Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2012

Σ'αγαπώ.

Όταν νιώθεις μοναξιά, τόσο συχνά,
να ξέρεις πως κάθε που εγώ,
τα βράδια που για τα πάντα σκέφτομαι,
εσύ είσαι πάντα εκεί,
στο κέντρο,
ενώ αλλάζουμε κι οι δυο
και δεν αλλάζει τίποτα άλλο ανάμεσά μας

Είσαι η πάντα μου,
η ό,τι-κι-αν-γίνει μου,
η διαφορετική μου αδερφή
που ακόμη κι αν δεν της μιλάω,
νιώθω πως ανοίγομαι πιο πολύ

Να θυμάσαι σε κάθε σου γενέθλια
πως η μέρα είναι ξεχωριστή
γιατί είσαι τόσο ξεχωριστή κι εσύ
και πως αν εσύ θα έπρεπε
να τα γιορτάζεις μια φορά,
εγώ θέλω να τα γιορτάζω δέκα

Μου λείπεις πολύ
εκεί ψηλά που πήγες,
για αυτό να σε προσέχεις,
όταν κάποιος άλλος δεν είναι εκεί
για να το κάνει


Κι αν τον έλεγχο μερικές φορές χάνεις,
δεν πειράζει.
Είσαι υπέροχη, όχι τέλεια.
Και οι ατέλειες είναι κι αυτές,
κατα κάποιο τρόπο,
όμορφες.


Πολύχρωμη,
γιατί αυτή είσαι,
το "Ουράνιο τόξο".

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2012

F*ck you brain.


Απλά....ένιωθε λάθος.
Κάθε κομμάτι του σώματός της το έδειχνε.
Η καρδιά της χτυπούσε ακατάπαυστα,
τα χέρια της έτρεμαν,
το πρόσωπό της είχε χλωμιάσει
και η φωνή της είχε κολλήσει κάπου πίσω στο λαιμό.
Μα, όλα τα μετέφραζε σε δειλία
και μέσα στο μυαλό της το χειμώνα έκανε άνοιξη
και έχτιζε όνειρα από το τίποτα.
Όνειρα τυφλά και ξένα.
Για κάποιον άλλο,
κάποια μεταλλαγμένη μορφή του εαυτού του.
Γιατί στην πραγματικότητα,
εκείνος ήταν κενός.. και πολύ πρόθυμος.

Και εκείνη;

Και η μαγεία;

Μύθος; Ή εκείνη δεν ταίριαζε στο ρόλο.


Μήπως όταν ζητούσες να είσαι ξεχωριστός, ζητούσες πάρα πολλά;

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2012

Wonderwall



"Τα μάτια είναι καθρέπτες της ψυχής."


Δεν μιλούν μήτε με λέξεις, μήτε με φθόγγους.

Μονάχα μια βαθιά διαίσθηση
 το βλέμμα που λιώνει τη φωτιά
το κάνει τόσο απλό για την ψυχή να κατανοήσει,
όσο περίπλοκο για τη γλώσσα να εξηγήσει.


                                     Η αγάπη δεν έχει λόγους και αίτια-
                                                       μονάχα αφορμές έχει.

Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2012

Obsession?



Ήταν αργά το απόγευμα, γιορτές, και τα μαγαζιά ήταν κλειστά.
Ένα κορίτσι με ένα παλτό πιο βαρύ απ' όσο φαινόταν να μπορεί να σηκώσει
ξεκίνησε να τρέχει μέσα στην παγωνιά, κάνοντας μικρές λακουβίτσες μέσα στο χιόνι,
για να φτάσει τελικά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου 
και να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι.


Στον δικό της τον κόσμο, το κρύο τρύπωνε μέσα από κάθε χαραμάδα,
ακόμη και μεσ' το σπίτι, με το τζάκι να σιγοκαίει 
και να μετατρέπει τα ξύλα σε μαύρο κάρβουνο.
Ήταν που τα δωμάτια ήταν ασφυκτικά γεμάτα,
κι εκείνη ήταν απελπιστικά μόνη, με τα κενά της σαν ανοιχτές πληγές,
να στέλνουν σουβλιές πόνου όποτε περνούσε κοντά τους ο άνεμος.
Είχε αποφασίσει λοιπόν πως εκείνος ο κόσμος, δεν της έκανε.
Ήθελε να δραπετεύσει, να φύγει μακρυά, έστω και για λίγο,
έστω κι αν κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν πώς θα έλειπε.


