Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2015

Ογδόντα εννέα ώρες


  Βγήκε από το σπίτι. Ή από το μαγαζί. Ή από την καφετέρια. Τι διαφορά είχε; Κάπου ήταν, ήταν μόνη, έπαιρνε αποφάσεις στη στιγμή, άκουγε κάποια μουσική, προσπαθούσε να συντονιστεί με το κεφάλι της. Τι διαφορά είχε. Από κάπου έβγαινε, έξω στη βροχή. Δεν είχε κρύο. Αγαπούσε αυτόν τον καιρό κι ας θόλωνε την όρασή της, έτσι όπως αχρήστευε τα γυαλιά της. Δεν τα συμπαθούσε έτσι κι αλλιώς. Έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει πιο παχύ, πιο ασύμμετρο, άσχημο. Δεν είχε πρόβλημα με τα γυαλιά της τώρα. Έτσι κι αλλιώς σάπιο ήταν και το εσωτερικό των ματιών της, όπως όλα τ' άλλα τα δικά, εσωτερικά της. Έβλεπε την εικόνα της παραμορφωμένη, γκρίζα και κοινότυπη. Δεν την πείραζαν τα γυαλιά, δεν άλλαζαν κάτι. Και ο καιρός. Δεν την ένοιαζε κι ο καιρός. Ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Αλλά δεν ένιωθε να τον αγαπάει. Όχι αυτή τη στιγμή.

  Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς ένιωθε καθώς βάδιζε μες τη βροχή. Ποτέ δεν κατάφερε να μου το εξηγήσει κι εκείνη ακριβώς. Το μόνο που μπορώ να καταλάβω είναι πως έμοιαζε η αίσθηση με εκείνη που μου περιέγραφε όταν χανότανε στο δρόμο. Με την ίδια δυσκολία έψαχνε λέξεις. Με τον ίδιο τρόπο, τελικά, το χάος κι η αοριστία στο πρόσωπο και τη φωνή της μετέφεραν το νόημα της σκέψης της. Σήμερα, δεν είχε χαθεί. Ήξερε πού ήταν. Δεν την ένοιαζε και τόσο. Δεν είχε σημασία. Δεν είχε σημασία και πού ήταν πριν, ή πού πήγαινε. Δεν θυμόταν τι είχε σημασία. Το πρωί- εκείνο το πρωί πρέπει να ήταν, μα μπορεί κι όχι, μπορεί και να 'ταν κάποιο άλλο, απ' τα πανομοιότυπα πρωινά της. Το πρωί, είχε ξυπνήσει ξανά ώρες πριν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κάθε φορά που έψαχνε ένα λόγο να πετάξει τα σκεπάσματα, γύριζε από την άλλη πλευρά του μαξιλαριού και έσφιγγε λίγο πιο κοντά της την κουβέρτα. Κάπως έτσι, είχε παραμείνει σπίτι για μέρες. Αποφάσισε λοιπόν πια τώρα να βγει, μήπως έτσι νιώσει λιγάκι πιο ζωντανή. Δεν είχε χαθεί. Απλά αδυνατούσε να θυμηθεί. Αδυνατούσε να θυμηθεί τι είχε σημασία. Βρισκότανε τελικά χαμένη, σε ένα δρόμο που γνωρίζει, μόνη, ανάμεσα σε ανθρώπους, που προσπερνούν κάτω από τις ομπρέλες τους, άδεια, με τα χέρια της γεμάτα με σακούλες. 

  Άλλαζε μαγαζιά με μεγάλη ταχύτητα, να μην προλάβει να βαρεθεί, να μην προλάβει να πάρει χρόνο να σκεφτεί και πέσει ξανά στην παγίδα της απόφασης. Το κενό της σήμερα θα το κάλυπτε με τρόπο φανταχτερό. Ή, αλλιώς, θα τον έλεγες φτιαχτό. Το γέμισμα για τις τρύπες της, θα το αγόραζε. Άφηνε το βήμα της να χαλαρώνει για μερικά δευτερόλεπτα σε κάθε βιτρίνα που συναντούσε απ' τα δεξιά της. Όταν κάτι έμοιαζε κάπως συμπαθητικό, έμπαινε μέσα βιαστικά και ζητούσε το νούμερό της. Αν το νούμερο υπήρχε, άφηνε ένα με δυο λεπτά τον εαυτό της να κοιτάξει στον καθρέπτη, ίσα ίσα να κάνει μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας όταν δεν κοιτούσε ο υπάλληλος. Κι αν της έκανε, έστω στα περίπου, πλήρωνε κι έφευγε. Κι έτσι κάπως, τις αποδείξεις των παπουτσιών της τις κρατούσε για απόδειξη πως υπήρξε η ίδια κάποτε σε αυτή τη γειτονιά.

  Το μεγάλο όμως μυστικό δεν ήταν αυτό. Τώρα που το μέσα της το αισθανότανε τελείως χαλασμένο, θα ισορροπούσε την κατάστασή της με το σώμα. Αυτό, δεν συνεργαζότανε και τόσο τελευταία. Ακόμη και σε στιγμές που η συνείδησή της συμφωνούσε να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά, το σώμα της αρνιόταν κατηγορηματικά. Χτυπούσε με ασταμάτητους πονοκεφάλους, αϋπνίες, κρυάδες, τρέμουλα και ταχυπαλμίες. Μα δεν ήταν στο χέρι του. Γιατί το χέρι του, ήτανε το χέρι της. Και το χέρι της τώρα θα το προσέφερε σε χειραψία συμφωνίας στην πιο σπουδαία απ' όλες θεραπεία. Θα άνοιγε πληγές στο κορμί της. Στο πρόσωπο, στην κοιλιά, στο στήθος, στην πλάτη. Τα ξυράφια τα φοβότανε- κι επίσης, δεν ήτανε πια και τόσο μέσα στη μόδα. Θα την εξέθεταν πιο πολύ απ' όσο θα μπορούσε να αντέξει. Όχι, καλύτερα, θα πλήρωνε να την πληγώσουν, να ανοίξουν τρύπες πάνω της, διαμέσου της, να απορροφήσει κάπως το υλικό κενό το άυλο, να ομορφύνει με στρας και με μπίλιες τώρα ένα πρόσωπο που έχασε την ομορφιά του από τα σκουλήκια που φυτρώσανε κάτω απ' το δέρμα. Στην πραγματικότητα, οι τρύπες και οι ζωγραφιές και όλες εκείνες οι ηθελημένες πληγές, δεν ήταν και τόσο ανόητες, όσο ήτανε συνειδητές. Θα μπορούσες να τις ονομάσεις και τέχνη άμα ήθελες. Αφού ήδη συμφώνησες στα ρούχα, στα αξεσουάρ χειρός και στις μπογιές ματιών και χειλιών. Είναι μονάχα ένα βήμα τους μπροστά. Άλλωστε με καταστροφή ξέρουμε μόνο να στολιζόμαστε και να στολίζουμε τις ώρες μας. Ασημικά να συρράψεις στη σάρκα, όμορφες μελανιές να φορέσεις στην πλάτη, φωτιά να καταπιείς, στάχτη να ανασάνεις, φόβο να σε εξιτάρει, πόνο να νιώσεις ζωντανός, αρρώστια πρωινή να σου θυμίσει πως ήσουνα υγιής το περασμένο βράδυ. Μόνο που, για εκείνη, βάραινε σα προδοσία. Ξεπουλούσε την πραγματικότητά της για μια ψευδαίσθηση, που ήδη γνώριζε την κάλπικη αξία της. Ξεγελούσε τον εαυτό της με ένα κόλπο ταχυδακτυλουργικό, που είχε η ίδια αποστηθίσει. Δεν είχε σημασία όμως. Ή, αν είχε, δεν το θυμόταν.

  "Λοιπόν, δεν ξέρω τι να σου πω. Νομίζω θα στα έλεγα όλα αν στο τηλέφωνο σε έπαιρνα να ακούσεις τη σιωπή μου. Χαώθηκα. Το 'χασα. Ναυάγησα. Τα σκάτωσα. Πώς το λένε. Παραιτήθηκα. Έτσι το λένε, υποθέτω. Και μου είναι δύσκολο να βρω λόγο να γυρίσω. Μοιάζει πλέον μακρινό, ίσως και λιγάκι ουτοπικό κάτι διαφορετικό. Κάτι συμβαίνει. Χάνω τον έλεγχο. Μου ξεφεύγω. Κάπου, κάτι, έσπασε. Ένα γρανάζι, ένα κόκαλο, ένα εγώ μου. Κάτι μέσα μου με τρώει και δεν μου δίνει καν το όνομά του, ή το τηλέφωνό του, έστω, να το βγάλω έξω για κάποιο άλλο φαγητό. Δεν έχει όνομα πραγματικό, νομίζω. Τουλάχιστον, όχι κάποιο υπαρκτό. Ίσως σε κάποια γλώσσα που δεν έμαθα ποτέ. Ίσως σε κάποια που κανείς ακόμη να μην άκουσε. Δεν το λένε καν κενό. Τουλάχιστον, όχι μόνο αυτό. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Αν ρωτήσεις, θα σου πω είμαι καλά. Δεν είναι ψέμα, φυσικά, είμαι καλά. Θέλω να πω, δεν είμαι τίποτα. Όποτε αν με το ζόρι θέλετε κάτι να είμαι, είμαι ό,τι θέλετε να είμαι. Ό,τι βολεύει πιο πολύ. Τι να σου πω. Καλύτερα δεν θα απαντήσω άμα με ρωτήσεις. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Αλλά στους ανθρώπους αρέσει να παίρνουν απαντήσεις. Κάνουν συλλογή από απαντήσεις και εθίζονται στις ερωτήσεις. Η δική μου συλλογή κάπου χάθηκε, κλάπηκε μπορεί, ή θάφτηκε, ή διαγράφηκε καταλάθος, μαζί με κάτι αναμνήσεις. Πέθανε. Και ό,τι με ρωτάτε, πρέπει πάλι απ΄την αρχή να το ερευνήσω, οπότε να είσαι υπομονετικός μαζί μου όταν θέλεις να ρωτάς. Ιδίως όταν περιμένεις όντως να απαντήσω. Βαρέθηκα και να ρωτάνε για να δίνω τη δική τους την απάντηση. Αλλά δεν έχω ούτε και τις έτοιμες, τις μασημένες τους. Χάθηκαν κι αυτές. Μαζί με όλα τ' άλλα. Δεν έχω ιδέα, πια. Κυριολεκτικά, στέρεψα κι από ιδέες, όχι μόνο ιδανικά. Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω τίποτα. Μην με ρωτάτε, καλύτερα. Η Γη είναι κυκλική για μένα αυτή τη στιγμή. Επίπεδη και στριφογυριστή. Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι."


Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2015

σύνταξη δεν βρίσκω και



διαλέγω τις λέξεις και
τις μειώνω σε αριθμό και 
τους κλέβω τις προτάσεις και 
μόνες τις αφήνω σαν κι εμένα και 
μετά

μετά τις κόβω στη μέση και 
μένουνε μετέωρα τα σύμφωνα χωρίς ένα φωνήεν και 
είναι οι λέξεις μου μισές και ποιος τώρα να τις καταλάβει και 
μετά
και μετά και 
μετά 

τις θρυμματίζω και μετά 
τις καταπίνω και πάλι μετά 
βήχω και 
λέω πως αρρώστησα και
δεν αρρώστησα 
μόνο
να

