Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2012

'The call'


Φεύγουν οι άνθρωποι, γίνονται σκόνη αναμνήσεων,
ενώ εσύ ακόμη ψάχνεις την υφή τους.
Γίνονται μέρος των ασταμάτητων κύκλων,
που τείνουν προς το χάος ή την ισορροπία
και χάνονται τροχιά την τροχιά.
Πέφτουν οι άνθρωποι κι έρχονται,
σαν πεφταστέρια,
που κατεβαίνοντας εκπληρώνουν ευχές
και μετά συνεχίζουν το ταξίδι τους,
αφήνοντας τα νέα σου όνειρα μισά.

Κι εσύ, τι είσαι;
Είσαι το φεγγάρι, παρατηρητής του κυνηγητού,
ή μήπως νομίζεις δεν είσαι κι εσύ μέρος του,
αστερόσκονη σκορπισμένη σε παρελθόν, παρόν και μέλλον;
Κι αν ήταν στο χέρι μας να διαλέξουμε,
θα επιλέγαμε τη μοναξιά;
Μόνο και μόνο για να γλυτώσουμε τον πόνο,
θα τη συνηθίζαμε και θα την κάναμε τρόπο ζωής;
Θα απορρίπταμε τους άλλους έναν έναν,
ώσπου να απορρίψουμε τελείως και τους εαυτούς μας;


ΧΑΛΙΝΑΡΙΑ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΗ Αρχή

 Περιμένοντας το τέλος. Τελεία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Μπαλόνια

 Κοίταξε το πάτωμα και αναστέναξε στα κλεφτά κοιτώντας το ξεφτισμένο της ρολόι. Τικ τακ, τικ τακ. Μία είχε πάει η ώρα, τι έκανε ακόμη εκεί; "Έλα, πάμε!" την έσπρωξε τότε η Γαβριέλα χαμογελώντας. Ανηφόρησαν σιωπηλές το διάδρομο, με τις σκέψεις της να έχουν ξεφύγει και πάλι μακρυά. Πλησιάζοντας, τα μάτια της καρφώθηκαν στην πόρτα και καθώς συνέχισε ευθεία προς το δρόμο, φωνές της απέσπασαν την προσοχή. Έστριψε το κεφάλι της και, εντελώς ξαφνιασμένη, βρέθηκε να κουτουλά. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί που είχε χτυπήσει, όταν πρωτοείδε τα μπαλόνια. Πολύχρωμα, φωτεινά, δεν ταίριαζαν καθόλου με το πνεύμα της. Ξαφνικά ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα της. Γενέθλια. Δεν ένιωθε καθόλου διαφορετικά, όπως κάποια άλλη χρονιά ίσως να περίμενε, κι έτσι με το ζόρι επανέφερε την πληροφορία στο κεφάλι της. Γενέθλια, μπαλόνια, χρώματα, κόσμος...



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Το Κορίτσι που Δεν Ενθουσιάζεται με Τίποτα

 Έκανε μερικά βήματα διστακτικά προς τα μπαλόνια και ακολουθώντας τα, με το βλέμμα της έπεσε πάνω στους φίλους της, τους γνωστούς αγνώστους. Δεν το περίμενε αυτό. Ήταν μια περαστική άλλωστε από εκείνο το μέρος, μια ξένη. Αυτό ήξερε, αυτό ένιωθε, αυτό είχε συμφωνήσει με τον εαυτό της υποσυνείδητα. Δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα οι εκπλήξεις, τίποτα όμορφο πέρα από τα καθορισμένα. Θα γύριζε σπίτι της, όπως κάθε μέρα, θα έπεφτε με τα μούτρα στο κρεβάτι, όπως κάθε μέρα και, όπως κάθε μέρα, θα σηκωνόταν αργά μετά από πολλές ώρες παρατήρησης του κενού, για να κάνει μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, να θυμώσει ξανά με τον εαυτό της που δεν έκανε τίποτα χρήσιμο όλη μέρα και να ξαναπέσει, άυπνη, πάλι στο κρεβάτι. Μετά θα σηκωνόταν καθυστερημένη το επόμενο πρωί και ντυμένη όπως-όπως θα έφευγε για το σχολείο. Αυτή ήταν η μίζερη καθημερινότητα που είχε υποβάλει στον εαυτό της, κι έτσι ούτε που είχε ευχηθεί για κάτι διαφορετικό. Κι όμως τώρα, σιγά σιγά έβγαινε κάποιο νόημα. 
-Ένιωσε κάτι να πιέζει επιθετικά το κεφάλι της.-
 Εκείνοι, ακάθεκτοι συνέχιζαν να τραγουδούν γιορτινά με ενθουσιασμό, κουνώντας στα χέρια τους ρυθμικά μια τούρτα. Κοιτούσε τη φλόγα υπνωτισμένη καθώς θυμόταν μια συζήτηση που είχαν κάνει πρόσφατα μέσα στην τάξη. Παρωπίδες. Είχε κι εκείνη τις δικές της, τις κουβαλούσε μαζί της χωρίς να το καταλαβαίνει, ώσπου με το πρώτο τους σπάσιμο χαλάρωσαν και έπεσε πάνω τους. Προκατειλημμένη μέσα στην μοναξιά της δεν τις ένιωθε καν. Ποιός ξέρει πότε θα καταλάβαινε υπό άλλες συνθήκες το κακό που προκαλούσε μόνη της σε εκείνη! Μα το θέμα τώρα πάνω απ' όλα ήταν, αφού το είχε μάθει, τι θα έκανε;
  Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσβησε το κερί, κάνοντας μια άχρηστη ευχή. Δεκαέξι. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία. Για εκείνη ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, για εκείνη, την ξένη, την μίζερη. Για εκείνη που ίσα ίσα που χαμογέλασε αχνά. Η φωτιά τρεμόπαιξε και έσβησε, αφήνοντας ελάχιστο μαύρο καπνό να κυματίζει από πάνω της. Δεν είχε όμως χρόνο να θαυμάσει το σχηματισμό. Τους κοίταξε όλους έναν-έναν και άρχισε να τους φιλά, μέσα στο τρέμουλο ξεχνώντας ποιους έπιανε και ποιους άφηνε."Δεν είναι και πολύ χαρούμενη ε;" άκουγε ψιθύρους ενώ συνεχίζοντας, ένιωθε το πρόσωπό της κλειδωμένο. Και ενώ όλοι είχαν φτάσει εκεί ζητώντας μονάχα μια αντίδραση, ήταν σίγουροι πλέον πως είχαν αποτύχει. Γιατί ήταν το κορίτσι που δεν ενθουσιάζεται ποτέ με τίποτα, αλλά αυτοί που να το ξέρουν; 



      







Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2012

"Στη σημασία που δίνεις στα πάντα εσύ"

Είμαι κλεισμένη σε ένα κουτί.
Σκοτεινό, μικρό και γερό,
που τάχα το παίζει δικό μου.

Γύρω μπαίνει φως ελάχιστο,
από σχισμές λεπτές, 
σχηματίζει κουκκίδες πάνω στα ρούχα μου,
στην τύχη διαλεγμένα, φαρδιά και άχαρα
ειδικά για την περίσταση.
Οι ακτίνες με ακουμπούν, μα δεν με ζεσταίνουν.
Διαπερνούν μέσα απ' τις τρύπες που ολόγυρα 
σχηματίστηκαν για να με κρατήσουν σε ζωή, φαίνεται.
Ίσα ίσα, για να αναπνέω.

Βουητά περνούν από τις χαραμάδες
και νομίζω που και που αναγνωρίζω φωνές.
Ναι, σε εμένα μιλούν.
Δεν το ρισκάρω να βγάλω φωνή συχνά όμως,
αφού πολλά περιθώρια απώλειας δύναμης και αέρα δεν έχω.
Κι έτσι εγώ ακούω,
όσο περιμένω να περάσει η ώρα,
ακούω- μα δεν βρίσκω απαντήσεις.
Αποσπάται εύκολα η προσοχή μου, βλέπεις
και άθελά μου, μέσα, τα ντεσιμπέλ ξεπερνούν τις έξω συζητήσεις.
Χάνομαι...

Να 'ναι άραγε κι αυτοί απ' έξω
σε δικά τους κουτιά;
Υποθέτω για τον καθένα η φυλακή διαφέρει,
σε μορφή, αίσθηση, δεσμά.

Από πουθενά δεν βρίσκω πόρτα.
Ούτε καν την κλειδαριά δεν νιώθω, 
ψηλαφώντας διστακτικά.
Θα έπρεπε να υπάρχει κλειδαριά, σωστά;
Αλλιώς τι κλειδί να προσπαθήσω να βρω;

Νομίζω ακούω βροχή...

Δεν είναι τόσο άσχημα εδώ μέσα.
Υποφερτά θα έλεγα.
Μα, δεν μου είναι αρκετό
και δεν ξέρω αν θα έπρεπε.

Και ενώ, η αλήθεια είναι,
ποτέ δεν σε άφησα πίσω,
όταν τελικά σε συναντώ,
μακρυά πλέον απ' το κουτί μου,
με πιάνεις απροετοίμαστη.
Πραγματοποιείς τις σκέψεις μου μια-μια,
λες και σε όνειρο βρίσκομαι
και αμέσως μου θυμίζεις κάτι που είχα θάψει
βαθιά μες την απουσία σου:

Η μιζέρια μου, σε τρέμει.
Αλήθεια στο λέω, κοντά σου εξαφανίζεται
και για λίγο, χάνω κάθε της ίχνος.
Έστω για λίγο κ' αρκεί.
Έχω προλάβει να γίνω το πιο δυνατό μου εγώ,
το πιο χαρούμενο,
το καλύτερό μου εγώ.

Έχω προλάβει, και πεισμώνω,
γυρνάω πίσω και ανοίγω με τα νύχια μου
σχισμές στο κουτί μου,
νιώθω τα μάτια σου πάνω μου
-όπως πάντοτε, περιμένοντας την αντίδρασή σου-
και έτοιμη να αντιμετωπίσω το σκοτάδι,
βρίσκω φως.

Οι σκιές μου τρεμοπαίζουν,
οι φόβοι μου κρύβονται.
Όσο υπάρχεις εσύ.


Σάββατο, Σεπτεμβρίου 01, 2012

Αναμνήσεις ξένες

Πόσες φορές έπαιξε αυτή η σκηνή στο μυαλό μου,
με τα ίδια ακριβώς λόγια,
τον ίδιο κόμπο στο στομάχι
και τα μάτια το ίδιο θολά από τα δάκρυα.
Πόσες φορές πίσω από τα ματόκλαδά μου το είδα,
το πόνεσα και το άφησα ξανά να φύγει,
μέχρι που τελικά η σκηνή έγινε πραγματική.
Μόνο που εγώ δεν ήμουν εκεί,
φυσικά και δεν ήμουν.
Μέσα από τα λόγια της σε κοίταξα,
τόσο καθαρά είδα την κάθε σου κίνηση,
την κάθε σου έκφραση
και τόσο έντονα ένιωσα την ανάγκη να ήμουν εκεί,
να σε ζήσω, έστω για εκείνα τα λίγα λεπτά,
λίγα ακόμη λεπτά κοντά σου,
μια τελευταία ίσως ευκαιρία να σου μιλήσω πραγματικά,
πέρα από τα λόγια τα τυπικά.
Μια ευκαιρία που έχασα
και που τουλάχιστον, σε ένα κρατήθηκα,
ότι με θυμήθηκες,
κι ακόμη κι αν μόνο το όνομά μου είπες,
αυτό θα πρέπει να μου φτάσει.
Να αρκεστώ στις εικόνες που μου μεταφέρει,
γιατί ξέρω πως είναι η καλύτερή μου επιλογή,
που σε παρατηρεί περισσότερο
και σε προσέχει,
που χαίρομαι τόσο που έστω εκείνη είναι εκεί.
Να προσπαθεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα,
να έχεις ένα στήριγμα που αγαπάς,
ενώ εγώ είμαι μακριά και μονάχα με τη σκέψη μου σε φτάνω.
Ξέρω, ένας άλλο χρόνος τέτοιος σχεδόν έφτασε,
να φοβάμαι πως μου γλιστράς,
να σε νιώθω αλλού
και να σε φαντάζομαι μόνο μέσα από αναμνήσεις ξένες.
Δικές μου να τις κάνω σα να ήμουν εκεί,
σε μια γωνιά εσένα να χαζεύω,
ενώ περνούν οι μέρες, οι μήνες
και, άθελά σου, απομακρύνεσαι.
Όμως, όπως κι αν έχει,
πάντα μαζί μου θα σε κουβαλώ
και για μερικές στιγμές κοντά σου μόνο
το βάρος της αναμονής θα το αντέχω...