Τον κοιτούσε όπως τότε που δεν πίστευε στα μάτια της,
ή, για την ακρίβεια, στην τύχη της δεν πίστευε,
που αληθινά τον είχε ξανά μπροστά της.
Τον κοιτούσε λες και τον έβλεπε πρώτη της φορά
και θαύμαζε την ομορφιά του.
Δύσκολο δεν ήταν να την βρει,
αφού κρυβόταν πίσω από κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του
και πίσω από την κουρασμένη του έκφραση.
Εκείνος, της χαμογελούσε όπως πάντα ήρεμα, σχεδόν διστακτικά,
και όπως πάντα ρωτούσε δυο και τρεις φορές πώς είναι,
μήπως και στην πρώτη η απάντηση έβγαινε βεβιασμένα.
Μαζί ήταν αρκετή ώρα, όταν κάποτε μείναν μόνοι,
και τότε δεν πέρασε πολύ μέχρι που την τράβηξε κοντά του.
Καθισμένη εκεί, πλημμυρισμένη ένιωθε,
και προσπαθώντας να τιθασεύει τα κύματα,
λύγισε μπροστά, πλησίασε μερικά εκατοστά,
ίσα για να τον νιώσει λιγάκι πιο κοντά της πριν να φύγει.
Τότε, φάνηκε πως ο χρόνος είχε τελειώσει.
Με μια πρόφαση τη σήκωσε από κοντά του
κι έφυγε, ψάχνοντας για κάτι που δεν τον ενδιέφερε να βρει,
προσπαθώντας να μην προδώσει το ρολόι του που χτυπούσε μανιασμένα
και φώναζε πως τα δευτερόλεπτα είχαν περάσει
κι έπρεπε να κάνει και πάλι ένα βήμα προς τα πίσω.
Έπρεπε και πάλι να κρατήσει τις ισορροπίες,
να κάνει τα όρια για ακόμη μια φορά αντιληπτά.
Έπρεπε, το κάθε λεπτό, την κάθε του κίνηση και την κάθε του λέξη
να μετρά, να τα υπολογίζει και να μην κάνει λάθος.
Όχι, δεν έπρεπε ποτέ του να αφεθεί,
μιας και τα νήματα που κινούσαν τις ισορροπίες
ήταν λεπτά και εύθραυστα. Σαν κι εκείνη.
Γιατί, μπορεί εκείνος τίποτα να μην είχε να κρύψει,
όπως ήταν τα συναισθήματα όλα τους ξεκάθαρα,
μα ήταν εκείνη που φοβόταν,
περισσότερο απ' τον εαυτό του
και περισσότερο απ' όλους τους άλλους γύρω
που παρακολουθούσαν τις προθέσεις του συνεχώς.
Δεν έπρεπε καμιά του κίνηση να παρερμηνευθεί,
δεν έπρεπε να αφεθεί κανένα περιθώριο-
ούτε ίχνος του δεν έπρεπε να φτάσει ως τα μάτια της.
Κι εκείνη δεν χρειαζόταν εξηγήσεις,
δεν χρειαζόταν, δεν ήταν ανάγκη να καταλάβει,
δεν ήταν ώρα ακόμη εκείνο που ' ταν κοριτσάκι μόνο
να τριβελίζει το μυαλό του με θέματα περίπλοκα,
ιδιαίτερα όσο εκείνος φρόντιζε για όλα.
Την προστάτευε, εκείνη και τον ίδιο.
Έπρεπε, ήθελε, μα δεν ήξερε.
Δεν ήξερε πως το κορίτσι ήξερε,
συνειδητοποιούσε περισσότερα απ' ότι έδειχνε να κάνει.
Ένιωθε πότε θα έφευγε μακρυά, πριν ακόμη το κάνει
κι άλλο τόσο ένιωθε τους λόγους και τις αφορμές του.
Καταλάβαινε.