το σώμ' ανέλαβε να πάρει πάνω του την ευθύνη για 
τα κόκαλα που τρίζουν και για 
τα μάτια που δακρύζουν και για
τις νύχτες που δεν κοιμάμαι και 
τις μέρες που κάτω από το πάπλωμα ξεχνιέμαι και
δεν αρρώστησε το σώμα 
αρρώστησα 
εγώ αρρώστησα 
εγώ και 

και πέθανα 
πριν από μέρες ήταν η κηδεία, μα
σε κλειστό ήτανε κύκλο να μην προκληθεί κανένας πανικός γιατί
μαζευτήκαμε πολλές οι θανατικές ιστορίες και 
οι φανατικές κατηγορίες και 
τελικά μόνο το σώμα ήρθε και
θρήνησε, συνήλθε και επανήλθε 
κοντά σας και 
ό,τι με θέλετε μπροστά σας 
θα το έχετε και 

και θα ΄ναι σα 
να ήμουνα εκεί σα 
να μην ήμουνα στα αληθινά νεκρή και 

και πείστε το κι εκείνο πως είμαι ακόμα ζωντανή,

να έχει κάποιος απ' τους δύο μας να ελπίζει. 





πού να βάλω το μηδέν

μετράω

μετράω αντίστροφα.
χάνω το μέτρημα.
αριθμοί διαπερνούν τα μάτια μου.
αριθμοί γίνονται τα μάτια μου.
καίνε τα μάτια μου.
από την κούραση
ή από τον πυρετό
ή από εσένα
ή το ίδιο είναι
ή πάλι είμαι 
εγώ ο αριθμός
ή πάλι
είμαι
σε όνειρο
και όσο εδώ αρπάζουν και τα βλέφαρά μου
κάπου πιο έξω παραμένουν δροσερά 
και ασφαλή
και σκοτεινά 
και κρυμμένα
και 
σαν τη φωνή μου
παραλίγο πεθαμένα
μα όχι ακριβώς.


φωνές

έβαλα τις φωνές
στις φωνές
μες το κεφάλι μου
και αυτές εν τέλει μ' άκουσαν
και σώπασαν
ή τουλάχιστον
περίπου
δεν ουρλιάζουν τώρα
ούτε μου αφηγούνται ιστορίες τρόμου
ούτε και λιμάρουν τα νύχια τους στη λογική μου
μόνο
μείναν σα μια βαβούρα πίσω από τις λέξεις
αφήνουν μια ηχώ 
μετά από κάθε συνειρμό
και κάνουν πως δεν υπάρχουν
έτσι όπως βαραίνουν τη μέση μου
και εθίζουν το κορμί μου στην αδράνεια
και το πρόσωπό μου στην αφάνεια.


και φαντάσματα

έτσι πνιγμένη σε αντικατοπτρισμούς
σε μια τελευταία μου προσπάθεια
εύχομαι να σε κάνω κι σένα ένα φάντασμα
για να ταιριάξουμε κάπως τελικά
και τελικά κάπως να χαθούμε ο καθένας στην αόρατη μεριά του
σε πόλεις φτιαγμένες για ζωντανούς
με δρόμους κατεστραμμένους από φρικιά 
που δεν φαίνονται με τα φώτα ανοιχτά.


στο δρόμο

δρόμος δίχως τίτλο
κανένα τίτλο στο κεφάλι μου
δρόμος γνώριμος 
παραμένει ανώνυμος 
όσο κι αν κοιτάζω αριστερά και δεξιά

ξέρω πως κάπου είν' η θάλασσα

ξέρω πως η άσφαλτος θα έπρεπε κάπου να κατηφορίζει
και κάπου να μπορώ να δω κάποιο οικείο μου σημείο

ξέρω πως είμαι κοντά

ξέρω πως θα έπρεπε να ξέρω

αλλά δεν έχω ιδέα

έχω χαθεί
πέντε λεπτά μακριά απ' τον προορισμό μου
δεν καταλαβαίνω πού είμαι
προς τα πού κατευθύνομαι
πώς φαίνομαι 
όταν βαδίζω
όταν σε κάθε τρίτο βήμα τα πόδια μου τρεκλίζουν
και όταν 
έτσι όπως περνώ το δρόμο κοιτάζοντας από την αντίθετη μεριά
οι οδηγοί των αυτοκινήτων συνεχίζουν να με βρίζουν

αλλά πάνε μήνες τώρα
και προτιμώ να τα σπάσω τα τηλέφωνα
παρά να πέσω ξανά στην δική τους την ανάγκη.


κι αυτοκίνητα

πέθανα σήμερα
ήταν ένα από τα αυτοκινητιστικά που είχα φανταστεί
δεν έγινε ποτέ
και γι αυτό ποτέ
κανείς δεν κατάλαβε γιατί
κι όταν έσχισαν το σώμα μου στο χειρουργικό τραπέζι
βρήκαν στο στομάχι μου
θρυψαλάκια από καθρέπτη
και 
δέρμα από τα χείλη μου
και
παραισθησιογόνα
και
placebo, τελικά
και
χαρτί υγείας
και
φωτάκια δωματίου
και
εύληπτες σειρές
και
σειρές από γράμματα καμμένα
και 
καμμένα δάχτυλα
και
τοίχους από μαξιλάρια
και 
χαλασμένα ξυραφάκια
και
ραγισμένα ρολόγια χειρός
και 
όλα αυτά
σε μικρογραφίες
μέσα σε φωτογραφίες
θολές και παραποιημένες

όνειρο ήταν
κι αυτό όνειρο
περίεργο όλα πώς καταφέρνουν και χωράνε
με το ζόρι ανάμεσα σε κάτι στιγμιαίες νάρκες
πριν ξυπνήσω ξανά
μεσάνυχτα
και μετά πάλι ξημέρωμα
και μετά το μεσημέρι
και μετά πίσω στο κρεβάτι στις εφτά.


και όνειρα

σ' ένα άλλο είδα
πως μου κόψαν τα μαλλιά
και πολύ τρομοκρατήθηκα
όταν είδα το πρόσωπό μου άδειο
όταν είδα τα απομεινάρια μου γυμνά και άκομψα
όταν είδα όλη μου την ομορφιά πάνω σε κάτι χαμένες τρίχες
όταν θυμήθηκα ότι εγώ είχα ζητήσει το ψαλίδι
όταν ξύπνησα
και το ψαλίδι το είχαμε χαμένο
και το πρόσωπό μου συνέχιζε να είναι το ίδιο με το όνειρο
και τα μαλλιά μου ακόμη να καλύβουν το μισό κορμί μου.


και σώματα

το κορμί μου δεν αντέχει
την πίεση της μισάνοιχτης πόρτας
το μυαλό μου δεν αντέχει 
τους ανθρώπους

ευτυχώς δεν θα πάρει πολύ για να τους διώξει
μείναν λίγοι
και έμεινα λίγη
λιγότερη από ποτέ.





και δε μετράω τελικά

μετράω αντίστροφα
δεν ξέρω πού να βάλω το μηδέν
και καταλήγω να σκέφτομαι κάτι δεκαδικούς
που κάπως θα το πλησιάζουν.



οπότε γίνομαι ξανά μουγκή

γι αυτό σκορπάω παντού λέξεις


και επιλέγω να μένω μόνη

γι αυτό παίρνω τηλέφωνα, στέλνω μηνύματα, γράφω σε τοίχους


και σπάω σε κομμάτια

γι αυτό τραγουδάω στα πεζοδρόμια ολόκληρα τα κουπλέ


και είμαι εθισμένη στις κλειδωμένες πόρτες

γι αυτό φεύγω απ' το σπίτι


και νέκρωσα

γι αυτό δεν χρειάζεται να μαθευτεί η απουσία μου παραέξω μου 

Τρίτη, Μαρτίου 03, 2015

να αποτοξινωθώ

να αποστειρωθώ με οινόπνευμα
να καταπιώ κάρβουνα
να κάνω μπάνιο με βενζίνη
και να τρίψω με γυαλόχαρτο
όπως τις βάρκες που χουμε παρατημένες στο λιμάνι
να ανοίξω τρύπες σε όλα μου τα ρούχα
να ανοίξω τρύπες σε όλο μου το σώμα
να ανοίξω τρύπες
στο κεφάλι μου
και να γείρω λιγάκι προς το πλάι
να κατρακυλήσουν οι πέτρες και τα χρυσάφια
που μου μπλοκάρουν τη ροή των χρωμάτων 
από τον εγκέφαλο προς το πρόσωπό και προς τα χέρια

να ξύσω τον καπνό απ' τους πνεύμονες
να κάνω εμετό κάθε ποτό, κάθε γλυκό
να τεντώσω τις χορδές που βγάζουν τη φωνή μου
να περάσω ρεύμα ηλεκτρικό στις αρτηρίες μου
μήπως ξυπνήσω
κι αρχίσω να μισώ το κρεβάτι και την ασφάλειά του
κι αρχίσω να ξέρω ν' απαντώ στο πώς με κάνουν να χαρώ

ντάξει
η κατάσταση είναι καλή
κι εμείς καλοί
και οι γύρω άλλοι
και εγώ άλλη
και δεν είναι τίποτα τραγικό
πέρα από τις λέξεις μου

ντάξει
μουδιάζω μόνο πάλι
έτσι όπως χάνομαι 
ανάμεσα στους ανθρώπους
πίσω από τους τοίχους
στις γωνίες των αμφιθεάτρων
πέρα από τα κύματα
ή και σε απόσταση μιας αναπνοής από το κάθε κορμί ως το κοινό τασάκι

εντάξει
χαμένη, ναι
μα τελειωμένη δεν τ' αφήνω
από την τέφρα μου καθημερινά με ξαναχτίζω
σκορπάω το πρωί
και ψάχνω πριν τ' επόμενο ξημέρωμα μια-μια τις σκόνες μου μέσα στο δωμάτιο
κάτω απ΄το παρκέ
ανάμεσα στα κλειστά βιβλία
στην ανοιχτή ντουλάπα
και 
εντάξει
χαμένοι είμαστε κι εμείς
δεν χρειάζεται να δηλώσουμε την ήττα
τρομάζει ο έρωτάς μου τις σκέψεις σου
και τρομάζει η σιωπή μου τους αγνώστους
και τρομάζει η ανάσα μου τους φίλους
και τρομάζει η μορφή μου τον καθρέπτη
και τρομάζει ο καθρέπτης τη μορφή μου

χαμένοι είμαστε κι εμείς
δεν χαθήκαμε μαζί
κάπως θα έσμιξαν όμως τα υλικά
γίναμε εκρηκτικά
που σκάνε εναλλάξ
ανταλλάζουν δύναμη 
μοιράζουν κομματιασμένες σάρκες
και ανάμεσα στις πληγές
γίνονται πια πυροτεχνήματα
που βάζουν ξανά σε λειτουργία την καρδιά
και φορτίζουν τις χαλασμένες μπαταρίες μου με λάβα και με αίμα


να αποστειρωθώ
να αποτοξινωθώ
να αγαπήσω το χάος μου
όπως αγάπησα το δικό σου
και να σταματήσω να μετράω ώρες, μέρες, χρόνια και λάθη
σε μονάδα ενοχής
και σε κλίμακα γνωστού και νέου

να αποστειρωθώ
να αποτοξινωθώ
να καταπιώ τον εαυτό μου
και να στον φτύσω στο στόμα
να πνιγείς
να δεις 
πως μοιάζω απαλή
μα είμαι ουσία τοξική
στη σύνθεσή μου με τον κόσμο μας