ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η Αρχή
Περιμένοντας το τέλος. Τελεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Μπαλόνια
Κοίταξε το πάτωμα και αναστέναξε στα κλεφτά κοιτώντας το ξεφτισμένο της ρολόι. Τικ τακ, τικ τακ. Μία είχε πάει η ώρα, τι έκανε ακόμη εκεί; "Έλα, πάμε!" την έσπρωξε τότε η Γαβριέλα χαμογελώντας. Ανηφόρησαν σιωπηλές το διάδρομο, με τις σκέψεις της να έχουν ξεφύγει και πάλι μακρυά. Πλησιάζοντας, τα μάτια της καρφώθηκαν στην πόρτα και καθώς συνέχισε ευθεία προς το δρόμο, φωνές της απέσπασαν την προσοχή. Έστριψε το κεφάλι της και, εντελώς ξαφνιασμένη, βρέθηκε να κουτουλά. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί που είχε χτυπήσει, όταν πρωτοείδε τα μπαλόνια. Πολύχρωμα, φωτεινά, δεν ταίριαζαν καθόλου με το πνεύμα της. Ξαφνικά ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα της. Γενέθλια. Δεν ένιωθε καθόλου διαφορετικά, όπως κάποια άλλη χρονιά ίσως να περίμενε, κι έτσι με το ζόρι επανέφερε την πληροφορία στο κεφάλι της. Γενέθλια, μπαλόνια, χρώματα, κόσμος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Το Κορίτσι που Δεν Ενθουσιάζεται με Τίποτα
Έκανε μερικά βήματα διστακτικά προς τα μπαλόνια και ακολουθώντας τα, με το βλέμμα της έπεσε πάνω στους φίλους της, τους γνωστούς αγνώστους. Δεν το περίμενε αυτό. Ήταν μια περαστική άλλωστε από εκείνο το μέρος, μια ξένη. Αυτό ήξερε, αυτό ένιωθε, αυτό είχε συμφωνήσει με τον εαυτό της υποσυνείδητα. Δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα οι εκπλήξεις, τίποτα όμορφο πέρα από τα καθορισμένα. Θα γύριζε σπίτι της, όπως κάθε μέρα, θα έπεφτε με τα μούτρα στο κρεβάτι, όπως κάθε μέρα και, όπως κάθε μέρα, θα σηκωνόταν αργά μετά από πολλές ώρες παρατήρησης του κενού, για να κάνει μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, να θυμώσει ξανά με τον εαυτό της που δεν έκανε τίποτα χρήσιμο όλη μέρα και να ξαναπέσει, άυπνη, πάλι στο κρεβάτι. Μετά θα σηκωνόταν καθυστερημένη το επόμενο πρωί και ντυμένη όπως-όπως θα έφευγε για το σχολείο. Αυτή ήταν η μίζερη καθημερινότητα που είχε υποβάλει στον εαυτό της, κι έτσι ούτε που είχε ευχηθεί για κάτι διαφορετικό. Κι όμως τώρα, σιγά σιγά έβγαινε κάποιο νόημα.
-Ένιωσε κάτι να πιέζει επιθετικά το κεφάλι της.-
Εκείνοι, ακάθεκτοι συνέχιζαν να τραγουδούν γιορτινά με ενθουσιασμό, κουνώντας στα χέρια τους ρυθμικά μια τούρτα. Κοιτούσε τη φλόγα υπνωτισμένη καθώς θυμόταν μια συζήτηση που είχαν κάνει πρόσφατα μέσα στην τάξη. Παρωπίδες. Είχε κι εκείνη τις δικές της, τις κουβαλούσε μαζί της χωρίς να το καταλαβαίνει, ώσπου με το πρώτο τους σπάσιμο χαλάρωσαν και έπεσε πάνω τους. Προκατειλημμένη μέσα στην μοναξιά της δεν τις ένιωθε καν. Ποιός ξέρει πότε θα καταλάβαινε υπό άλλες συνθήκες το κακό που προκαλούσε μόνη της σε εκείνη! Μα το θέμα τώρα πάνω απ' όλα ήταν, αφού το είχε μάθει, τι θα έκανε;
Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσβησε το κερί, κάνοντας μια άχρηστη ευχή. Δεκαέξι. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία. Για εκείνη ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, για εκείνη, την ξένη, την μίζερη. Για εκείνη που ίσα ίσα που χαμογέλασε αχνά. Η φωτιά τρεμόπαιξε και έσβησε, αφήνοντας ελάχιστο μαύρο καπνό να κυματίζει από πάνω της. Δεν είχε όμως χρόνο να θαυμάσει το σχηματισμό. Τους κοίταξε όλους έναν-έναν και άρχισε να τους φιλά, μέσα στο τρέμουλο ξεχνώντας ποιους έπιανε και ποιους άφηνε."Δεν είναι και πολύ χαρούμενη ε;" άκουγε ψιθύρους ενώ συνεχίζοντας, ένιωθε το πρόσωπό της κλειδωμένο. Και ενώ όλοι είχαν φτάσει εκεί ζητώντας μονάχα μια αντίδραση, ήταν σίγουροι πλέον πως είχαν αποτύχει. Γιατί ήταν το κορίτσι που δεν ενθουσιάζεται ποτέ με τίποτα, αλλά αυτοί που να το ξέρουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου