(I may be too long, but read me anyway)
Λέξεις,
κάποιοι ταχυδαχτυλουργοί έπαιξαν μαζί τους
ανάμεσα στις φλόγες και στη μουσική
μέχρι που κάποια παιδιά μια μέρα μες την απελπισία των απαιτήσεών τους
άρχισαν να τις πετούν στο κύμα.
Κάποιες τυλιγμένες με μπουκάλια,
κάποιες άλλες γυμνές να λιώνουν και να χάνονται στο βυθό.
Κι όμως,αυτές άντεξαν.
Άλλαξαν βέβαια,
ίσα ίσα που θα τις αναγνώριζε κανείς-
αν δηλαδή κανένας τις έψαχνε.
Πέρασαν στιγμές και στιγμές
και τελικά οι λέξεις βρέθηκαν ξανά πίσω στη στεριά.
Ένας ψαράς, κακόμοιρος και φτωχός
τις έπιασε καταλάθος στα δίχτυα του,
μπερδεμένες με μαργαριτάρια και ψάρια που σπαρταρούσαν.
Τις έπιασε ανάμεσα σε ομορφιά και θάνατο,
ανάμεσα σε πολυτέλεια και απόγνωση.
Ούτε που κατάλαβε πως βρίσκονταν εκεί.
Γέρος όπως ήταν δεν έβλεπε καλά.
Μόνο φτάνοντας πίσω στην μικρή του καλύβα
αντιλήφθηκε την παρουσία τους.
Δεν είχε ξαναδεί τίποτα τέτοιο ποτέ ξανά,
μα είχε περάσει πολλά στην δύσκολη ζωή του.
Δεν είχε τρομάξει μπροστά σε φουρτούνες και τέρατα,
δεν θα φοβόταν τώρα αυτές, είπε στον εαυτό του.
Αντίθετα, τις κράτησε κοντά του,
σα θησαυρό κρυφό στην αγκαλιά του
και τις φρόντισε σαν την οικογένεια που ποτέ του δεν απέκτησε.
Με τον καιρό οι λέξεις, που μετά την τραγική τους περιπέτεια
είχαν εξελιχθεί σε πολύ καχύποπτες και δειλές,
άρχισαν να εμπιστεύονται το γεράκο
μέχρι που μια νύχτα,
αποφάσισαν να του κάνουν ένα δώρο.
Θα του χάριζαν μια νέα ζωή.
Όλο το βράδυ μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν μεταξύ τους,
στριμώχνονταν και απλώνονταν για να χωρέσουν σε ένα παλιό και γνώριμο ρυθμό
και επιτέλους, το πρωί όλα ήταν έτοιμα.
Ήταν Σάββατο κι έτσι εκείνος ξυπνούσε αργά.
Αυτή άλλωστε ήταν η μόνη πολυτέλεια που άφηνε στον εαυτό του να έχει,
λίγες παραπάνω ώρες να ονειρεύεται την αγαπημένη του 'Τελεία',
την αδελφική ψυχή του που τώρα βρισκόταν μακρυά,
κυνηγώντας ένα μέλλον που την τρόμαζε όσο τρόμαζε και εκείνον το παρόν.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του η 'Τελεία' ακόμη γύριζε στο μυαλό του
και μαζί μ' αυτή και οι λέξεις.
Θυμόταν εκείνη την ιστορία που συνήθιζαν να του λένε,
εκείνη που τον έκανε να ανυπομονεί κάθε φορά για τη συνέχεια,
εκείνη που είχε τόσο καιρό να ακούσει και που ευχόταν ψιθυριστά στην αγαπημένη του
να τον βοηθήσει να βρει την συνέχεια.
Αφού ο γέρος είχε πλυθεί και ετοιμαστεί για τη μέρα του,
οι λέξεις έτρεξαν στο δωμάτιο
και εκείνος σάστισε μπροστά στο πρώτο δώρο που λάμβανε ποτέ.
Άκουγε απορροφημένος την συνέχεια της ιστορίας
και κάπου εκεί, στο σημείο όπου ακούστηκε το όνομά του κατάλαβε τη δύναμή τους.
Εως κι εκείνη την στιγμή είχε αγαπήσει τις λέξεις
και είχε γοητευτεί από την απλή αλλά τόσο όμορφη και περιγραφική ιστορία τους
μα τότε μόνο συνειδητοποίησε τη μαγεία που έκρυβαν μέσα τους.
Χαμογέλασε και γεύτηκε την αλμύρα από τα δάκρυά του
και, έχοντας πλέον μαζί του την δύναμη των λέξεων, τράβηξε για το βουνό.
Στάθηκε στο πιο ψηλό σημείο όπου τα πόδια του τον πήγαιναν και τις φύσηξε μακρυά,
αφήνοντας τον άνεμο να τις παρασύρει και να μοιράσει το δώρο του με όλο τον κόσμο.
Και όντως, η ζωή του ήταν τώρα πιο γλυκιά.
Λέξεις,
κάποιοι ταχυδαχτυλουργοί έπαιξαν μαζί τους
ανάμεσα στις φλόγες και στη μουσική
μέχρι που κάποια παιδιά μια μέρα μες την απελπισία των απαιτήσεών τους
άρχισαν να τις πετούν στο κύμα.
Κάποιες τυλιγμένες με μπουκάλια,
κάποιες άλλες γυμνές να λιώνουν και να χάνονται στο βυθό.
Κι όμως,αυτές άντεξαν.
Άλλαξαν βέβαια,
ίσα ίσα που θα τις αναγνώριζε κανείς-
αν δηλαδή κανένας τις έψαχνε.
Πέρασαν στιγμές και στιγμές
και τελικά οι λέξεις βρέθηκαν ξανά πίσω στη στεριά.
Ένας ψαράς, κακόμοιρος και φτωχός
τις έπιασε καταλάθος στα δίχτυα του,
μπερδεμένες με μαργαριτάρια και ψάρια που σπαρταρούσαν.
Τις έπιασε ανάμεσα σε ομορφιά και θάνατο,
ανάμεσα σε πολυτέλεια και απόγνωση.
Ούτε που κατάλαβε πως βρίσκονταν εκεί.
Γέρος όπως ήταν δεν έβλεπε καλά.
Μόνο φτάνοντας πίσω στην μικρή του καλύβα
αντιλήφθηκε την παρουσία τους.
Δεν είχε ξαναδεί τίποτα τέτοιο ποτέ ξανά,
μα είχε περάσει πολλά στην δύσκολη ζωή του.
Δεν είχε τρομάξει μπροστά σε φουρτούνες και τέρατα,
δεν θα φοβόταν τώρα αυτές, είπε στον εαυτό του.
Αντίθετα, τις κράτησε κοντά του,
σα θησαυρό κρυφό στην αγκαλιά του
και τις φρόντισε σαν την οικογένεια που ποτέ του δεν απέκτησε.
Με τον καιρό οι λέξεις, που μετά την τραγική τους περιπέτεια
είχαν εξελιχθεί σε πολύ καχύποπτες και δειλές,
άρχισαν να εμπιστεύονται το γεράκο
μέχρι που μια νύχτα,
αποφάσισαν να του κάνουν ένα δώρο.
Θα του χάριζαν μια νέα ζωή.
Όλο το βράδυ μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν μεταξύ τους,
στριμώχνονταν και απλώνονταν για να χωρέσουν σε ένα παλιό και γνώριμο ρυθμό
και επιτέλους, το πρωί όλα ήταν έτοιμα.
Ήταν Σάββατο κι έτσι εκείνος ξυπνούσε αργά.
Αυτή άλλωστε ήταν η μόνη πολυτέλεια που άφηνε στον εαυτό του να έχει,
λίγες παραπάνω ώρες να ονειρεύεται την αγαπημένη του 'Τελεία',
την αδελφική ψυχή του που τώρα βρισκόταν μακρυά,
κυνηγώντας ένα μέλλον που την τρόμαζε όσο τρόμαζε και εκείνον το παρόν.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του η 'Τελεία' ακόμη γύριζε στο μυαλό του
και μαζί μ' αυτή και οι λέξεις.
Θυμόταν εκείνη την ιστορία που συνήθιζαν να του λένε,
εκείνη που τον έκανε να ανυπομονεί κάθε φορά για τη συνέχεια,
εκείνη που είχε τόσο καιρό να ακούσει και που ευχόταν ψιθυριστά στην αγαπημένη του
να τον βοηθήσει να βρει την συνέχεια.
Αφού ο γέρος είχε πλυθεί και ετοιμαστεί για τη μέρα του,
οι λέξεις έτρεξαν στο δωμάτιο
και εκείνος σάστισε μπροστά στο πρώτο δώρο που λάμβανε ποτέ.
Άκουγε απορροφημένος την συνέχεια της ιστορίας
και κάπου εκεί, στο σημείο όπου ακούστηκε το όνομά του κατάλαβε τη δύναμή τους.
Εως κι εκείνη την στιγμή είχε αγαπήσει τις λέξεις
και είχε γοητευτεί από την απλή αλλά τόσο όμορφη και περιγραφική ιστορία τους
μα τότε μόνο συνειδητοποίησε τη μαγεία που έκρυβαν μέσα τους.
Χαμογέλασε και γεύτηκε την αλμύρα από τα δάκρυά του
και, έχοντας πλέον μαζί του την δύναμη των λέξεων, τράβηξε για το βουνό.
Στάθηκε στο πιο ψηλό σημείο όπου τα πόδια του τον πήγαιναν και τις φύσηξε μακρυά,
αφήνοντας τον άνεμο να τις παρασύρει και να μοιράσει το δώρο του με όλο τον κόσμο.
Και όντως, η ζωή του ήταν τώρα πιο γλυκιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου