Σάββατο, Μαρτίου 30, 2013

old diary



Τελείωσε η αρχή
και ξεκίνησε το τέλος.
Μα δεν μοιάζει σωστό,
εσύ θα έπρεπε να φέρεις το τέλος
κι όχι αυτό να φέρει εσένα.

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

Reverse



4. *Τακ-Τικ*



3. Μείνε...

"Περίμενε! Που πηγαίνεις;". Η φωνή του ακούστηκε τόσο ξαφνικά μέσα στη σιωπή που τα φύλλα απ' τα δέντρα έτριξαν. Εκείνη σαστισμένη έστριψε το κεφάλι της προς τα πίσω, με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη. Είχε εμφανιστεί από το πουθενά, ξεγλιστρώντας πίσω από μια γωνιά και τόσο απλά είχε μπει ξανά μέσα στη ζωή της. Τα πόδια της, ακόμη σε ετοιμότητα, στυλωμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτοιμα να τρέξουν, έτρεμαν. "Αλήθεια;", ήχησε η σκέψη στο κεφάλι της.
-Μείνε.
-Πώς βρέθηκες εδώ;
-Ήμουν κρυμμένος, στο σκοτάδι λίγα στενά παρακάτω.
-Γιατί;
-Γιατί δεν ήρθα; Άκουγα τον ήχο της αναπνοής σου μέσα στην ησυχία του ξημερώματος... Και μου αρκούσε.
-Γιατί να μείνω.
-Μπορείς να φύγεις αργότερα αν το θέλεις.
-Εσύ τι θέλεις;
-Θέλω να μείνεις, λίγο ακόμη. Και βλέπουμε μετά.
-Δεν μου φαίνεται σαν να το θέλεις όντως.
-Τότε γιατί είμαι εδώ;
-Γιατί άραγε;
-Απλά μην με αφήσεις...
-Εσύ με άφησες. Και ξέρεις κάτι; Δεν πειράζει. Πραγματικά, δεν πειράζει και δεν έχει σημασία. Δεν ήξερα τι να κάνω έτσι κι αλλιώς, τα συναισθήματα που μου προκαλούσες ήταν τόσο περίεργα, τρομακτικά και-
-Μείνε για λίγο μόνο.
-Μα με διώχνεις. Δεν αντέχω να με διώχνεις. Το έχω ζήσει, δεν μπορώ ξανά.
-Σε διώχνω;
-Με διώχνεις.
-Συγνώμη, δεν το κάνω επίτηδες.
-Γιατί σε νοιάζει;
-Γιατί με νοιάζει.
-Δεν με ξέρεις.
-Ούτε κι εσύ.
-Ναι αλλά...
-Δεν έχει αλλά. Θα μείνεις;
-...Φυσικά.
Κι έτσι, εκείνος επιτέλους χαμογέλασε.
Κι όταν εκείνος χαμογελούσε, πώς μπορούσε εκείνη να μην ανταποδώσει;





2. Κάθε φορά...


