Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

The girl of my dreams


ρώτησε έναν ειδικό
και έβγαλε μεζούρα

ρώτησε ένα παιδί

και της ζωγράφισε ένα λουλούδι

ρώτησε ένα γονιό

και τη βρήκε περιστέρι

ρώτησε κάποιο περαστικό

και θυμήθηκε μια αγαπημένη κούκλα

ρώτησε μετά έναν παλιό εραστή

και με σιγουριά την ονόμασε ποτάμι

ρώτησε τους φίλους

και την είπανε χρυσάφι

κοίταξε στον τοίχο

και της φάνηκε καθρέπτης




αναρωτιέμαι τι χρώμα θα σου μοιάζω
έτσι όπως με φαντάζεσαι κανένα βράδυ πριν ξαπλώσεις

αναρωτιέμαι αν θα μου πήγαινε,

αν θα τόνιζε τα χαρακτηριστικά μου,
αν θα μου σκοτείνιαζε τα εξογκώματα,
αν θα μ' άρεσε να βάφει το κορμί μου


αναρωτιέμαι καμιά φορά

πόσα χρώματα μπορεί να παίρνω
όταν με μετράνε
και υπολογίζουν τα έργα τέχνης τους
πριν τα πετάξουν


δεν ξέρω,

δεν ξέρω αν μου πάνε και καθόλου
τα χρώματα

δεν ξέρω

κι αν το μαύρο μου
τα καταπίνει όλα

έτσι, που και που


αναρωτιέμαι,

αν θα σου άρεσε να είμαι κάτι παραπάνω από απόχρωση
κάτι πιο πραγματικό από την αρμονία του ενός

αν θα το έβρισκες υπερβολικό

που μουτζουρώνομαι
σε κάθε γνωριμία μου με νέο χρώμα
και δεν έχω μάθει να φτιάχνω σχέδια γεωμετρικά
μόνο πιτσιλάω 
ό,τι βρω στο δρόμο μου


κάποιες μέρες,


όταν ρωτάω
κι όταν δεν
είμαι όμορφη

όταν μου απαντάνε

χωρίς να θέλω
ασχημαίνω 
κάπου στις γωνίες

και αναρωτιέμαι


αν θα φανταστώ ποτέ αρκετά
για να δω το περιστέρι τους

να είναι τα χρώματα

μοναχικά
όπως εγώ

να μην δένονται

με τις συγκρίσεις
και τα νούμερα

πώς να φαίνομαι
    μόνη   
χωρίς κανένα στα δεξιά
και καμιά στ' αριστερά μου

χωρίς στάνταρ

χωρίς ωραία

χωρίς ίσια



πώς να με θέλω
πώς να με ήθελα

αν δεν ήθελα τόσο

να με θέλουν

αν δεν ήθελα τόσο

να με θέλω.

πώς να μιλούσα

αν τα πίστευα τα λόγια μου,
αν πέθαινε το σωστό
και σκοτωνόταν από ασφυξία

το φυσιολογικό



αναρωτιέμαι καμιά φορά

τις μέρες εκείνες που ζαρώνω
και μου προκαλώ αηδία 
στο μέσα
και στο έξω

αν τον έχω μόνη μου τον εγωισμό

ή μου τον δώσαν δώρο στα πρώτα μου γενέθλια

αν μπορώ

όσα δεν κάνει

αν απεχθάνομαι

όσα μου πρέπει

αν έχει μείνει ίχνος μέσα

αν υπήρχε και ποτέ


όταν αναρωτιέμαι 

για τις μουσικές που με στολίζεις
δεν μπορώ
παρά να προβληματίζομαι
που δεν μπορείς να πέφτεις μέσα

μοιάζεις

νομίζω
με το μισό
που κοιμισμένη ερωτεύτηκα

ταιριάζεις

νομίζω
με την κοπέλα των ονείρων μου

όχι με εμένα


αυτή,

είναι όμορφη
είναι τέλεια
μεσ΄ την ατέλειά της

αυτή,

όχι εγώ

είναι όπως μου έμαθαν


αυτή,

δεν μου την έμαθαν ελεύθερη

δεν μου την έμαθαν αληθινή


και δεν είναι


και δεν είμαι





ρώτησε έναν άσχετο
και ξεκίνησε να τραγουδά
τον πρώτο στίχο που του ταίριαζε με τα μαλλιά της

ρώτησε κάποιο σοφό
και δεν κούνησε τα χείλη

ρώτησε τελευταίο τον καθρέπτη της
και παρέμεινε ένας καθρέπτης

I know, the last in line is always called a bastard




άσε με να σου δείξω

πώς να νοιάζεσαι,
πώς να μην ντρέπεσαι για την καρδιά σου,
και πώς να χάνεσαι μαζί μου

άσε με να σου δείξω,
γιατί δεν ξέρω να εξηγώ με λόγια,
πως κουράστηκα να κρατώ για τον εαυτό μου
και πώς είναι να μένω εδώ μόνη,
να ελπίζω σε ένα τυχαίο όνειρό σου που θα μυρίζει λίγο απ' το άρωμά μου

άσε με

να σου ζωγραφίσω με τα χέρια
τις λέξεις που δεν ξέρω να διαλέξω για να καταλάβεις
πώς είναι να μην φτάνω
και πώς να θυμάμαι στιγμές που ποτέ τους δεν γεννήθηκαν

Τετάρτη, Απριλίου 16, 2014

Τα κανονικά παιδιά - Τρύπες


Το ξένο σώμα
γεννήθηκε για να είναι ξένο.
Όχι για να υποφέρει στη διαφορά του,
αλλά για να σπάει τη μονοτονία του φυσιολογικού.




Το ξένο σώμα
γεννήθηκε για εμένα,
ειδικά εμένα, προσωπικά.
Γεννήθηκε για να μην γίνω ίδια εγώ,
ίδια με τους άλλους, ίδια με τους ίδιους.
Για να μην αρκεστώ.
Για να μην συνηθίσω
και ποτέ μου να μην μάθω.

Το ξένο
δεν γεννήθηκε στ' αλήθεια ξένο,
την κέρδισε τη διαφορά του
για να θυμίζει πως το έπαθλο υπάρχει.





Από μικρή ψάχνω για τους ξένους,
από μικρή ψάχνει το διαφορετικό μου συντροφιά,
να μην νιώσει υπερβολική τη μοναξιά και μου ξεφύγει όπως θα μεγαλώνω.

Οι ξένοι για μένα είναι ένας λόγος, παράλογος, 
στον κόσμο της στυμμένης λογικής.
Είναι ένας λόγος για το αλλιώς,
για το όνειρο το αφελές,
για το όνειρο που δεν του φτάνει, θέλει κι άλλο.

Από μικρή, ονειρευόμουν να γίνω επαναστάτης.
Ξεπέρασα το θαυμασμό του πειρατή και του πολεμιστή,
από μικρή άρχισα να ψάχνω του αθόρυβους,
που με τα μάτια τους παλεύουν.

Από μικρή,
μοιάζω ξένη,
και τους ξένους ψάχνω,
στους ξένους στηρίζομαι,
γιατί αυτοί πρώτοι είναι μια απόδειξη
πως αν το θες, μπορείς να γίνεις άλλος.
Κι ας σε χτυπάνε οι κανόνες τους,
κι ας σου είναι στενές οι αίθουσες
και ας είναι οι άνθρωποι κουφοί πολλές φορές και τυφλωμένοι.

Το ξένο σώμα
γεννήθηκε για να είναι ξένο.
Για να ζήσει ξένο
και ξένο να πεθάνει.


Γιατί, το ξένο το σώμα,
το ξένο ανάμεσά τους,
είναι για μένα μια ελπίδα.
Είναι το χρώμα,
που ανταγωνίζεται το γκρίζο.
Είμαι εγώ... 
Θα μπορούσα να είμαι.
Θα μπορούσα να είμαι και κάτι παραπάνω,
μονάχα όμως πίνοντας νερό απ' τον ιδρώτα του.


Το ξένο σώμα
δεν κατάλαβε κανείς γιατί ένιωσε έτσι
κι αυτό σταμάτησε να συζητά,
του 'κλεισε το στόμα η απογοήτευση
που είχε γευτεί χρόνια πια
και στη συνήθεια που πάλευε, είχε συνηθίσει.
Αυτό ήταν,
είχε συνηθίσει πια,
είχε συμβιβάσει τη ζωή του,
είχε παγιδευτεί στα πρότυπα
και ζούσε πια περισσότερο στα χαρτιά.

Όμως, 
ταλαιπωρημένο,
ηττημένο,
ακόμη είχε νικήσει.
Είχε μείνει,
είχε αφήσει το στίγμα του
σε μια μικρή, πολύ μικρή ιστορία.
Σε μια μικρό, πολύ μικρό κομμάτι ενός μεγάλου όλου.
Μα δεν είχε πάει χαμένη η φωνή του.

Το ξένο σώμα
δεν είναι ξένο.
Ο κόσμος του είναι.
Και χωρίς ξένους, ξένος θα μείνει.

Κυριακή, Απριλίου 13, 2014

Εγώ δεν είμαι





Τι να της πεις, που έχει εθιστεί στο δράμα.
Που μάθανε να την ταυτίζουν στο μαύρο,
κι ας του βρίσκουν ομορφιά.
Τι να της πεις, τι να καταλάβεις,
δεν έχει.
Τι έχει, τι έχει μείνει,
δεν έχει, πια.





Χαμογελούσε όταν βρήκε τελικά τις λέξεις. "Εγώ δεν είμαι".
Αυτό, το αιώνιο πρόβλημά της, τελικά κατάφερε, 
με μερικά χρόνια καθυστέρηση, να το εξηγήσει.
Δεν ήταν είπε, και τι να της πεις κι εσύ τώρα, αφού δεν ήταν.
Μόνο να κοιτάξεις στο δρόμο θα μπορούσες,
να χαθείς στα αυτοκίνητα, να την αφήσεις κι εκείνη να χαθεί.
Πώς να σωθεί από το χάος, 
από έναν ολόκληρο κόσμο,
τόσο λεπτομερή που μόνο αληθινός θα μπορούσε να είναι.
Αληθινός για κείνη,
ψεύτικος για τους περαστικούς,
ψεύτικος για τους πραγματικούς,
δεν ταιριάζει σε όνειρα του μέλλοντος,
ούτε σε αναπολήσεις,
μόνο στο παρόν.
Ένα άλλο παρόν, δικό της, καταδικό της, καταδικασμένη την είχε,
σε ένα σύμπαν παράλληλο,
να επιβεβαιώνει τους φόβους του πατέρα της.
Χάθηκε η κόρη του,
την κλέψαν τα βιβλία της,
φυλακίστηκε στη φαντασία της
και την έπλασε τόσο καλά που να νικάει το τώρα.

Τι να της πεις,
που έμαθε να κλείνεται,
που όταν ανοίγεται νιώθει ενοχές για τον εκτεθειμένο εαυτό της,
που μόνο στο κενό όταν κοιτάει ζει πραγματικά.
Τι να της πεις,
τι να μου κι εσύ μπαμπά,
που τελικά είχες δίκιο, μόνο που δεν το ήξερες πως τώρα σε επιβεβαιώνω.
Δεν με ξέρεις κι εσύ,
από λέξεις πιάνεσαι και νομίζεις με μαθαίνεις,
μα οι λέξεις είναι μόνο επιλεκτικές,
μόνο μερικές από αυτές που παλεύουν στο κεφάλι μου.
Μόνο οι επιφανειακές βγαίνουν,
αυτές που ξέρω να εξηγήσω λίγο καλύτερα,
γιατί είναι πιο εύκολες να τις αντέξω.

Μπαμπά,
μην φοβάσαι για εμένα,
το κάνω εγώ αυτό.
Μόνο μην νομίζεις πως με ξέρεις,
γιατί δεν βρήκα ακόμη άνθρωπο που να διαβάζει τη σιωπή μου
κι αυτή μιλάει πιο δυνατά από εμένα.

Τι να της πεις τώρα,
που έμαθε να δέχεται,
να καθυσηχάζεται
και να περνά τον χρόνο της στο ψεύτικο.

Δεν έχει κάτι για να πεις,
άστη,
θα ξυπνήσει, όταν θα είναι πλέον αργά
και θα έχει ξεμείνει από επιλογές.

Ακόμη και το όνειρο,
αρχίζει να κουράζει.