Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2012

Χειμώνας ξανά

Καθόταν σε μια παλιά, στραπατσαρισμένη καρέκλα,
που της κρέμονταν κρόσσια από τα πλάγια
και είχε επικεντρώσει το βλέμμα της στο τζάκι.
Την μάγευε η φωτιά 
και το να παρακολουθεί την δύναμή της, τη βοηθούσε να ηρεμεί.
Δεν ήταν μόνη, αν και οι συζητήσεις είχαν φτάσει σε μια παύση.
Ξαφνικά, το σώμα της τινάχτηκε από δυο συνεχόμενα χτυπήματα στο παράθυρο.
Κοίταξε προς το μέρος του και είδε τη μορφή του να χαιρετά, 
κουνώντας το χέρι πίσω από το τζάμι.
Πριν προλάβει να αντιδράσει, είχε ήδη φύγει.
Είχε ήδη... φύγει.
Για πολλοστή φορά, είχε περάσει από την ημέρα της, χωρίς να ακουμπήσει,
την είχε σχεδόν προσπεράσει,
ξεχνώντας την ίδια,
χωρίς όμως να ξεχάσει την παρουσία της-
κάτι ακόμη χειρότερο.
Γύρισε ξανά τα μάτια στο τζάκι
κι εκείνο ξαφνικά άρχισε να της καίει τα μάτια.
"Εντάξει, εντάξει" καθησύχασε όσους είχαν παρατηρήσει
τη φευγαλέα της απογοητευμένη γκριμάτσα.
Κρατώντας τη συζήτηση για κάτι άσχετο,
συνέχισε να πετά το βλέμμα της στη φλόγα,
βλέποντας τις στιγμές του παρελθόντος της να καίγονται,
βλέποντας την καρδιά της να έχει πλησιάσει πολύ κοντά στη φωτιά,
τη λάθος στιγμή - άλλωστε, κάθε στιγμή, λάθος θα ήταν όπως κι αν είχε-.
Σπρώχνοντας σκέψεις και συναισθήματα πιο βαθιά μέσα της,
κρύβοντάς τα με σκοπό να τα θάψει,
μια συνήθεια πλέον σε ό,τι τον αφορούσε,
πέρασε τις ώρες της ευχάριστα.

Τελικά, απροσδόκητα,εκείνος γύρισε
και χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία μπήκε στη ρουτίνα του,
με τη μελωδία της φωνής του να προσπαθεί να πιάσει τόνους φάλτσους.
Δεν τα κατάφερνε πολύ καλά.

Αφού είχε βραδιάσει για τα καλά,
κοίταξε το ρολόι της και ξεκίνησε να ντύνεται
με ζακέτες, μπουφάν, γάντια, σκούφους...
Ο χειμώνας είχε έρθει για τα καλά,
κάνοντας για μια ακόμη φορά αισθητή την παρουσία του παντού.
Τους χαιρέτησε όλους, έναν έναν,
και τελευταίο εκείνον,
καθισμένος αφού ήταν έξω, με ένα τσιγάρο στο χέρι,
κι ένα πρόσωπο παγερό σαν τον καιρό, βυθισμένο σε σκέψεις.
Τον φίλησε και καθώς απομάκρυνε το κεφάλι της,
της υπενθύμισε : "Να προσέχεις".
Τα χείλη της συσπάστηκαν και το στόμα της άνοιξε ελαφρά,
εως ότου τελικά να κλείσει και πάλι, στρέφοντας τα μάτια στο πάτωμα.
"Με θυμήθηκες;", σκέφτηκε πικραμένη.
Εκείνος μπερδεύτηκε.

-Τι;
-Τίποτα...
-Όχι τίποτα, κάτι πήγες να πεις.
-Τίποτα... δεν έχει σημασία. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω.
-Γιατί να με στεναχωρήσεις;
-...Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, αυτό. Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε τίποτα. Δεν θέλω.
Δεν.. έχει γίνει κάτι, αλήθεια.
-Τότε;
-Τιπ...
-Μην τολμήσεις να τελειώσεις τη λέξη! Θα μου πεις;

Χρησιμοποίησε όλη την ένταση των ματιών του
κι εκείνη ζαλισμένη από την πολύκαιρη έλλειψη, λύγισε.
-Απλά να... ξέρω ότι δεν είσαι πολύ καλά, ή τουλάχιστον αυτό βλέπω.
Αλλά τώρα τελευταία, τον τελευταίο χρόνο δηλαδή,
δεν σε νιώθω πολύ.... Δηλαδή... Ξέρω ότι έχω να σε δω πραγματικά καλά
από... δεν ξέρω, από το καλοκαίρι ίσως.
-Και; Δεν καταλαβαίνω γιατί να με στεναχωρήσεις. Τι έκανα τώρα;
-Δεν είσαι εδώ. Αυτό είναι όλο. Όχι για εμένα, νιώθω ότι έχεις απομακρυνθεί
και ξέρω ότι ποτέ δεν ήσουν όσο κοντά ήθελα, όσο κοντά σε ένιωθα εγώ,
γιατί ποτέ δεν ήμουν τόσο σημαντική όσο σημαντικός είσαι εσύ για μένα.
Που είναι απόλυτα λογικό... Αλλά τώρα τελευταία... Είναι σαν να, δεν ξέρω,
σαν να μην είμαι καμία, κανείς, τίποτα...

Τα λόγια έβγαιναν από το στόμα της σα σε μεθυσμένο, 
μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε,
νόμιζε τα αφηγούταν στο όνειρό της,
και δάκρυζε, δάκρυζε, δάκρυζε.