Συνήθισα στην απουσία,
δεν το ξέρεις;
Στην κάθε της μορφή έχω ωριμάσει
κι έτσι κάθε μου βήμα το μετρώ.
Το περιμένω πάντοτε να γυρίσεις το κεφάλι,
μιας και έμαθα πως όταν πλησιάζω,
πρέπει να σε περιμένω να φύγεις μακρυά.
Πάντα τα παρατώ, αργά ή γρήγορα φεύγω,
ίσως για να προλάβω το βλέμμα πριν χαθεί,
ίσως και για την πρώτη εκείνη φορά που δεν έφτασα εγκαίρως μακρυά
και πλέον παγιδευμένη βρίσκομαι σε μια αιώνια ισορροπία εικονική,
περιμένοντας, όπως είναι το μοναδικό ασφαλές να κάνω
και ζώντας για το λίγο που θα ντύσω σε πολύ.
Συνήθισα στην απουσία,
δεν το ξέρεις;
Νομίζω θα το μάθεις
τότε που δεν θα το θέλω
και τότε που θα το θυμηθώ κι εγώ ξανά.
Η παραίτηση, η έξοδος κινδύνου,
αναβοσβήνει επικίνδυνα τα φώτα της
κι εγώ αναρωτιέμαι,
πώς έγινε κι ακόμη βρίσκομαι εδώ;
Πώς δεν τρέμω, πώς απ' το άγνωστο δεν τρέχω να ξεφύγω
πριν αρχίσει η φαντασία να συγκρούεται με το πραγματικό;
Περιμένω.
Ξανά, όπως μονάχα εγώ ξέρω,
περιμένω την απόρριψη.
Μια ευγενική,
πλήρως κατανοητή και προβλέψιμη
που θα μου θυμίσει τα όριά μου
και θα με απαλλάξει από δικές μου αντιδράσεις κι αποφάσεις.
Περιμένω να με κατηγορήσω μια φορά ακόμη για τις ατίθασες σκέψεις μου
και έπειτα, όλα να γίνουν εύκολα ξανά,
μοναχικά όπως ξέρω να τα αντιμετωπίζω
και ελεύθερα, όπως ποτέ δεν ήταν.



-Τι φοβάσαι;
-Δεν ξέρω.
-Εμένα φοβάσαι;
-Μάλλον εμένα.
-Φοβάσαι μήπως πληγωθείς;
-Πιο πολύ φοβάμαι να μην το κάνω.
-Δεν σε καταλαβαίνω.
-Χαίρομαι.




1. Εγωισμοί κι οφθαλμαπάτες...

Λένε, 
το ακατόρθωτο για πάντα κυνηγάς
και ψάχνεις να το νικήσεις με μέσα ανόητα και μικρά,
λέξεις, φράσεις, βήματα και στίχους.
Λένε, ο πόθος παίρνει φωτιά
καθώς μπρος σου αντικρίζεις το δύσκολο,
μιας και αυτομάτως για τον εαυτό του κερδίζει τον τίτλο της αξίας.
Κι αν καταφέρεις και τ'αδύνατο το κάνεις όνειρο χειροπιαστό,
τότε, το δέος σε κομμάτια σπάει  
και τρίζει το πάθος, τρίζει η θυσία
και το νόημα χάνεται στο κενό ή και πίσω από σύννεφο τελικά θα ξεπροβάλει.
Να θέλεις με την ψυχή σου κείνο που χεις,
αυτό λένε είν' το μόνο που αξίζει,
κι η δίψα για το νερό το απαγορευμένο είναι μονάχα μία πληγή ανοιχτή.



*Τικ-τακ*











...Who cares!
                                                                                                                                                                                you do

Τετάρτη, Μαρτίου 20, 2013

φαντάσματα...

Κι έψαχνα, που λες, στα λόγια που πετούσες προς τους άλλους
να βρω χροιά όμοια με κείνη που έσταζες σε μένα-
έψαχνα τις αντιδράσεις σου στις δικές μου τις εκφράσεις,
μήπως και τον εαυτό μου περνούσα για μοναδικό παραπλανημένη.
Υπνωτισμένη περιφερόμουν στους διαδρόμους
και σε παγκάκια ξένα ξάπλωνα,
ακούγοντας φαντάσματα να ξεστομίζουν λέξεις αμήχανα,
να μου χαμογελούν με προσδοκία
και να περιμένουν με αγωνία τα χείλη μου να απαντήσουν.
Τα μάτια σιωπηλά κρατούσα όμως,
τα φύλαγα για άλλον, στοιχειό διαφορετικό,
ξένο για τις αισθήσεις μου και αδιαπέραστο στην αφή μου.
Στις φωνές τους προσπαθούσα τότε να επικεντρωθώ
και το ρολόι μου το 'κρυβα βαθιά μέσ'το παλτό μου.
Στο δρόμο περπατούσα παραπατώντας,
με μουσική να μου τρυπά τ' αυτιά
και μάτια καρφωμένα στις κινήσεις μου προσπερνούσα,
μιας κι είχα τα δικά μου αφημένα στο κενό,
να ονειρεύονται και να μεθούν στη σκέψη μιας σκιάς


...Και τα φαντάσματα πολλαπλασιάζονταν,
όσο εσύ χανόσουν στα κλεφτά πίσω απ' τον καπνό τους...

Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013

Προσγειωμένη

Την κοίταξε και μέσα του σα ξεφύσησε.
Ανταποδίδοντας το βλέμμα, τα χείλη της σφίχτηκαν.
Τα μάτια της στένεψαν και τα μάγουλά της άναψαν.
Τινάχτηκε όρθια, σπρώχνοντας και, τελικά, ρίχνοντας το τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της.
Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τον εαυτό της,
γύρισε το βλέμμα της ψηλά και ανάσανε βαριά, με τα βλέφαρα κλειστά αντίθετα στον ήλιο.
Δεν βρήκε επιτυχία. Κλότσησε το πεσμένο τραπεζάκι.
-Τι συμβαίνει;
-Μην μιλάς.
-Γιατί; Είπα κάτι που σε ενόχλησε;
-Όχι, απλά μην μιλάς.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν πειράζει. Φεύγω όπως και να έχει.

Με μιας τότε γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να τρέχει, αφήνοντας εκείνον πίσω της σαστισμένο.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την φτάσει. Εκείνη, επιταχύνοντας όλο και περισσότερο,
έβγαζε περίεργους ήχους ανάμεσα από τα δόντια της και βρισιές μπλέκονταν με τις κοφτές της ανάσες.
Δεν έτρεχε μακρυά από εκείνον, όχι στ' αλήθεια.
Από την ίδια ήθελε να ξεφύγει,
εκείνο το κομμάτι της που παρακολουθούσε τόσα χρόνια
να τρέχει, όπως και τώρα, μα προς την αντίθετη κατεύθυνση,
να κυνηγά με βήματα προσεκτικά εκείνον και κάθε τέτοιο.
Το κομμάτι της που διάβασε στα μάτια του,
εκείνο που είτε τον κούραζε τόσο πολύ,
είτε τον άφηνε αδιάφορο.

Φτάνοντας κοντά στη θάλασσα, η ταχύτητά της έπεσε.
Αδύναμη πλέον, πλησίασε την παραλία
και σκουντουφλώντας στην άμμο, προσγειώθηκε στα γόνατά της.
Με τα χέρια της καρφωμένα στο κεφάλι της,
γράπωσε τα μαλλιά της, με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της σφιγμένες απ' την ένταση.
Τα μάτια της ήταν σφραγισμένα και το σαγόνι της πιεσμένο.
Για πόσο ακόμη θα ήταν εκείνη που νοιάζεται περισσότερο,
εκείνη που σκέφτεται εκείνον που δεν το κάνει ποτέ,
εκείνη που περιμένει και περιμένει και περιμένει...
Ως πότε θα έπρεπε να μετρά την κάθε της λέξη,
να υπολογίζει το κάθε της βήμα
και να δαγκώνει τη γλώσσα της 
για να προστατεύσει τον εαυτό της από την επερχόμενη απομάκρυνσή του;
Ως πότε θα κουτουλούσε στον καθρέπτη κάθε που τον πλησίαζε λίγο παραπάνω;
Κι ως πότε, θα ανεχόταν ακόμη να είναι δεδομένη;
Κανείς δεν θα 'πρεπε να πάρει το βάρος της ευθύνης.
Κανείς άλλος.
Τώρα αμέσως θα πετούσε το κομμάτι της εκείνο στα κύματα μπροστά της,
θα το άφηνε να το παρασύρει ο αφρός στα βράχια
και θα παρακολουθούσε με αγωνία να το κατασπαράζει με μανία ώσπου να χαθεί.
Έπειτα, μέσα στο βυθό θα βούλιαζε
και δεν θα σταματούσε μέχρι να βρει κάτι να καλύψει το κενό που θ'άφηνε.
Θα έψαχνε πίσω από κάθε φύκι και κάτω από κάθε πέτρα
για τον χαμένο της εγωισμό, θα έπλαθε με λάσπη δύναμη και σιγουριά
και με μια πέτρα κοφτερή, ίδια μαχαίρι φονικό,
θα έσχιζε τη βάση του λαιμού της,
ελευθερώνοντας κάθε καταπιεσμένη σκέψη,
κάθε λυγμό, κάθε νευρικό γέλιο, κάθε κραυγή έκπληξης.
Τα μάτια της θα πασάλειβε μ' αλμύρα,
μέχρις εκείνα να δακρύσουν
και τρελαμένη θα έτρεχε στον κόσμο να αποδείξει πως μπορεί και κλαίει.
Θα τραγουδούσε τότε στο δρόμο με όλη της τη δύναμη
και θα χόρευε ξέφρενα στα πεζοδρόμια.
Δεν θα ήταν δεδομένη για κανέναν.
Δεν θα ήταν κανενός το πρότυπο συμπεριφοράς.
Δεν θα την ένοιαζε καθόλου πώς θα φαινόταν.
Θα ήταν ελεύθερη.
Έτσι, μονάχα έτσι, θα επέστρεφε πίσω σε εκείνον.
Αν την ήθελε τότε, για πάντα θα την ήθελε.

