Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

Εν λευκώ

Τα φόρτωσα σε μένα όλα, τι περίεργο, τι παράξενο,
κι είπα τελικά σε χάνω από δική μου επιλογή,
σε αφήνω να φύγεις χωρίς να πας πουθενά.
Είπα τελικά σε νιώθω πως αλλού ανήκεις
και γι αυτό δικιά σου πια δεν θα μαι,
το 'ξερες δεν το 'ξερες πως ήμουνα ποτέ μου.
Είπα ξεθώριασες μέσα μου,
είπα έμεινα κενή σχεδόν,
απειλητικά λευκή
και όλα 'γιναν τόσο εύκολα που τρόμαξα.
Τρόμαξα κι έτρεξα στον καθρέπτη να βεβαιωθώ πως υπάρχω,
μα εκείνος δεν ήταν απόδειξη επαρκής
κι έτσι μέσα μου με σάρωσα σπιθαμή προς σπιθαμή
να βρω τι έμεινε πραγματικό, δικό μου μέσα.
Αν εσύ είχες φύγει, κι εγώ είχα ακολουθήσει,
το 'ξερα, το περίμενα,
το είδα και με τα μάτια μου
και είπα τότε μονάχα, ίσως καιρός του να ταν.
Όλα γίναν τόσο εύκολα που τρόμαξα.
Όλα γίναν τόσο κενά που ίσα που πρόσεξα πως ζω.
Η μυρωδιά σου πέθανε τη στιγμή που άφηνα κι εγώ την τελευταία μου πνοή
και το νεκρό μου σώμα πλέον σε πλησίαζε και δεν ριγούσε,
σε φιλούσε και δεν στέναζε,
σε αποχαιρετούσε και δεν πονούσε διόλου.
Είπα, τώρα τα πράγματα αλλάζουν,
μπήκα σ' άλλη εποχή κι η ώρα ήρθε να αγαπήσω διαφορετικά,
χωρίς περιορισμούς και χωρίς κανόνες.
Είπα, κάποιον άλλο θα αγαπήσω τώρα,
μα ακόμη και το ψυχραμένο μου μυαλό
δεν μπόρεσε να φτιάξει άλλη εικόνα.
Σε κοίταξα και είπα, για δες,
έφτασε η μέρα που σ'αγαπώ πιο λίγο κι από σένα,
για δες, λιγότερη είμαι και καθόλου δεν με νοιάζει.
Για δες...

Κι έτσι όπως έλεγα,
σε σκεφτόμουν και πάλι, μα δεν ένιωθα.
Κι είπα πως δεν ένιωθα τίποτα,
όχι για σένα,
όχι για μένα,
όχι γι άλλο κανένα
και με δυσκολία καταλάβαινα πως ζω.
Και τότε, είπα, θα περάσει κι αυτό,
όπως πέρασαν όλα,
μα τόσο φοβήθηκα πως κάνω λάθος.

Και τότε, είδα, εσένα ξανά,
εσένα παλιά, εσένα μέσα από τα μάτια μου τα ζωντανά
κι όχι ετούτα τα ξερά, τα στεγνά, ψεύτικα μάτια.
Είδα εσένα και θυμήθηκα.
Μου θύμησες να νιώθω,
μου θύμησες να πονάω, 
μου θύμισες να γελάω,
μου θύμισες ότι τα μπορώ.
Γιατί, επιτέλους...
Επιτέλους μου είχες λείψει, επιτέλους σ' είχα νιώσει.
Κι είπα, δεν έφυγες ποτέ.

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2013

JOKER

Σε εκείνο το σπίτι,
κοντά στη θάλασσα
-όχι εκείνη τη μαγευτική,
με το βαθύ της μπλε και τις πολύχρωμες αχτίνες.
Την άλλη,
με τα σκουπίδια,
με το χρώμα το γκριζωπό,
που κάτω από το φεγγάρι δεν λάμπει, αλλά θαμπώνει
και που κάθε της στάλα είναι ιδρώτας και δάκρυα κρυμμένα,
πιεσμένοι πόθοι, καλυμμένες σκέψεις και κουκουλωμένη οργή,
υπομονή, ψυχραιμία,
ψυχρότητα, ΣΙΩΠΗ, μοναχικότητα,
χορδές που σπάσαν και ενοχές.
Πολλές ενοχές, γεμάτο ενοχές
και γεμάτο ψέμματα, υποκρισία και γλοιώδης γελοιότητα.
Τόσα κι άλλα τόσα σκουπίδια.
Απομεινάρια από τσιγάρα φανταστικά,
στάχτες από μάσκες και σωροί από περηφάνεια,
κουρέλια που φόρεσαν άνθρωποι μήπως τους αλλάξουν,
κομματιασμένοι καθρέπτες,
δήθεν επαναστατικά πνεύματα,
φτιαχτά συναισθήματα,
κραυγές ανθρώπων που παριστάνουν πως πονούν, χωρίς να το κάνουν,
αδυναμία, δειλία, ψευτιά και ψευτιά και ψευτιά.

Από εκείνο το σπίτι
κοντά στη θάλασσα,
δεν περνά η ζέστη του ήλιου
και πόσο μάλλον σε ένα δωμάτιο τόσο κρύο,
που και το φως το ηλεκτρικό τρέμει να μπει
μήπως παγώσει και σβήσει.
"Σ' αυτό το σπίτι σήμερα κλαίω
και τίποτα δεν φτιάχνει.
Δεν φεύγει βάρος,
γιατί το βάρος είμαι εγώ.
Ό,τι απέμεινε από εμένα,
ό,τι δεν θυσιάστηκε για ευκολία,
ό,τι δεν πετάχτηκε από αφέλεια,
ό,τι δεν έσπασε τόσα χρόνια συμπιεσμένο από τη δειλία.




Σε αυτό το σπίτι κρυώνω
και τα σπασμένα πλακάκια στο πάτωμα
τρίζουν κι εγώ ακούω "Φύγε!",
μα καμιά διέξοδος δεν υπάρχει.
Ακόμη κι έξω, δεν ξεφεύγω,
γιατί το σπίτι δεν είναι κρύο, παρά μόνο όταν μένω εγώ μέσα του
και ο δρόμος δεν είναι μαύρος, παρά μόνο όταν εγώ τον περπατώ,
κι είναι μαύρος για μένα μόνο,
γιατί πρέπει και τον μοιράζομαι μαζί μου,
και με κουβαλώ
χωρίς να έχω κερδίσει το δικαίωμα να μου ανήκω.

Παρανομώ, όπως ποτέ άλλοτε δεν τόλμησα να πράξω,
όχι από υπακοή, αλλά από παραίτηση, συμβιβασμό.
Λόγια και ευχές γίνονται κομμάτια,
κι ότι απομένει το χτυπώ ώσπου να λυγίσει,
όπως λύγιζα κι εγώ ως τώρα, χωρίς να με χτυπήσει όμως κανείς.
Όχι αρκετά δυνατά για να αξίζει η κατάντια. Όχι...
Η μάνα καμαρώνει κι εγώ ουρλιάζω,
πέφτω με τα χέρια στους τοίχους μήπως σταματήσει,
βρίζω όπως μόνο μέσα μου έχω βρίσει
και φωνάζω με μια φωνή που κανείς δεν έχει ακούσει από μένα.
Τα κρυφά μου... χαρίσματα.

Υποκριτές δεν μου φταίνε τελικά,
εγώ τους άφησα και με φέραν εδώ,
να νομίζω φτάνω στ' αστέρια μ' ένα πήδημα
και να βρίσκομαι θαμμένη βαθιά στο χώμα.
Να νομίζω βλέπω
και να 'χω τα μάτια μου ασφαλισμένα.

Τα κομμάτια μου,
όσα δηλαδή θέλουν οι άλλοι
και πιστεύουν δικά μου είναι,
βαρέθηκαν το θέατρο του παραλόγου
και μ' αφήνουν όλα τους μαζί,
με εγκαταλείπουν κενή, αυθεντική,
να μην σκέφτομαι καν να προσπαθήσω να σκάψω το δρόμο μου προς τα πάνω.

Τεράστια χέρια μ' έχουν πιάσει,
με έχουν σχεδόν συντρίψει μέσα τους,
με πιέζουν και ασφυκτικά με σπρώχνουν μες τη χούφτα τους,
με σπρώχνουν προς εμένα.
Έτσι έλεγα, έτσι θέλω να 'ναι,
να μην μπορώ να αντισταθώ,
να πονώ για να μην μάχομαι,
να πονώ για να μην βλέπω πως μονάχα τα δικά μου χέρια φταίνε,
που δεν άρπαξαν ποτέ τους τίποτε,
δεν αγωνίστηκαν και δεν θα αγωνιστούν.

  Είναι τόσο άσχημα αυτά τα χέρια,
τόσο παιδικά, τόσο λεία, τόσο ακούραστα,
τόσο μικρά, τόσο ασήμαντα, τόσο άκακα,
τόσο απίστευτα ταιριαστά με το σύνολο
κι εγώ ούτε που τολμώ να τα μισήσω."

Σε εκείνο το σπίτι
κοντά στη θάλασσα,
κύμα δεν ακούγεται
κι οι πόρτες κλείνουν,
μα δεν κλειδώνουν,
για να κρατούν ζωντανό το φόβο της αποκάλυψης.