Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2012

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

Επειδή...


Επειδή εμένα δεν με ρώτησε κανείς



Πρώτη φορά, διαφορετικό σε γνώρισα,
κι από εκεί, απ' το πρώτο τούτο λεπτό, την πρώτη στιγμή, σε ξεχώρισα. 
Αργότερα, ξανά σε συνάντησα, σε μέρος απομονωμένο, μαγικό σχεδόν,
και εκεί μαζί σου, ούτε μέρα δεν χρειάστηκε, άρχισα να σ'αγαπώ. 
Εσύ και μόνο εσύ το 'χεις κατάφερες κείνο, 
να σ' αγαπήσω με τρόπο τέτοιο, τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, τόσο έντονα. 

Τυχαίο δεν ήταν, κάτι μέσα σου αναγνώρισα, 
τέτοιο που οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγραφεί,
γιατί πάρα πολλές είναι, και λίγες μαζί. 
Το είδα παρόλα αυτά, το ένιωσα και δέθηκα. 
Πόσο πολύ, δεν το ξέρεις, 
με πόση δύναμη, ακόμη, με κρατάς, δεν θα το καταλάβεις. 

Τότε, με μια πρώτη ματιά, αναγνώρισα κάτι- και δεν έκανα λάθος. 
Τι κι αν γνώρισα κομμάτια που δεν θα μπορούσα να περιμένω, 
τι κι αν λεπτό το λεπτό περισσότερα ακούω και περισσότερα μαθαίνω, 
τι κι αν ποτέ απογοητευτώ από λόγια άλλων, από πράξεις δικές σου, 
ή αν ποτέ αμφισβητήσω αν πραγματικά κάτι για σένα ήξερα,
αυτό το κομμάτι, αληθινό θα μένει, ακόμη κι αν εγώ το ξεχάσω. 

Ξέρω, μονάχα αν ξεχάσω κι εμένα πίσω θα ξεχαστεί κι εκείνο, 
μα ακόμη κι έτσι, εκεί ήταν κι εκεί θα είναι πάντα-
η ομορφιά, μια αλήθεια, εσύ.

Θα είναι πάντα εκεί, θα είναι πάντα μέσα σου, θα είναι πάντα εσύ, 
γιατί δεν ήταν λέξεις, αλλά συναίσθημα, διαίσθηση,
κι εκείνο πάντοτε είναι πιο απόλυτο από υποσχέσεις, 
πιο ισχυρό κι από αλήθειες λεκτικές ή ψέματα,
πιο πιστευτό κι από επιχειρήματα, κι ας έχω μόνη απόδειξη εμένα, 
γιατί τα μάτια σου μιλάνε κι όχι εσύ, 
κι εσύ είσαι αυτό κι αυτό είναι εσύ.



Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2012

Translation.

Καθώς αφηγούταν την ιστορία του,
τα γαλάζια του μάτια γυάλιζαν στο φως του παραθύρου
και ενώ η χροιά του είχε αλλάξει και μιλούσε πλέον πιο σιγανά,
η ένταση που έβγαινε ήταν τόση που σχεδόν φαινόταν στον αέρα-
σα να έβγαινε η ψυχή του έξω μεταμορφωμένη σε παραμύθι.
Τον άκουγα με όση προσήλωση θα μπορούσα να δείξω ποτέ
και πίσω από τις λέξεις του έβλεπα εικόνες, έψαχνα αλήθειες,
κρυμμένες καλά μέσα σε πλαστούς ήρωες.
Κάθε του κόμμα και ένας συνειρμός,
κάθε παύση και μια νέα ερμηνεία,
τα πορίσματα έβγαιναν με φόρα, το ένα μετά το άλλο
και σχημάτιζα μια καθαρή εικόνα της πραγματικότητας του,
μιας που σπάνια ή και ποτέ δεν έδειξε ξεκάθαρα,
παρά μόνο την εννόησε μέσα από υπαινιγμούς και σχόλια.
Μπροστά μου λοιπόν την έβλεπα,
όλη του την ιστορία να ξετυλίγεται όσο συνέχιζε η πλοκή,
όσο κάθε φανταστικός χαρακτήρας 
ταίριαζε απόλυτα μεσ' το κεφάλι μου με αληθινούς.
Τον κοιτούσα λοιπόν, να παρομοιάζει τον εαυτό του με γέρικο δένδρο
και προσπαθούσα να βεβαιωθώ ότι όντως τα μάτια του είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν,
όντως απέφευγαν το βλέμμα μου,
όντως, ήταν κάπου αλλού, βαθιά μέσα στην ψυχοσύνθεσή του.
Μιλούσε κι ενώ ξεδιπλωνόταν όλη του η δημιουργικότητα,
εγώ, ανάμεσα σ'όλα τ' άλλα,
είχα ήδη αναγνωρίσει το ρόλο της γυναίκας μέσ' το έργο
και θαύμαζα τον έρωτα που ακόμη και μέχρι εκείνη τη στιγμή φαινόταν να έχει μέσα του,
μετά από τόσα χρόνια και τόσες αλλαγές.
Συνέχισα λοιπόν να τον χαζεύω, να τον ακούω να διηγείται
και να θαυμάζω την αφοσίωσή του,
πιθανολογώντας μέσα στο κεφάλι μου,
ακούγοντας τις περιγραφές του για τη δύναμη που έβλεπε στην ηρωίδα του έργου του,
την ελιά που συνάντησε και παρακολούθησε να μεγαλώνει-
μια δύναμη που δεν μπορούσε να βρει στον εαυτό του.
Μιλούσε για εκέινη,
που παραπονιόταν για τα λιγοστά της άνθη
κι εκείνον που την παρηγορούσε, υποσχόμενος μια επερχόμενη δόξα.
Περιέγραφε με τόση σιγουριά, ήξερε τόσο άπιαστα τα συναισθήματα του χαρακτήρα του,
που δεν μου άφηνε κανένα περιθώριο να αμφιβάλω για την "γήινη" ταυτότητά του.
Ακόμη και τις ημερομηνίες ακριβώς τις έλεγε,
κι αντί να μιλά καμιά φορά σε χρόνο παρελθοντικό,
ξεχνιόταν και η αφήγηση ερχόταν στο παρόν.
"Με τα χρόνια, ο τρόπος που την αγαπούσε άλλαξε" μου εξηγούσε
και μου ζητούσε να μην παρεξηγήσω την αγάπη του δένδρου για τη νέα ελιά,
γιατί ήταν πολύ αγνή,
κι έτσο συνέχιζε, και με παρέσερνε με τις περιγραφές του και τη χροιά του,
μέχρι που χτύπησα σε τοίχο.
Είχα κάνει λάθος τις υποθέσεις μου, 
τόσο απορροφημένη να ψάχνω το λογικό επακόλουθο,
ώσπου η ερώτησή του μου άλλαξε πορεία σκέψης.

-Καταλαβαίνεις ποιο είναι το πρόβλημά του;
-...Ότι δεν μπορεί να ανθίσει ο ίδιος;
- Όχι. Είναι ένα πολύ γέρικο δένδρο, ή τουλάχιστον αυτό του λένε όλοι, κι αυτή είναι πολύ μικρότερη...Ένα χρόνο αργότερα όμως, η ελιά έρχεται με ένα υπέροχο άρωμα, νιότης και άνοιξης, κι εκείνος προσπαθεί να την πείσει πως δεν υπάρχει τίποτα λάθος με αυτό που νιώθει. Πως θα προτιμούσε να ξεριζώσει όλα του τα κλαδιά, παρά να της κάνει κακό...


..."Λοιπόν, πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει μια καλή ιστορία;", είπε τελειώνοντας, προσπαθώντας με κόπο, όσο μπορούσα να αντιληφθώ, να επαναφέρει το φυσιολογικό του ύφος.


Is it my instinct screaming, or am I becoming paranoid?