Πέταξε με φόρα το σακίδιο που φορούσε στην πλάτη της,
μουγκρίζοντας καθώς εκείνο μπλεκόταν με τη ζακέτα της.
Γρήγορα τότε, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες,
τη ζακέτα και τη μπλούζα της.
Ξυπόλητη, προχώρησε αργά μέχρι το νερό
και ξεσπώντας σε κλάματα βούτηξε στην παγωμένη θάλασσα.
Κολύμπησε ως τα βαθιά,
πιο βαθιά απ' όσο ήταν θεωρητικά για κείνη ασφαλές.
Παλεύοντας με τα κύματα και τον πάγο του νερού,
ένιωθε να χτυπά όλα εκείνα που την νευρίαζαν και την απογοήτευαν
και έσπαζε σε κομμάτια κάθε ανάμνηση του προσώπου του να στραβώνει τα χείλη.
Κάθε πισωγύρισμα το διέλυε με κάθε χαστούκι της παλάμης της πάνω στην επιφάνεια του νερού
και συνέχιζε χωρίς καμιά πρόθεση να σταματήσει ν'ανασάνει παραπάνω.

Φτάνοντας σε μια γειτονική βραχώδη παραλία,
μπόρεσε να ξεκαθαρίσει τη μορφή του.
Τολμηρά και σχεδόν με θράσος, τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.

Μπροστά του έβλεπε ένα θέαμα απίστευτο.
Εκείνη, με χείλη μελανιασμένα κι ένα σώμα άσπρο και τρεμάμενο.
Με το βλέμμα να πετά φωτιές
και τα μαλλιά της να τρεμοπαίζουν κάτω από τον αντικατοπτρισμού της ανατολής.
Ο ουρανός που είχε κιόλας κοκκινίσει,
θύμισε τα χείλη της όταν την είχε πρωτογνωρίσει.
Το νερό γύρω της παλλόταν ρυθμικά,
λες και ο χτύπος της καρδιάς της έπαιζε με τα νήματα ολόκληρης της θάλασσας.
Δεν φαινόταν χαμένη, δεν φαινόταν να χρειάζεται βοήθεια μέσα στο χειμερινό χορό των κυμάτων.
Εκείνος όμως, μ' όλο του το είναι, ήθελε να σκαρφαλώσει τα κοφτερά βράχια,
να την τραβήξει κοντά του, να σταματήσει το τρέμουλό της 
και να νιώσει με τα δάχτυλά του τα μπλε της χείλη.
Τότε, ξαφνικά, εκείνη χαμογέλασε, έκανε μια χορευτική τούμπα στο νερό
και άφησε το ρεύμα να την παρασύρει πίσω στην ακτή, απ' όπου ξεκίνησε.

Δεν θέλω να με θες.
Θέλω να με θέλω.


Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

Deja vu

Στα 'λεγα εγώ, δεν άκουγες.
Σου 'λεγα τη σκέψη να κλειδώσεις σε κελί
και το κλειδί να θάψεις.
Τα 'λεγα, μα δεν μ' ακούς
και τώρα την κέρδισες την μελαγχολία σου άξια
και χωρίς πολύ τον κόπο.
Τώρα σκέφτεσαι και τώρα ελπίζεις,
γυρνάς πίσω ξανά το χρόνο
και νιώθεις κάθε κόψιμο της αναπνοής απ' την αρχή.
Στα έλεγα, δεν στα έλεγα;
Αλλάζουν οι άνθρωποι μεσ' το κεφάλι σου
κι έρωτες ανθίζουν απ' το πουθενά.
Τέτοιοι, που τις ρίζες τους τις βάζουν υπογείως,
εκεί που δεν τις πιάνει μάτι
και σκαρφαλώνουν παράνομα τα κλαδιά τους
και σου πνίγουν κάθε σταγόνα λογικής.
Τέτοιοι, που τρέφονται με μια ασφάλεια εικονική
κι ο σφυγμός τους καίει το χρόνο.
Που ΄χουν πλαστικές καρδιές
κι εσύ στο άψυχό τους βρίσκεις θέρμη,
που ΄χουν λιωμένα τα μυαλά
κι εσύ ακόμη τα νιώθεις σα φωτιά.

Μην σκέφτεσαι, στο είχα πει, δεν ωφελεί.
Δεν το ΄μαθες ακόμη;
Παγωμένος αγέρας φύσηξε
και σε τρύπησε ως το μεδούλι.
Έφυγε μετά κι απέμεινες να τον κοιτάς,
να λες τις στάχτες που παρέσυρε ομορφιά
και τα σπασμένα από το μένος του στολίδια.
Σπίτια από θάλασσες συνέχεια χτίζεις
και προσπαθείς μέσα τους να μπεις,
περιμένοντας μια ζεστασιά απ' το κρυστάλλινο νερό τους.
Το κενό παίρνεις να σε σκεπάζει για τα βράδια
κι ύστερα, ξαφνιασμένη,
θεούς και δαίμονες καταριέσαι που ναι μονάχα ένα τίποτα,
όπως το διάλεξες απ' την αρχή.
Δεν το θέλεις ξανά, καθόλου δεν το θέλεις, μα το νιώθεις,
κι ας φταις μονάχη σου εσύ,
κι ας είναι παιχνίδια μονάχα που μισείς,
εσύ λες και πως τα νιώθεις 
και, για δες, και πάλι σκέφτεσαι.
Γιατί σκέφτεσαι;
Σταμάτα το, όσο σε παίρνει,
είναι αρχή και το μπορείς,
ξέρεις καλά να το παίζεις κείνο, το παιχνίδι του κρυφτού.
Γι αυτό, κρύψου,
τώρα που κανένας δεν σε ψάχνει να σε βρει 
και τώρα που το κρυφτό σου είναι ό,τι πρέπει.
Κρύψου τώρα που δεν έχεις και πολλά για να φυλάξεις
και που εύκολα ξεγελάς το μυαλό,
όμοια με την αρχή, μπορείς και το τέλος να σου φέρεις.
Στα έλεγα να μην σκέφτεσαι κι εσύ δεν άκουγες.
Ορίστε τι κατάφερες, ορίστε για τι προσπάθησες.
Μόνη πάλι τσακώνεσαι αγκαλιά με το φεγγάρι
και τρομάζεις τόσο μην και σ'απαντήσει.
Όσο είναι όλα έτσι ψεύτικα κι εικονικά,
σκότωσέ τα με μαχαίρι και ούρλιαξε με πάθος 
καθώς θα ξεψυχήσουν τη φτιαχτή τους ανάσα
για, για πολύ η χαρά δεν θα κρατήσει,
πριν σε πλημμυρίσει η νοσταλγία για τούτη τη βεβαιότητα πως ήσουν ζωντανή.
Μην σκέφτεσαι, στο έλεγα, στο λέω, κι ακόμη δεν μ' ακούς.
Είναι επικίνδυνο παιχνίδι εκείνο της εσωτερικής πειθούς
και δεν κερδίζεις.



Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2013

Κενός;


I've always had this fear,
that my mind, though usually weak,
had the amazing strength of auto-creating my feelings.
That my soul wasn't capable enough of experiencing emotions in depth
and, in its defence, my own sense would try to fill the missing gap.

I've always had this problem,
I could never be absolutely certain of my heartbeats,
I could never be sure how to seperate illusion from reality,
so I spent my days suspicious of my only thoughts.

I 've always feared my heart was left frozen,
so, in a way, not worthy of existence.
Dead, yet still beating.

I remember myself strugglin' to stop my brain from growing a feeling of any sort.
I remember myself rejecting every strong emotion as fake.
I remember him longing for anything real,
when everything in me seemed empty.

I 've always had this thought,
that my only true feelings were exactly the ones
I kept pushing away.

When dreaming, I wished for the feelings I could imagine.
That was my weapon- my imagination.
Locked in there, I craved pain and I craved happiness.
Locked in there, I was without a shadow of a doubt alive.

I've always had this fear,
that my breath was so surface.

I was terrified,
not being able to realise
that this terror alone,
was as real as a feeling
as all the others I would always underestimate


Έφυγες εσύ,
έσβησα εγώ.
Έφυγες εσύ,
κι όλα τα αμφισβητώ.


Κυριακή, Μαρτίου 03, 2013

Limits

Μια φωτιά μέσα μου καίει.
Μια διαφορετική από τις άλλες,
π' αντί να καίγομαι με κάνει και καίω o ίδιος,
δυο φορές σαν και τη φλόγα της,
και απ' τη στάχτη βγαίνει νέα σπίθα κάθε τόσο.

Στο ένα χέρι σφίγγω μια χούφτα χώμα και νερό
και το άλλο βαστά τα σπίρτα.

Μια αγριοκοιτάζω τη φωτιά,
μια της χαμογελώ
κι εκείνη,
με απαξίωση ανέμελη παίζει με σχήματα τρελά
και την ανάσα απ' το λαιμό μου κλείνει.

Τις χούφτες μου αδειάζω πια με πάθος
και αφήνω τη μοίρα της φωτιάς μου
η μανιασμένη αναπνοή μου στο τέλος να ορίσει.



Με όρια να ονειρεύεσαι.
Να προστατεύεις τον εαυτό σου
και να κρατάς τις αποστάσεις.
Μην αφήνεις την φαντασία σου να σπάει τις άμυνές σου,
άκου το μυαλό σου,
κι ανάλογα ονειρέψου, μετριασμένα.
Γιατί όσο κι αν θα 'θελες φτερά, δεν τα χεις.
Κι άμα πέσεις, πάει το όνειρο, πάει η ελπίδα, πάνε όλα,
πας κι εσύ. 

Να ονειρεύεσαι με όρια;
Να ονειρεύεσαι χωρίς όρια,
χωρίς περιορισμούς.
Να ονειρεύεσαι χωρίς λογική,
να γκρεμίζεις τα τείχη σου.
Να ξεφεύγεις,
να ελευθερώνεις το πνεύμα σου
και να πετάς μακρυά.
Να ονειρεύεσαι...
Κι αν χάσεις,
κι αν πιστέψεις σε μια ουτοπία,
να ξέρεις, εσύ τουλάχιστον, το ονειρεύτηκες.


Να προσέχεις.
Πρόσεχε πότε θα μιλήσεις,
πρόσεχε και τι θα δείξεις.
Μια πτυχή δική σου παραπάνω αν φανεί,
ίσως βρεθείς εκτεθημμένος άγρια
κι ο εγωισμός σου δεν θα τ' αντέξει για πολύ.
Μην δίνεις περισσότερο απ' ότι παίρνεις.
Ρίσκο είναι και εσύ κρέμεσαι από μια κλωστή λεπτή,
να ισοροπείς αγκαλία με τα θρύψαλα απ' την καρδιά σου-
πέφτουν εκείνα, πέφτεις κι εσύ
και μιας και το παζλ έχει διαλυθεί,
πρόσεξε, θα σπάσετε μαζί.
Για αυτό πρόσεχε, φυλάξου, κράτα λέξεις και κατάπιε φράσεις,
και σιγουρέψου πως η στιγμή έφτασε καλά, πριν της αφήσεις.

Μην σε νοιάζει.
Λιγάκι ίσως τσαλακωθεί ο εγωισμός,
μα η αξία του δεν φτάνει τη δική σου.
Να είσαι αληθινός, αυθόρμητος, ελεύθερος.
Να γελάς με πάθος
και να απαντάς αυτό που νιώθεις δίχως να διστάζεις.
Μην σε νοιάζει.
Μην τυποποιείς τον εαυτό σου.
Μην μπαίνεις σε καλούπια
και μην παίρνεις κατα γράμμα κανόνες και έτοιμα τα στάδια συμπεριφοράς.
Αν νιώσεις αμηχανία, δείξτο.
Αν νιώσεις ευάλωτος, μην το κρατάς.
Κι αν σε πληγώσουν τελικά,
το δικό τους το ψέμα ήταν 
κι όχι η δική σου η αλήθεια
που φύσηξε τα τραπουλόχαρτα στο χώμα.


Μίλα.
Πάρε μέρος στη συζήτηση,
κάνε τον εαυτό σου αισθητό.
Γέλα δυνατά κι όχι από μέσα σου.
Άφησε τα σχόλια και τις απόψεις σου
να ξεκλειδωθούν έξω από τα χείλη σου.
Γίνε το άτομο με το οποίο θα ΄θελες να περνάς το χρόνο σου,
μην αφήνεις ανασφάλειες να σε πετάνε στο σκοτάδι.

Σιώπησε.
Λόγια χωρίς νόημα, χάνουν τη σημασία ύπαρξής τους.
Οι άνθρωποι δίπλα σου θα ξέρουν πως μιλάς μονάχα όταν έχεις κάτι για να πεις,
κι εσύ δεν θα χρειάζεται να σκαλίζεις το μυαλό σου να βρεις προτάσεις ανούσιες,
μόνο για να αποφεύγεις να σοκάρεις με την απροσδιόριστη ησυχία σου.
Άκου, χαμογέλα ή κατσούφιαζε
και μίλα, όταν αξίζει να το κάνεις.


Μην μετράς τις λέξεις σου.
Άστες να βγαίνουν όταν θελήσουν εκείνες,
μην υπολογίζεις τον ήχο που θα κάνουν όταν θα φεύγουν από μέσα σου,
αλλά μονάχα το νόημα που τους δίνεις καθώς θα τις μιλάς.
Σιώπησε όταν νομίζεις, μίλα όταν το θέλεις
και μην σε ντροπιάζει ούτε η σιωπή ούτε η πολυμιλία σου.
Να είσαι αυθεντικός.
Μην κόβεις και μην ράβεις φράσεις για να ταιριάξουν στο προφίλ που θέλεις να πλασάρεις.
Μην τα παρατάς όταν νομίζεις δεν ανήκεις.
Να είσαι αυθεντικός.


Πρόσεξε τις κινήσεις σου.
Βάλε χάρη κι ομορφιά.
Κοίτα να ταιριάξεις στο ρυθμό
και οι άλλοι να σε θαυμάσουν.

Χόρεψε με την ψυχή σου
και τίναζε τα μαλλιά σου.
Χόρευε για σένα
και χόρευε σαν να 'σουν μόνος.


Να προστατεύεις τον εαυτό σου.
Να φυλάγεσαι.

Να υποστηρίζεις την προσωπικότητά σου.
Να αφήνεσαι.



Πρόσεξε.

Αγάπα.