Ήθελε να τρέξει μακρυά.
Όχι, ήθελε να τον αγκαλιάσει, να του ζητήσει συγνώμη, να του πει πως τον αγαπάει.
Όχι, όχι, ήθελε να βγει στο δρόμο και να ουρλιάξει
ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ Η ΛΟΓΙΚΗ
ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ ΟΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ,
ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ!

Έμενε εκεί όμως, μιλούσε, μιλούσε,

όλοι οι φόβοι και οι σκιές τους
και όλες τους οι μορφές που είχαν φτάσει μπρος στα μάτια της
βγαίναν σαν καπνός ανάμεσα από τα χείλη της, σαν απ' το τσιγάρο του
και σαν από τσιγάρο τις ένιωθε να την καταστρέφουν αργά.
Βασανιστικά.

"Καρδούλα μου...ακούς τι λες;"




-Τι;
-Τίποτα.
-Όχι τίποτα, κάτι πήγες να πεις.
-Όχι, τίποτα, σκέφτηκα κάτι άσχετο.
-Μάλιστα. Οκ, καληνύχτα.
-Καλην..υχτ...α

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2012

Runaway

Από 40 κύματα πέρασε η απόφαση μέχρι να βγει
και μια μ' έριχνε δεμένη στα βαθιά,
μια μ' ελευθέρωνε κι έσπρωχνε εσένα στη σανίδα.

Είδα τον όλο μου πνιγμό από ψηλά,
άλλοτε φάνταζε ψεύτικος, αδύνατος,
εφιάλτης που μόνο υπό την επίρροια του ύπνου ξυπνά,
κι άλλοτε μου 'τανε γελοίος,
λες κι όλη εκείνη η θάλασσα που με βύθιζε,
σταγόνες ήταν μονάχα, μιας ξένης βροχής
κι εγώ μέσα της έτρεμα σαν ψάρι.
Πότε πάλι, θάλασσα καθόλου δεν υπήρχε,
στο κενό πνιγόμουν μόνη,
κι ούτε που είχα ζωή για να φοβάμαι τον πνιγμό.
Στο τέλος, ναύτες τρέχαν πανικόβλητοι
και με τραβούσαν με σχοινιά,
με μια απορία στο βλέμμα 
για το κορίτσι που προσπάθησε και πάλεψε με το νερό,
θυμίζοντάς μου πως ποτέ του δεν έμαθε να κολυμπά.

Ψέματα, ψέματα, δεν έπεσα εγώ, ψέματα....

Οι αφροί καθώς πάλευα μου ψιθύριζαν βραχνά,
ένοχος λέγανε, θύμα αντιλέγανε, τρέχα φωνάζανε μαζί.
Το νερό μου 'χε θολώσει τα μάτια
και τόσο που κατάπια από το σοκ
μου είχε κάψει λαιμό και περιθώρια.
Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν μπερδευτεί,
κι εγώ αδυνατούσα να ξεχωρίσω πια επιφάνεια και βάθος.
Σωστό και λάθος είχα χάσει,
μα ο κόσμος είναι πικρός,
με το αλάτι δεν ταιριάζει,
κι ίσως να του ανήκεις, έλεγα.

Πλέον, ξέρω, αντάξιο κομμάτι του αποτελείς,
στην υποκρισία πρώτος,
την πουλάς χωρίς όρια, μαζί με πλαστική αγάπη, μίας χρήσεως,
σε ανθρώπους αφελείς, που δεν προτίθενται για αγοραστές,
κι αντί να ψάχνουνε το δίκιο τους,
βουλιάζουν στη σιωπή και τις τύψεις,
γιατί έτσι θέλουν να βλέπουν τον κόσμο
-αλλιώτικο, απλό-, κι έτσι τον βλέπουν.

Άνθρωποι αλλιώτικοι, αφελείς,
που δεν προτίθενται γι αγοραστές,
παιδιά μονάχα που νομίζουν πως μπορούν
με την καρδιά να λογαριάσουν λογική,
κι αγκαλιάζουν ακόμη και το λάθος,
λες και θα άξιζες ποτέ σου κάτι τέτοιο.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2012

but there's nothing to grasp

...so I let go



Έσβησαν τα μάτια σου,
άδειασε η φωνή σου,
πλησίασε το σώμα σου,
μα εσύ έμεινες πίσω.

Με τον καιρό,
σιχάθηκα να με θυμάσαι
μόνο όταν εγώ το κάνω,
μίσησα που έγινα ένα με το όλο
και ζήλεψα τους παλιούς μου φόβους,
γιατί αυτό που δεν άντεχαν να αλλάξει, το είχαν,
ενώ εγώ πλέον δεν έχω τίποτα να χάσω.

Έσβησαν τα μάτια σου,
άδειασε η φωνή σου,
έκλεισα κι εγώ τα μάτια,
να μην νιώσω την σιωπή σου.


Θα 'θελα να διώξω τον πόνο μακρυά, μα εσύ ούτε που παραδέχεσαι ότι πονάς
κι ούτε και τον τρόπο ξέρω, αφού ποτέ σου δεν με άφησες να τον βρω.
Άλλωστε, δεν ψάχνεις από μένα γιατρειά και δεν ξέρω καν αν εκείνο είναι πόνος,
ή απλά ένα κενό, δώρο του χρόνου που περνά. 
Ας είναι. Απλά χαμογέλα κι όλα τ'άλλα τα βρίσκουμε μετά...