Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2012

when will my reflection show

τα χέρια της έτρεμαν
και μαζί με αυτά και ένα κομμάτι γυαλί
που κρατούσε μέσα σε αυτά γερά,
σχεδόν με θυμό, σχεδόν με μίσος

ένα γυαλί ψυχρό, παγωμένο και αιχμηρό
που μέσα του τα δάκρυά της φαίνονταν ψεύτικα
οι σκέψεις της θολές και τα όνειρά της χαζά

με μανία το κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει,
να δει αυτό που εκείνοι έβλεπαν μέσα του-
μέσα της

πόσο δύσκολο ήταν, και πόσο μάταιο
εκείνο που έμοιαζε με εκείνη ήταν μόνο ένα είδωλο-
ο αντικατοπτρισμός στη γυαλάδα των ματιών τους,
συχνά παραμορφωμένος από τα ραγίσματα

που και που ένωνε τα κομμάτια που έλειπαν
με κάτι λέξεις σιγανές, ντροπαλές
που τραγουδούσαν στα αυτιά της καθώς χάνονταν τα λόγια
και που εκείνοι άλλοτε  θα παραδέχονταν κι άλλοτε όχι

τους παρακολουθούσε να πιστεύουν στο είδωλο,
να το αγαπούν, να το μισούν ή να μην γυρίζουν καν να το κοιτάξουν
μα σε κάθε ιδέα που ρίζωνε μέσα τους,
έβλεπε τη διαφορά

εκείνη- εκείνη ήταν η διαφορά,
μια διαφορά από μόνη της,
αφελής και χαμένη από μικρή,
αλλόκοτη και αλλιώτικη από εκείνους

όλοι είναι, έτσι της έλεγαν
και το έβλεπε, το ένιωθε
ζούσε την ιδιαιτερότητα του καθένα γύρω της
και δεν τους αμφισβητούσε, ήταν ιδιαίτερη

είχε ένα ιδιαίτερο τρόπο να σκέφτεται,
έναν ιδιαίτερο τρόπο να κρύβεται,
να τυφλώνεται από την επιφάνεια,
να κρατάει αποστάσεις από όλους,
να κοκκινίζει μπροστά σε κόσμο,
να γυρίζει το κεφάλι στις αναποδιές,
να πιστεύει για τον κόσμο γύρω της.
έναν κόσμο ανύπαρκτο

ήταν δύσκολο να συμβαδίσει με τους άλλους,
έχανε το βήμα της, παραπατούσε
και όταν προσπαθούσε να πιαστεί από τους ώμους τους
τους έσερνε κι αυτούς πίσω 

κι όμως, το είδωλο δεν ήταν ψεύτικο
ήταν ένα κομμάτι της, ένα μεγάλο κομμάτι της
που έμοιαζε τόσο με εκείνη

                                             ή ίσως και όχι

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012

Τι θέλεις;


"Ένοχος!" ανακοίνωσε με στόμφο δικαστής.
 -Ένοχος; 
-Μάλιστα. Ένοχος, χωρίς αμφιβολία.
-Ποιο το έγκλημα;
-Ύπαρξη, αδιαφορία, σιωπή.
"Μα είναι απλά ένα παιδί!", φώναξε κάποιος από το πλήθος απελπισμένα. 
"Είναι παιδί μόνο όταν εγώ το θέλω να είναι!", αγρίεψε εκείνος. 
Το δικαστήριο γέμισε μουρμουρητά και ο δικαστής άρχισε να χτυπά με μανία το σφυρί του. 
Το παιδί είχε παγώσει και τα χέρια του έτρεμαν στην ιδέα της τιμωρίας που θα ακολουθούσε.
Όλη η φασαρία γύρω του για εκείνο είχε σβήσει. 
Άκουγε μία φωνή μονάχα-  τη δική της.
Έκλαιγε με σκυμμένο το κεφάλι, ντροπιασμένη. 
"Τι θέλεις;" του ψιθύρισε μόλις το έπιασε να την κοιτάει.
"Θέλεις να πονέσω εγώ στη θέση σου;"

Τρίτη, Ιανουαρίου 24, 2012

monster

"Θα βάλω μια φωτιά σε όλα
και θα αρχίζω να ουρλιάζω
να ακουστεί η φωνή μου για πρώτη φορά
να ελευθερωθεί η ψυχή μου για πρώτη φορά.

Δεν τα μπορώ άλλο τα κλειδωμένα συρτάρια
με τις πολύπλοκες κλειδαρότρυπες
και τα ανύπαρκτα κλειδιά
Θα τα σπάσω τα λουκέτα!
Θα τα κάψω, θα τα λιώσω!

Δεν είμαι εγώ όταν ξεχνάω
και δεν είμαι ούτε εκείνο που θα'θελα.
Θα γεμίσω ένα κουβά με μπογιά
και θα με καλύψω από πάνω μέχρι κάτω
μέχρι να μην με αναγνωρίζω ούτε κι ο ίδιος.

Φτάνει πια η υποκρισία,
την βαρέθηκα!
Και τώρα θα διαγράψω κάθε ίχνος μου
και θα με ξαναχτίσω τούβλο-τούβλο
πάλι απ' την αρχή.

Δεν θα ονειρεύομαι πλέον λίγο πριν κοιμηθώ
πως θα ήθελα να είμαι.
Θα τα σβήσω και τα όνειρα,
θα με σβήσω κι εμένα
και θα γίνω το τέρας που κρύβεται μέσα μου επιτέλους

Επιτέλους, ελεύθερος, επιτέλους, ένας ξένος, επιτέλους, ένα τίποτα, επιτέλους."

...και όντως η φωτιά εκείνη είχε ήδη αρχίσει να καίει μέσα στα μάτια του
και το στήθος του έβραζε καθώς της γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς άλλη λέξη.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2012

le passé


μ'αρέσει να σε βλέπω,
να σε νιώθω κοντά μου
γιατί μου θυμίζει πως είσαι αληθινή
και δεν κατοικείς μόνο σε κάτι όνειρα
 και κάτι αναμνήσεις που έχω φυλαγμένες 
στα πιο πολύτιμα συρτάρια του μυαλού μου

και κάθε φορά που φεύγεις σε χαζεύω
και σκέφτομαι πόσα βήματά σου θα χάσω
μέχρι να σε δω ξανά, μήνες αργότερα
και μέχρι να αναγνωρίσω και πάλι 
τις χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών σου
και τα μάτια σου που λάμπουν στη θύμηση του παρελθόντος

έχουν αλλάξει τόσα, και ξέρω πως όλα θα αλλάξουν και πάλι
μα δεν θέλω να σε χάσω
όχι κι άλλο, όχι πιο πολύ
ήδη θρηνώ τις στιγμές που περνώ χωρίς εσένα
και όσα χαμόγελα μένουν μακρυά από το πρόσωπό μου

χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένη,
αυτό μόνο μου δείχνει πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα
ακόμη κι αν πόνεσε,
ακόμη κι αν πονάει ακόμη που ζεις κάπου αλλού,
μια άλλη ζωή, αν και παράλληλα με τη δική μου

μα βιάζεσαι να φύγεις,
το μέρος που ανήκεις σε καλεί πίσω
και ίσα ίσα που προλαβαίνω να ακούσω μερικές λέξεις σου
για να τις θυμάμαι μέχρι να έρθεις για μερικές μέρες
και μετά να ξαναφύγεις,
αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι και να φοβάμαι
αν εκείνη η στιγμή που θα απομακρύνεσαι
θα είναι και η στιγμή που θα απομακρύνει 
και το κομμάτι σου που μένει ακόμη εδώ