Τον καταλάβαινε και δεν σήκωνε καμιά κατηγορία.
Όμως δεν άντεχε παραπάνω.
Είχε κουραστεί, μιας και χρόνια ζούσε στον συμβιβασμό.
Είχε κουραστεί τόσο, που έψαχνε παρηγοριά στην παραίτηση
και τόσο που προτίμησε τότε, για μια στιγμή,
να πονέσει μακρυά του
παρά να το υπομένει εκείνο ακόμη, ξανά και ξανά.
Με αντάλλαγμα μια πραγματικά ελεύθερη στιγμή, θα εξαφανιζόταν.
Θα έφευγε μακριά, ώστε να μην χρειάζεται κανένας να λογαριάζει,
κανείς να μην τρέχει πίσω από τον έλεγχο.
Μια στιγμή μονάχα ήθελε,
όχι για να ξεφύγει,
μα για να ζήσει μια αγκαλιά ελεύθερη,
μια συζήτηση ανοικτή και ένα αντίο αληθινό
και τόσο μεγάλο ώστε να χωρέσει όλη τους την απόσταση.
Ήθελε μια στιγμή ελεύθερη,
γιατί η ελευθερία ήταν η μεγαλύτερή της ανάγκη για την ώρα,
ισχυρότερη απ' οτιδήποτε άλλο,
αφού ποτέ της δεν την είχε γευτεί ολοκληρωτικά.
Πλέον, νέο της όνειρο είχε θέσει το πιο απλό:
ένα πνεύμα ελεύθερο σε μια ελεύθερη ζωή.
Γιατί, το σώμα της είχε αρχίσει να παγώνει από την ακινησία
και από τις κινήσεις τις μελετημένες οι αρθρώσεις της είχαν σκουριάσει.
Τα χείλη της είχαν κολλήσει μεταξύ τους,
ραμμένα με κόπο για να μένουν κλειστά,
τόσο ώστε να μην λύνουν τώρα που είχε μετανιώσει τη ραφή.
Χρειαζόταν την ελευθερία.
Σαν τον αέρα που ενέπνεε το σώμα της,
η καρδιά της χρειαζόταν να εισπνεύσει ελευθερία
και να γευτεί τα αρώματά της.
Είχε ανάγκη από μια αλήθεια ολόκληρη
και από μια σχέση αυθόρμητη,
απαλλαγμένη από μαθηματικούς υπολογισμούς και ενοχές.
Όμως, όσο κι αν επέμενε τον συμβιβασμό να αποφύγει,
αποφάσιζε μέσα της κρυφά να βάλει δυνατότερα σχοινιά
κι έτσι εκείνη να είναι αυτή που πρώτη θα απομακρυνθεί κάθε επόμενη φορά.
Τα βήματα τα πίσω τα δικά του,
θα τα 'κλεβε πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει.
Θα έφευγε πρώτη και θα άφηνε συνειδητά πίσω ένα κενό.
Κενό ορατό και κενό αόρατο, που θα τους χώριζε.
Κενό που θα προστάτευε τον εαυτό της.
Θα προστάτευε τον εγωισμό της.
Και ένα κενό που θα θυσίαζε, στο τέλος, την πολυπόθητη ελευθερία της...
"Μη μου αγχώνεσαι
Δεν το κουνάω απ' τη θέση μου
Αλλάζω απλά ταυτότητα
Μπορώ και προσαρμόζομαι
Κι από άνθρωπος σου σταθερός
Όσο περνάει ο καιρός
Θα γίνομαι εκκρεμότητα
Μη μου αγχώνεσαι
Απλά επιβιβάζομαι
Κι εγώ στη μονιμότητα
Μπορώ και συμβιβάζομαι
Και βλέπω τώρα την ουσία
Στις σχέσεις μόνο η απουσία
κρατά μια σταθερότητα..."
-Νατάσσα Μποφίλιου, Εκκρεμότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου