Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2013

JOKER

Σε εκείνο το σπίτι,
κοντά στη θάλασσα
-όχι εκείνη τη μαγευτική,
με το βαθύ της μπλε και τις πολύχρωμες αχτίνες.
Την άλλη,
με τα σκουπίδια,
με το χρώμα το γκριζωπό,
που κάτω από το φεγγάρι δεν λάμπει, αλλά θαμπώνει
και που κάθε της στάλα είναι ιδρώτας και δάκρυα κρυμμένα,
πιεσμένοι πόθοι, καλυμμένες σκέψεις και κουκουλωμένη οργή,
υπομονή, ψυχραιμία,
ψυχρότητα, ΣΙΩΠΗ, μοναχικότητα,
χορδές που σπάσαν και ενοχές.
Πολλές ενοχές, γεμάτο ενοχές
και γεμάτο ψέμματα, υποκρισία και γλοιώδης γελοιότητα.
Τόσα κι άλλα τόσα σκουπίδια.
Απομεινάρια από τσιγάρα φανταστικά,
στάχτες από μάσκες και σωροί από περηφάνεια,
κουρέλια που φόρεσαν άνθρωποι μήπως τους αλλάξουν,
κομματιασμένοι καθρέπτες,
δήθεν επαναστατικά πνεύματα,
φτιαχτά συναισθήματα,
κραυγές ανθρώπων που παριστάνουν πως πονούν, χωρίς να το κάνουν,
αδυναμία, δειλία, ψευτιά και ψευτιά και ψευτιά.

Από εκείνο το σπίτι
κοντά στη θάλασσα,
δεν περνά η ζέστη του ήλιου
και πόσο μάλλον σε ένα δωμάτιο τόσο κρύο,
που και το φως το ηλεκτρικό τρέμει να μπει
μήπως παγώσει και σβήσει.
"Σ' αυτό το σπίτι σήμερα κλαίω
και τίποτα δεν φτιάχνει.
Δεν φεύγει βάρος,
γιατί το βάρος είμαι εγώ.
Ό,τι απέμεινε από εμένα,
ό,τι δεν θυσιάστηκε για ευκολία,
ό,τι δεν πετάχτηκε από αφέλεια,
ό,τι δεν έσπασε τόσα χρόνια συμπιεσμένο από τη δειλία.




Σε αυτό το σπίτι κρυώνω
και τα σπασμένα πλακάκια στο πάτωμα
τρίζουν κι εγώ ακούω "Φύγε!",
μα καμιά διέξοδος δεν υπάρχει.
Ακόμη κι έξω, δεν ξεφεύγω,
γιατί το σπίτι δεν είναι κρύο, παρά μόνο όταν μένω εγώ μέσα του
και ο δρόμος δεν είναι μαύρος, παρά μόνο όταν εγώ τον περπατώ,
κι είναι μαύρος για μένα μόνο,
γιατί πρέπει και τον μοιράζομαι μαζί μου,
και με κουβαλώ
χωρίς να έχω κερδίσει το δικαίωμα να μου ανήκω.

Παρανομώ, όπως ποτέ άλλοτε δεν τόλμησα να πράξω,
όχι από υπακοή, αλλά από παραίτηση, συμβιβασμό.
Λόγια και ευχές γίνονται κομμάτια,
κι ότι απομένει το χτυπώ ώσπου να λυγίσει,
όπως λύγιζα κι εγώ ως τώρα, χωρίς να με χτυπήσει όμως κανείς.
Όχι αρκετά δυνατά για να αξίζει η κατάντια. Όχι...
Η μάνα καμαρώνει κι εγώ ουρλιάζω,
πέφτω με τα χέρια στους τοίχους μήπως σταματήσει,
βρίζω όπως μόνο μέσα μου έχω βρίσει
και φωνάζω με μια φωνή που κανείς δεν έχει ακούσει από μένα.
Τα κρυφά μου... χαρίσματα.

Υποκριτές δεν μου φταίνε τελικά,
εγώ τους άφησα και με φέραν εδώ,
να νομίζω φτάνω στ' αστέρια μ' ένα πήδημα
και να βρίσκομαι θαμμένη βαθιά στο χώμα.
Να νομίζω βλέπω
και να 'χω τα μάτια μου ασφαλισμένα.

Τα κομμάτια μου,
όσα δηλαδή θέλουν οι άλλοι
και πιστεύουν δικά μου είναι,
βαρέθηκαν το θέατρο του παραλόγου
και μ' αφήνουν όλα τους μαζί,
με εγκαταλείπουν κενή, αυθεντική,
να μην σκέφτομαι καν να προσπαθήσω να σκάψω το δρόμο μου προς τα πάνω.

Τεράστια χέρια μ' έχουν πιάσει,
με έχουν σχεδόν συντρίψει μέσα τους,
με πιέζουν και ασφυκτικά με σπρώχνουν μες τη χούφτα τους,
με σπρώχνουν προς εμένα.
Έτσι έλεγα, έτσι θέλω να 'ναι,
να μην μπορώ να αντισταθώ,
να πονώ για να μην μάχομαι,
να πονώ για να μην βλέπω πως μονάχα τα δικά μου χέρια φταίνε,
που δεν άρπαξαν ποτέ τους τίποτε,
δεν αγωνίστηκαν και δεν θα αγωνιστούν.

  Είναι τόσο άσχημα αυτά τα χέρια,
τόσο παιδικά, τόσο λεία, τόσο ακούραστα,
τόσο μικρά, τόσο ασήμαντα, τόσο άκακα,
τόσο απίστευτα ταιριαστά με το σύνολο
κι εγώ ούτε που τολμώ να τα μισήσω."

Σε εκείνο το σπίτι
κοντά στη θάλασσα,
κύμα δεν ακούγεται
κι οι πόρτες κλείνουν,
μα δεν κλειδώνουν,
για να κρατούν ζωντανό το φόβο της αποκάλυψης.














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου