Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2013

Naturally


(Οι ώρες περνούσαν,
μα εκείνο το χαμόγελο δεν έσβηνε απ' τη μνήμη της.
Ζωντανό έλαμπε πίσω απ' τα μάτια της,
μέχρι που,  μέσα σε μια στιγμή,
σιγουρεύτηκε πως οι ονειροπολήσεις της
θα μένανε ξανά μονάχα εκείνο- 
ονειροπολήσεις και τίποτε παραπάνω,
όπως υπήρξαν πάντοτε τέτοιες.
Κι όπως πάντοτε,
δυνάμωσε λιγάκι τη μουσική στα ακουστικά της,
έκλεισε τα μάτια,
ξεφύσηξε μερικές φορές
και ψιθύρισε στον εαυτό της αποφασιστικά:
"Καιρός να σταματήσεις τώρα"

Και όπως πάντοτε, αποστάτησε.)


"Hey...τι γίνεται;"
Κοίταξε το κινητό της απαθής.
Όχι, εκείνη δεν ήταν κατάλληλη στιγμή να το χειριστεί κι εκείνο.
Τα χείλη της απέκτησαν μια κλίση προς το πάτωμα κι αναστέναξε ξανά.
Τι της έφταιγε κι εκείνος;
Τον κούραζε, όπως όλους τους υπόλοιπους
και πιθανότατα ήταν κι αυτό για το τίποτα.

Αναστεναγμός.

Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει,
δεν ήθελε να του δίνει και ψεύτικες ελπίδες.
Δεν ήξερε τι ήθελε,
ούτε και τι (θα) έκανε.
Τα κουβάρια της καθημερινότητάς της είχαν μπλεχτεί ξανά
κι όσο τους άφηνε, οι κόμποι έσφιγγαν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο.

Τι της έφταιγε κι εκείνος;

Ίσως έπρεπε απλά να του ξεκαθαρίσει ότι θα έπρεπε να τα παρατήσει.
Ότι είχε αλλάξει η γνώμη της,
δεν θα έμπαινε καν στην διαδικασία να τον κάνει να την γνωρίσει,
γιατί δεν είχε τι να του γνωρίσει.

Βαριά σύννεφα είχαν τυλίξει και πάλι το μυαλό της
και το πρόσωπό της έμοιαζε ψύχραιμο και κενό.
Σκληρό, αν και τα παιδικά χαρακτηριστικά του έκαναν το όλο θέαμα οξύμωρο.
Η μελαγχολία είχε κερδίσει και πάλι έδαφος,
οι έγνοιες, δικές της και μη,
την έσπρωχναν όλο και πιο κοντά στην παραίτηση.
Πώς θα έσωζε τον εαυτό της;
Πώς θα έσωζε τους άλλους;
Είχε αποκτήσει, λανθασμένα και μη,
τη φήμη του σωτήρα,
εκείνου που κατέφθανε την τελευταία στιγμή
και με μερικές μαγικές λέξεις
-διαθέσιμες μονάχα για τους άλλους και ποτέ για την ίδια-
 τα έφτιαχνε όλα.
Τα έφτιαχνε, εως ότου μόνο οι λέξεις να σκορπιστούν στον αέρα για τα καλά.
Έπειτα έβγαζε νέες, ξανά και ξανά
κι όταν οι λέξεις της δεν κατάφερναν να σπάνε τα εμπόδια,
ένιωθε πως ένα κομμάτι δικό της έσπαγε.
Πόσο μάλλον τώρα,
που από λέξεις και ταχτικές είχε ξεμείνει.
Στην θέση τους είχαν μπει κάτι αναμνήσεις,
θολές σε χρώματα και ξεκάθαρες σε συναισθήματα.
Μια προδοσία, που ακόμη δεν είχε κατανοήσει.
Μια αγκαλιά, που ακόμη δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Ένα βλέμμα, που ακόμη δεν είχε κερδίσει πίσω.
Μια ψευδαίσθηση, που ακόμη δεν είχε νικήσει.

Πώς  θα έσωζε τον εαυτό της;
Πώς θα έσωζε τους άλλους;

"Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή...Ξεκινάω διάβασμα. Μιλάμε αργότερα. =) "
"Αξιοθρήνητη απάντηση." σκέφτηκε με πικρία
και επέλεξε το κουμπί της αποστολής.


      *

- I don't need saving.
- You just proved my point.

      *



Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2013

"Stop crying your heart out"


Χαμογέλα κοριτσάκι,
όλα είναι όμορφα όσο δεν πάει άλλο,
γιατί έζησες κι εσύ σε κόσμο που μπορείς και νιώθεις,
ένα προνόμιο μεγάλο,
τόσο που σε κανένα από τα συναισθήματα που σου δίνει
δεν βρίσκει το χώρο ν' απλωθεί.

Χαμογέλα,
γιατί δεν είσαι μόνη,
όσο κενές κι αν φαίνονται οι αίθουσες που σε τυλίγουν.
Χαμογέλα, κι είμαστε όλοι μαζί σου,
φαντάσματα παρελθόντος και παρόντος
και σου υπόσχομαι, και φαντάσματα του μέλλοντος μαζί σου είναι,
να σε κρατούν και να σε σπρώχνουν
προς την ελευθερία που κρύβεις πίσω από τα κομμένα σου μαλλιά.

Χαμογέλα,
γιατί όσο σφιχτά κι αν κρατάς τα βλέφαρα κλειστά,
η αγάπη για το χαμόγελό σου
αγωνίζεται να φτάνει μέχρι μέσα.
Κι αν δεν την νιώθεις,
χαμογέλα, κι ίσως τη φτάσεις.
Ίσως και να την αφήσεις να σε φτάσει εκείνη πρώτη.

Χαμογέλα,
όλα μέσα στο κεφάλι σου είναι,
σκέψεις που βάφεις με την πίσσα μαύρες θα γίνονται,
για αυτό άσε κάτω το σκοτάδι,
πιάσε το πινέλο και ζωγράφισε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου.

Ζωγράφισε χαμόγελο αληθινό,
κι όχι από εκείνα τα ψεύτικα που χεις στην τσέπη για περίσσεμα.
Ζωγράφισε το χαμόγελο όσο καλύτερο μπορείς
και θα έρθω να το ελέγξω,
να σιγουρευτώ πως κάθε του σπιθαμή είναι δική σου
και πως τα δάκρυα των ματιών σου στεγνώσαν επιτέλους
και βρήκαν σιγουριά πάνω στα χείλη σου.

Χαμογέλα κοριτσάκι,
χωρίς να ψάχνεις για λόγους
και χωρίς να περιμένεις από κανέναν να στο πει.
Χαμογέλα γιατί μπορείς
και θα χαμογελάσω κι εγώ μαζί σου.


Μια με κρατάς, δυο με σπρώχνεις....


Τον κοιτούσε όπως τότε που δεν πίστευε στα μάτια της,
ή, για την ακρίβεια, στην τύχη της δεν πίστευε,
που αληθινά τον είχε ξανά μπροστά της.
Τον κοιτούσε λες και τον έβλεπε πρώτη της φορά
και θαύμαζε την ομορφιά του.
Δύσκολο δεν ήταν να την βρει,
αφού κρυβόταν πίσω από κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του
και πίσω από την κουρασμένη του έκφραση.
Εκείνος, της χαμογελούσε όπως πάντα ήρεμα, σχεδόν διστακτικά,
και όπως πάντα ρωτούσε δυο και τρεις φορές πώς είναι,
μήπως και στην πρώτη η απάντηση έβγαινε βεβιασμένα.

Μαζί ήταν αρκετή ώρα, όταν κάποτε μείναν μόνοι,
και τότε δεν πέρασε πολύ μέχρι που την τράβηξε κοντά του.
Καθισμένη εκεί, πλημμυρισμένη ένιωθε,
και προσπαθώντας να τιθασεύει τα κύματα,
λύγισε μπροστά, πλησίασε μερικά εκατοστά, 
ίσα για να τον νιώσει λιγάκι πιο κοντά της πριν να φύγει.
Τότε, φάνηκε πως ο χρόνος είχε τελειώσει.
Με μια πρόφαση τη σήκωσε από κοντά του
κι έφυγε, ψάχνοντας για κάτι που δεν τον ενδιέφερε να βρει,
προσπαθώντας να μην προδώσει το ρολόι του που χτυπούσε μανιασμένα
και φώναζε πως τα δευτερόλεπτα είχαν περάσει
κι έπρεπε να κάνει και πάλι ένα βήμα προς τα πίσω.

Έπρεπε και πάλι να κρατήσει τις ισορροπίες,
να κάνει τα όρια για ακόμη μια φορά αντιληπτά.
Έπρεπε, το κάθε λεπτό, την κάθε του κίνηση και την κάθε του λέξη
να μετρά, να τα υπολογίζει και να μην κάνει λάθος.
Όχι, δεν έπρεπε ποτέ του να αφεθεί,
μιας και τα νήματα που κινούσαν τις ισορροπίες 
ήταν λεπτά και εύθραυστα. Σαν κι εκείνη.
Γιατί, μπορεί εκείνος τίποτα να μην είχε να κρύψει,
όπως ήταν τα συναισθήματα όλα τους ξεκάθαρα,
μα ήταν εκείνη που φοβόταν, 
περισσότερο απ' τον εαυτό του
και περισσότερο απ' όλους τους άλλους γύρω 
που παρακολουθούσαν τις προθέσεις του συνεχώς.
Δεν έπρεπε καμιά του κίνηση να παρερμηνευθεί,
δεν έπρεπε να αφεθεί κανένα περιθώριο-
ούτε ίχνος του δεν έπρεπε να φτάσει ως τα μάτια της.
Κι εκείνη δεν χρειαζόταν εξηγήσεις,
δεν χρειαζόταν, δεν ήταν ανάγκη να καταλάβει,
δεν ήταν ώρα ακόμη εκείνο που ' ταν κοριτσάκι μόνο 
να τριβελίζει το μυαλό του με θέματα περίπλοκα,
ιδιαίτερα όσο εκείνος φρόντιζε για όλα.
Την προστάτευε, εκείνη και τον ίδιο.
Έπρεπε, ήθελε, μα δεν ήξερε.


Δεν ήξερε πως το κορίτσι ήξερε,
συνειδητοποιούσε περισσότερα απ' ότι έδειχνε να κάνει.
Ένιωθε πότε θα έφευγε μακρυά, πριν ακόμη το κάνει 
κι άλλο τόσο ένιωθε τους λόγους και τις αφορμές του.
Καταλάβαινε.
Τον καταλάβαινε και δεν σήκωνε καμιά κατηγορία.
Όμως δεν άντεχε παραπάνω.
Είχε κουραστεί, μιας και χρόνια ζούσε στον συμβιβασμό.
Είχε κουραστεί τόσο, που έψαχνε παρηγοριά στην παραίτηση
και τόσο που προτίμησε τότε, για μια στιγμή,
να πονέσει μακρυά του 
παρά να το υπομένει εκείνο ακόμη, ξανά και ξανά.
Με αντάλλαγμα μια πραγματικά ελεύθερη στιγμή, θα εξαφανιζόταν.
Θα έφευγε μακριά, ώστε να μην χρειάζεται κανένας να λογαριάζει,
κανείς να μην τρέχει πίσω από τον έλεγχο.
Μια στιγμή μονάχα ήθελε,
όχι για να ξεφύγει,
μα για να ζήσει μια αγκαλιά ελεύθερη,
μια συζήτηση ανοικτή και ένα αντίο αληθινό
και τόσο μεγάλο ώστε να χωρέσει όλη τους την απόσταση.

Ήθελε μια στιγμή ελεύθερη,
γιατί η ελευθερία ήταν η μεγαλύτερή της ανάγκη για την ώρα,
ισχυρότερη απ' οτιδήποτε άλλο,
αφού ποτέ της δεν την είχε γευτεί ολοκληρωτικά.
Πλέον, νέο της όνειρο είχε θέσει το πιο απλό: 
ένα πνεύμα ελεύθερο σε μια ελεύθερη ζωή.
Γιατί, το σώμα της είχε αρχίσει να παγώνει από την ακινησία
και από τις κινήσεις τις μελετημένες οι αρθρώσεις της είχαν σκουριάσει.
Τα χείλη της είχαν κολλήσει μεταξύ τους,
ραμμένα με κόπο για να μένουν κλειστά,
τόσο ώστε να μην λύνουν τώρα που είχε μετανιώσει τη ραφή.
Χρειαζόταν την ελευθερία.
Σαν τον αέρα που ενέπνεε το σώμα της,
η καρδιά της χρειαζόταν να εισπνεύσει ελευθερία
και να γευτεί τα αρώματά της.
Είχε ανάγκη από μια αλήθεια ολόκληρη
και από μια σχέση αυθόρμητη,
απαλλαγμένη από μαθηματικούς υπολογισμούς και ενοχές.

Όμως, όσο κι αν επέμενε τον συμβιβασμό να αποφύγει,
αποφάσιζε μέσα της κρυφά να βάλει δυνατότερα σχοινιά
κι έτσι εκείνη να είναι αυτή που πρώτη θα απομακρυνθεί κάθε επόμενη φορά.
Τα βήματα τα πίσω τα δικά του,
θα τα 'κλεβε πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει.
Θα έφευγε πρώτη και θα άφηνε συνειδητά πίσω ένα κενό.
Κενό ορατό και κενό αόρατο, που θα τους χώριζε.
Κενό που θα προστάτευε τον εαυτό της.
Θα προστάτευε τον εγωισμό της.
Και ένα κενό που θα θυσίαζε, στο τέλος, την πολυπόθητη ελευθερία της...




"Μη μου αγχώνεσαι
Δεν το κουνάω απ' τη θέση μου
Αλλάζω απλά ταυτότητα
Μπορώ και προσαρμόζομαι
Κι από άνθρωπος σου σταθερός
Όσο περνάει ο καιρός
Θα γίνομαι εκκρεμότητα

Μη μου αγχώνεσαι
Απλά επιβιβάζομαι
Κι εγώ στη μονιμότητα
Μπορώ και συμβιβάζομαι
Και βλέπω τώρα την ουσία
Στις σχέσεις μόνο η απουσία
κρατά μια σταθερότητα..."

-Νατάσσα Μποφίλιου, Εκκρεμότητα