άπελπις πόλις

  Σε μια πέτρινη πόλη, φτιαγμένη περισσότερο από πετραδάκια παρά από πέτρες, που ο αρχιτέκτονας εγκατέλειψε καιρό τη μοίρα της, οι νύχτες είναι τόσο μαύρες που στάζει πηχτό το σκοτάδι στα μάτια των κατοίκων της που παριστάνουν τους αδαείς και τους τα κλειδώνει, τυφλώνοντάς τους από τον κόσμο γύρω τους.
  Εκείνοι, παθητικοί, στέκονται σαν σκούρα αγάλματα που βουλιάζουν σε μια κινούμενη άμμο μόνο και μόνο για να αποφύγουν τη μπόρα που περιμένει πέρα από τα σύνορα της πόλης τους. Κυκλοφορούν με μάσκες στους δρόμους για να μην αποκαλύπτεται η πίσσα στο πρόσωπο μα δεν συνειδητοποιούν πως, κι εκείνοι, όλοι γύρω, το ίδιο λερωμένοι και υποκριτές είναι. Όλοι μαζί πρωταγωνιστούν σε μια παράσταση τόσο αναποφάσιστη που άλλοτε θέλει να μοιάζει με κωμωδία, κι άλλοτε με δράμα, ενώ τελικά καταλήγει παρωδία. 
  Εκείνοι, παθητικοί, συνεχίζουν να βουλιάζουν όσο η πόλη πέφτει. Ένα μάτσο τραπουλόχαρτα είναι και τίποτα παραπάνω. Ένα μάτσο τραπουλόχαρτα που στήθηκαν κάπως άτσαλα και βιαστικά από δύο χέρια ταλαίπωρα που προσπάθησαν να τα κάνουν να μοιάζουν με παλάτι και που τώρα αυτό, που πιο πολύ με πολυτελής καλύβα μοιάζει, με το παραμικρό αεράκι, γέρνει.
  Υπάρχουν φυσικά μέρη που η βροχή ξυπνά τα τριαντάφυλλα αντί να τα σπρώχνει πίσω στο χώμα, μέρη που οι άνθρωποι δεν χαμογελούν επειδή πρέπει, εκεί όπου ματιές που τυλίγονται στις φλόγες ανταλλάσσονται χωρίς να καίνε τις ψυχές και που τα δάκρυα των μικρών παιδιών δεν δηλητηριάζουν τα μάγουλά τους. Κάπου υπάρχουν, μα είναι μακρυά για τους απαθείς κατοίκους που δεν έμαθαν ποτέ να περπατούν πέρα από την σκουριασμένη καγκελόπορτα της άχαρης και ψεύτικης πόλης που το παίζει τάχα βασίλειο.
  Ο άνεμος όμως, αντίθετα με εκείνους, δεν δειλιάζει. Και ο χρόνος δεν διστάζει. Στα ξαφνικά θα έρθει -σύντομα απ' ότι λένε- η ώρα για νέο μοίρασμα φύλλων ενώ, ποιός ξέρει πόσα από αυτά θα παρασυρθούν από το μένος των αιόλων σε μέρες πιο εύκολες και πιο κενές. Μέρες παλιές.
                                               

Σάββατο, Ιανουαρίου 14, 2012

Ευχαριστώ

(I may be too long, but read me anyway)

Λέξεις,
κάποιοι ταχυδαχτυλουργοί έπαιξαν μαζί τους
ανάμεσα στις φλόγες και στη μουσική
μέχρι που κάποια παιδιά μια μέρα μες την απελπισία των απαιτήσεών τους
άρχισαν να τις πετούν στο κύμα.
Κάποιες τυλιγμένες με μπουκάλια,
κάποιες άλλες γυμνές να λιώνουν και να χάνονται στο βυθό.

Κι όμως,αυτές άντεξαν.
Άλλαξαν βέβαια,
ίσα ίσα που θα τις αναγνώριζε κανείς-
αν δηλαδή κανένας τις έψαχνε.

Πέρασαν στιγμές και στιγμές
και τελικά οι λέξεις βρέθηκαν ξανά πίσω στη στεριά.
Ένας ψαράς, κακόμοιρος και φτωχός
τις έπιασε καταλάθος στα δίχτυα του,
μπερδεμένες με μαργαριτάρια και ψάρια που σπαρταρούσαν.
Τις έπιασε ανάμεσα σε ομορφιά και θάνατο,
ανάμεσα σε πολυτέλεια και απόγνωση.

Ούτε που κατάλαβε πως βρίσκονταν εκεί.
Γέρος όπως ήταν δεν έβλεπε καλά.
Μόνο φτάνοντας πίσω στην μικρή του καλύβα
αντιλήφθηκε την παρουσία τους.

Δεν είχε ξαναδεί τίποτα τέτοιο ποτέ ξανά,
μα είχε περάσει πολλά στην δύσκολη ζωή του.
Δεν είχε τρομάξει μπροστά σε φουρτούνες και τέρατα,
δεν θα φοβόταν τώρα αυτές, είπε στον εαυτό του.

Αντίθετα, τις κράτησε κοντά του,
σα θησαυρό κρυφό στην αγκαλιά του
και τις φρόντισε σαν την οικογένεια που ποτέ του δεν απέκτησε.

Με τον καιρό οι λέξεις, που μετά την τραγική τους περιπέτεια
είχαν εξελιχθεί σε πολύ καχύποπτες και δειλές,
άρχισαν να εμπιστεύονται το γεράκο
μέχρι που μια νύχτα,
αποφάσισαν να του κάνουν ένα δώρο.
Θα του χάριζαν μια νέα ζωή.

Όλο το βράδυ μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν μεταξύ τους,
στριμώχνονταν και απλώνονταν για να χωρέσουν σε ένα παλιό και γνώριμο ρυθμό
και επιτέλους, το πρωί όλα ήταν έτοιμα.

Ήταν Σάββατο κι έτσι εκείνος ξυπνούσε αργά.
Αυτή άλλωστε ήταν η μόνη πολυτέλεια που άφηνε στον εαυτό του να έχει,
λίγες παραπάνω ώρες να ονειρεύεται την αγαπημένη του 'Τελεία',
την αδελφική ψυχή του που τώρα βρισκόταν μακρυά,
κυνηγώντας ένα μέλλον που την τρόμαζε όσο τρόμαζε και εκείνον το παρόν.


Μόλις άνοιξε τα μάτια του η 'Τελεία' ακόμη γύριζε στο μυαλό του
και μαζί μ' αυτή και οι λέξεις.
Θυμόταν εκείνη την ιστορία που συνήθιζαν να του λένε,
εκείνη που τον έκανε να ανυπομονεί κάθε φορά για τη συνέχεια,
εκείνη που είχε τόσο καιρό να ακούσει και που ευχόταν ψιθυριστά στην αγαπημένη του
να τον βοηθήσει να βρει την συνέχεια.


Αφού ο γέρος είχε πλυθεί και ετοιμαστεί για τη μέρα του,
οι λέξεις έτρεξαν στο δωμάτιο
και εκείνος σάστισε μπροστά στο πρώτο δώρο που λάμβανε ποτέ.
Άκουγε απορροφημένος την συνέχεια της ιστορίας
και κάπου εκεί, στο σημείο όπου ακούστηκε το όνομά του κατάλαβε τη δύναμή τους.
Εως κι εκείνη την στιγμή είχε αγαπήσει τις λέξεις
και είχε γοητευτεί από την απλή αλλά τόσο όμορφη και περιγραφική ιστορία τους
μα τότε μόνο συνειδητοποίησε τη μαγεία που έκρυβαν μέσα τους.

Χαμογέλασε και γεύτηκε την αλμύρα από τα δάκρυά του
και, έχοντας πλέον μαζί του την δύναμη των λέξεων, τράβηξε για το βουνό.
Στάθηκε στο πιο ψηλό σημείο όπου τα πόδια του τον πήγαιναν και τις φύσηξε μακρυά,
αφήνοντας τον άνεμο να τις παρασύρει και να μοιράσει το δώρο του με όλο τον κόσμο.

Και όντως, η ζωή του ήταν τώρα πιο γλυκιά.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012

so scared to step into this ride

Σε όλα σου τα όνειρα έχει μια θέση,
δίπλα σου, να σου κρατά το χέρι
ξεστομίζεις το 'εμείς' με ευχαρίστηση
και μοιάζει σα να τα ξέχασες όλα
όμως δύο γειτονικά μάτια μένουν ακόμη άγρυπνα τη νύχτα


πως μπόρεσα να είμαι τόσο τυφλή;
και πώς να το κάνω; πώς μου το ζητούν;
πώς να κουβαλήσω στην πλάτη και πάλι το βάρος,
ενώ το μάτια μου έχουν σφραγιστεί;
πώς να σου πάρω τη χαρά, πώς να σου κλέψω το στήριγμα;
γιατί πάντα εγώ;

δεν καταλαβαίνω, μπερδεμένοι ήχοι βουίζουν στα αυτιά μου
μα για να το λέει, κάτι θα ξέρει
και τότε η παράσταση έχει αρχίσει να βγαίνει εκτός ελέγχου

δειλιάζω, δεν είναι απλά μια αλλαγή
είναι μια πάλη, ένας αγώνας για εμένα,
κάτι που ποτέ ξανά δεν έκανα,
ποτέ ξανά δεν έζησα
και με τρομάζει

έρχεται, η φουρτούνα φτάνει
έτσι φαίνεται, αυτό λένε είναι που πρέπει
δεν κάνει να πιέζεις τον εαυτό σου,
δεν κάνει να τον υποβιβάζεις
μα μου το παν αργά


κι αν κάνεις λάθος; τι γίνεται τότε;
οι πόλεμοι είναι σκληροί, ιδιαίτερα αυτοί με τις λέξεις και τα δάκρυα

κι όλο ο χρόνος στενεύει, όλο και περισσότερες καρδιές χτυπούν άρρυθμα τώρα...