Μια φορά, τυχαία σχεδόν, καλοκαίρι, βρέθηκε μπροστά σε ένα βιβλίο.
Ξεσκισμένο στις άκρες, το εξώφυλλό του να στέκεται με κολλητική ταινία.
Αφού το ξεφύλλισε, ξεκίνησε να διαβάζει. Και να διαβάζει και να διαβάζει...
Το βιβλίο σιγά σιγά τελείωνε κι εκείνη βρισκόταν όλο και πιο μακρυά,
να βυθίζεται μέσα του και να βιώνει χίλια συναισθήματα σε κάθε σελίδα-
αγωνία, χαρά, θλίψη, περιέργεια, αμφιβολία, ενθουσιασμό, φόβο...  
Συνέχιζε να ακολουθεί τα γράμματα με τα μάτια της 
και ο κάθε χαρακτήρας γινόταν αληθινός,
παγιδευμένος αρχικά μέσα στις σελίδες, γινόταν ελεύθερος.
Δεν ήταν μονάχα οι λέξεις που την μάγευαν,
αλλά κι εκείνη η αίσθηση, διαφορετική από βιβλίο σε βιβλίο.
Η μυρωδιά του συνδυασμού χαρτιού και μελανιού,
η επιφάνεια του εξωφύλλου, το πάχος της κάθε σελίδας, η γραμματοσειρά.
Το ύφος του κάθε αφηγητή, οι προσωπικότητες που ξετυλίγονταν σε κάθε μύθο,
οι εκφράσεις και όλο εκείνο το αίσθημα που ζούσε διαβάζοντας,
διαφορετικό κάθε φορά,
όπως όταν το μυαλό σου ταξιδεύει από εποχή σε εποχή της ζωής σου.
Και οι εικόνες από κάθε ιστορία που ερχόταν στην επιφάνεια κανένα βράδυ,
ήταν όπως ένα τραγούδι που συνήθιζες να τραγουδάς πριν χρόνια
και το ακούς ξανά τυχαία, με συναισθήματα να σε κατακλύζουν παρέα με αναμνήσεις.


Την πραγματικότητα όμως δεν μπορούσε να την αφήσει πίσω,
είχε έναν κόσμο πιο χειροπιαστό από τις τρελές εικόνες 
που αποτυπώνονταν στις σκέψεις της και τα όνειρά της. Μια ζωή.
Κι έτσι, αποφάσισε πως, αφού δεν άντεχε να διαλέξει, θα ένωνε τους δυο της κόσμους.
Παραμύθι και πραγματικότητα.
Φαντασία και ρεαλισμός.


Και κάπως έτσι, έβρισκε τον εαυτό της όλο και πιο κοντά της,
ώσπου μια μέρα, απορροφημένη, καθώς τελείωνε την τελευταία σελίδα 
ενός αγαπημένου βιβλίου, καθισμένη σε μια μοναχική καφετέρια,
μια ομάδα παιδιών, κρατώντας τα κεφάλια ψηλά, πέρασε 
και με γέλια πνιχτά άρχισαν να κοροϊδεύουν 
τα δάκρυα που είχαν απομείνει στο μάγουλό της διαβάζοντας.
"Σε λυπάμαι.." ακούστηκε από κάποιον ανάμεσά τους ειρωνικά.


Το κορίτσι μπερδεύτηκε...


Αυτοί λυπούνται εμένα;
Εγώ λυπάμαι για εσάς. Λυπάμαι αν ποτέ σας δεν έχετε την ευκαιρία να ταξιδέψετε σε όλα τα μέρη που έχω πάει, αν ποτέ σας δεν νιώσετε να γίνεστε ένα με έναν ήρωα μαγικό και να ζείτε μερικές από τις στιγμές σας σε ένα κόσμο αλλιώτικο, που ίσως και να σας κάνει να καταλάβετε καλύτερα και τούτο εδώ που ζείτε. Σας λυπάμαι, αν έχετε την πόρτα της φαντασίας σας κλειστή.


Ήταν αργά το απόγευμα, γιορτές, και τα μαγαζιά ήταν κλειστά.
Ένα κορίτσι με ένα παλτό πιο βαρύ απ' όσο φαινόταν να μπορεί να σηκώσει
ξεκίνησε να τρέχει μέσα στην παγωνιά, κάνοντας μικρές λακουβίτσες μέσα στο χιόνι,
για να φτάσει τελικά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, 
να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και να ψιθυρίσει :
"Καταλαβαίνεις;"