μπορέσει να το βρει
και να τολμήσει πάλι να ξεστομήσει, πως δεν του φτάνει να φωτίσει.
Emil Nolde, Half Moon Over The Sea
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου