Προχωρούσε τραγουδώντας ένα θλιμμένο τραγούδι -θλιμμένο σαν κι αυτή- όταν ταράχτηκε από μια φιγούρα που ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα της. Μα ήταν μόνο ο καθρέπτης. Επί τη ευκαιρία γύρισε να επεξεργαστεί το είδωλό της. Παρά τη θλίψη της, ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση αντικρίζοντας στα μάτια την κοπέλα που την κοιτούσε με περηφάνια πίσω. Τόσα χρόνια πάλευε για αυτή τη στιγμή, καλλιεργώντας το πνεύμα και την ομορφιά της. Τόσα χρόνια πάλευε για αυτή τη στιγμή. Αυτή που θα κοιτιόταν στον καθρέπτη και θα χαμογελούσε αυτάρεσκα. Αφού είχε αυτό, αφού είχε αυτή, τότε θα τα αντιμετώπιζε όλα. Και την μοναξιά της, θα την έδιωχνε κι αυτή αφού είχε κερδίσει την επιδοκιμασία της κοπέλας στον καθρέπτη...
Ποιος χρειάζεται τους άλλους! "Οι αδύναμοι, μόνο αυτοί" απάντησε δυνατά στον εαυτό της. Άφησε να πέσει ο δίσκος με τα ποτήρια που κρατούσε έως τότε σφιχτά, ελευθερώνοντας έτσι τα χέρια της. Ψηλάφιζε απαλά το πρόσωπό της ενώ άκουγε το γυαλί να σπάει και να γίνεται κομμάτια κατά την βίαιη επαφή του με το πάτωμα. Ο χρόνος είχε σταματήσει για τη Ματίλντα. Το χάδι της κοκάλωσε όμως μόλις τα δάχτυλά της ακούμπησαν ένα κομμάτι του προσώπου της που ποτέ ξανά δεν είχε προσέξει. Εκεί, στο μάγουλο, ακριβώς κάτω από το μάτι υπήρχε ένα παράξενο οβάλ σκίσιμο. Πλησίασε περισσότερο στον καθρέπτη και με τα δυό της χέρια άρχισε να νιώθει την υφή του. Μαλακά, τρυφερά. Τα δάχτυλά της άνοιξαν διστακτικά τη σχισμή. Λίγο μόνο, αλλά αρκετά ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα την παράδοξη πληγή της. Το μόνο που αντίκρισε όμως ήταν... σκοτάδι. Μαύρο. Το χρώμα του αγνώστου και το χρώμα του φόβου για αυτό. Τρομοκρατημένη όπως ήταν ανάσανε βαθιά και, με μια απότομη κίνηση, έμπηξε τα νύχια της μέσα στη σχισμή και τράβηξε.
Κύλησαν τότε στο δάπεδο τα ασημένια μαλλιά της, έπεσε το γαλάζιο,μεταξωτό της φόρεμα και -τελευταίο- , αφού έγινε σκόνη, το πρόσωπό της σκορπίστηκε στο δωμάτιο. Στεκόταν γυμνή μπροστά στον εαυτό της και επιτέλους, κατάλαβε. Έκλαψε με λυγμούς καθώς πλέον ένιωθε πιο μόνη από ποτέ. Είχε κάνει λάθος. Δεν την είχε εκείνη. Δεν είχε τον εαυτό της στο πλευρό της. Με μια και μόνο κίνηση τον είχε βγάλει σαν ρούχο από πάνω της. Ένα κομμάτι του μόνο είχε μείνει. Αυτό, που είχε ξεχάσει ότι υπήρχε εδώ και χρόνια, είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια διέξοδο. Κρυμμένη τόσο καιρό πάλευε να βγει προς τα έξω. Ποτέ δεν τα παράτησε. Και τώρα η παλιά Ματίλντα ήρθε αντιμέτωπη με την νέα. Μια νέα Ματίλντα που έκλαιγε και χτυπούσε το τζάμι του καθρέπτη με μανία προσπαθώντας να πληγώσει το είδωλό της. Ήταν όμως αργά... Είχε ήδη χάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου