Πέμπτη, Φεβρουαρίου 26, 2015

είμαστε

παιδιά με χαμένα κομμάτια
απ' τα συναρμολογούμενα μυαλά τους

με τα χέρια να τυλίγουν τα μπράτσα τους
να κρατήσουν ό,τι απέμεινε στη θέση του

με τα πόδια να τρέχουν σε κύκλους
να ξεπεράσουν τον εαυτό τους

με τα μάτια τους κλειστά
να μην μπει μέσα παραπανίσιο φως
και τα κάψει
τώρα που έμαθαν πως δεν φτάνουν οι ενυδατικές κρέμες
και το νερό είναι δηλητηριασμένο

παιδιά, με αλάτι στα χείλη
να καυτηριάζει τις λέξεις
τα φιλιά
και τις ανάσες τους

με δάχτυλα μουδιασμένα
τυχαία να αφουγκράζονται πρόσωπα
τυχαία να διαχέουν τον ηλεκτρισμό τους στα μάγουλα
προγραμματισμένα να μαζεύουν το άγγιγμα
πίσω στην ασφάλεια του δικού τους σώματος

με στομάχια γεμάτα με σκουπίδια-
καλοκαίρια
σκοτάδια
κύμα
και φωτιά

με δέρματα βαμμένα μαύρα
να μην διακρίνονται οι μελανιές

με το λαιμό ξερό
από τη δίψα του για μια μυρωδιά
που θα τρομάξει τα κενά

παιδιά είμαστε
και είμαστε όμορφα
και ευάλωτα
και απόλυτα
και στο τέλος τους κόσμου μας
θα γελάσουμε μπροστά στη δειλία που δείχνουμε στον πόνο
και θα πονέσουμε αγκαλιά
τόσο βαθιά
μέχρι να ζήσουμε τόσο αληθινά
που θα πεθάνουμε 
ζωντανοί


έλα,
ας πεθάνουμε μαζί.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2015

sorry, we are all booked up

μάλλον χρειάζεται τώρα,
με τα σπασμένα γυαλιά απ' τα μπουκάλια σου
να ανοίξεις χώρο μες το στήθος σου
να με χωρέσεις κάπως,
ίσα να μην κρυώνω όσο χτυπάω βραδιάτικα την πόρτα.
κι εγώ μέσα στην τρύπα μου,
με το μυαλό μου ακόμη έξω απ' τη σχισμή
για να μην πιάνει χώρο,
να βυθίσω να νύχια μου στα σωθικά σου,
να κρατηθώ κουλουριασμένη στο κομμάτι που μου δάνεισες,
όσο ολόκληρο το σύστημά σου
θα προσπαθεί να με ξεράσει απ' το στόμα και τα μάτια σου.


όλο χτυπάω
κι όλο ανοιχτά 
είναι
ή κλειστά
μα εσύ
ποτέ δεν μου ανοίγεις
μόνο καμιά φορά
μου κλείνεις
κι αναγκάζομαι από το παράθυρο
να το σκάω
για να σε αφήσω να με διώξεις κανονικά

κι όταν ανοίξει η πόρτα
θα μπω ξανά
να κλέψω κάτι βλέμματα
και αντίστροφα να μετρήσω ως το δέκα
μέχρι να δω το όπλο ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και θυμηθώ
πως δεν ήτανε δικά μου.

αν δεν σε πειράζει,
θα κρατήσω μερικά.
ή έστω ένα.
και θα το ντύσω από πάνω με δικά μου ρούχα,
θα το ποτίσω με το άρωμά μου
και θα του μάθω τ' όνομά μου.
θα το πω δικό μου
κι εσύ θα συμφωνήσεις,
μέχρι να μου κλείσεις
ξανά
και γεμίσει
ξανά
το σώμα μου με γρατζουνιές.

αφού μέσα σου δεν μπορώ πια να κρατηθώ
θα πρέπει να κρατηθώ από τα χέρια μου
κι αυτά με εγκαταλείπουν,
το δέρμα μου στο πάτωμα μού φτύνουν
για να με ρίξουν κάτω.

δέρμα κι άλλο έχω,
αίμα έχω,
γάζες έχω,
τις πληγές κάπως τις παλεύω,
όσο απέναντί μου έχω πόρτα.
μόνο σε παρακαλώ,
μην κάνεις την πόρτα σου καθρέπτη.
γιατί όταν θα κλείσει
κι εγώ απέναντί της θα πάω να με δω,
δεν θα έχω αντανάκλαση
και τότε θα καταστραφώ.


και να,
καμιά φορά
και τα αποθέματά μου
μοιάζουν να στεγνώνουν
μαζί με τα δάκρυά μου
και δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα σ' αντέχω

φέρε μου λιγάκι να πιω από τα μάτια σου
κι εγώ πάλι θα ξεχάσω
γιατί ήθελα να σε ξεπεράσω

Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2015

ας συγχρονιστούμε

ίσως κι οι δυο κάπως συμφωνήσαμε, ανάμεσα στις παύσεις απ' τις ανάσες που χαρίσαμε σε ξένους δρόμους, να μη μιλάμε πια- για τα τέρατα που κοιμούνται κάτω απ΄τα κρεβάτια μας- για τα λουλούδια που φυτρώνουν έξω απ' τα περβάζια μας, 
να μας κλέβουν το χώρο για να ριζώσουμε εμείς, κάποτε, κάπου, στη μέση του ωκεανού, ανάμεσα στις θέσεις μας

μαζί.


δεν ξέρω, νόμιζα πάντοτε θα ξέρω. εσύ δεν είσαι σίγουρος κι εγώ θα με παλεύω, και θα μένω, πάντοτε θα μένω, πάντοτε θα περιμένω, να μη γίνει τίποτα, γιατί τίποτε στ' αλήθεια δεν αλλάζει, ο πρώτος ένας μένει και ο άλλος κάποιος παραμένει κι εγώ ακόμη θα ορκίζομαι πως ήξερα να ξέρω, και να μην ονειρεύομαι, να μην σε περιμένω, ήξερα και πάει, χάλασε η συμφωνία, κάθομαι τώρα και μετράω κάθε ώρα, κάθε λέξη, κάθε κόμμα και τελεία, να δούμε ποιος στο τέλος θα νικήσει. κανείς δεν θα νικήσει, αλλά ας δούμε ποιος θα χάσει πρώτος- όποιος πρώτος τα παρατήσει, μένει δεύτερος χαμένος 
και όποιος μείνει, κερνάει το κρασί, να μας ξεπεράσουμε, τουλάχιστον, 

μαζί.





Είμαι παραμορφωμένη.
Τα βλέφαρά μου έχουν φουσκώσει,
τα χείλη μου είναι πληγωμένα,
τα δόντια μου θολά,
φαίνεται αμυδρά στο πίσω μέρος απ' το στόμα μου,
εκεί στο τέλος του λαιμού,
καπνός απ' τις πυρκαγιές που σβήνουν στο στομάχι μου.
Το χρώμα στο δέρμα του προσώπου μου είναι τρομακτικό,
από τα δεξιά κατάλευκο και ανατριχιασμένο,
από τα αριστερά κόκκινο, λαμπερό και ζωντανό.
Το σώμα μου διχασμένο-
τα χέρια κουλουριασμένα γύρω απ' τα πλευρά μου
να κρατούν μέσα την καρδιά να μην σε φτάσει πριν από εμένα,
τα γόνατα λυγισμένα,
έτοιμα να τρέξουν έξω από το σαπιοκάραβο που με κουβαλά στους ώμους του
να με φέρει πιο κοντά σου.
Όταν με κατεβάσει το καράβι,
με αποχαιρετά με ένα αέρινο φιλί
από άνεμο θαλασσινό και οργισμένο
και φτάνω στην προβλήτα να σε ψάξω με τα μάτια μου γυμνά από γυαλιά.
Πριν προλάβω να σε δω,
είσαι ήδη από πίσω μου να αντικαταστήσεις την αγκαλιά μου
με τα χέρια σου.
Με δαγκώνεις στο λαιμό
και μου ρουφάς κάθε σταγόνα από τον έρωτα που μου χει απομείνει σε πλεόνασμα.
Όταν γεμίσεις,
εγώ θα λιποθυμήσω στα πόδια σου
και μέσα στη ζάλη θα προλάβω να κοιτάξω τα μάτια σου.
Κόκκινα, σας τα αναμμένα κάρβουνα που με κερνάς,
μικραίνουν όσο πέφτω
μέχρι να εξαφανιστούν από το πρόσωπό σου.
Τώρα έμεινες χωρίς μάτια ξανά
και δεν ξέρω από πού να σε καταλάβω όσο θα κοιμάμαι.
Όταν ξυπνήσω στο κρεβάτι σου
θα έχω μόνο μια ανάμνηση από το χρώμα και το φως τους
και δεν θα ρωτήσω που έχουν τώρα πάει.
Όσο περισσότερα ρωτάω,
τόσο περισσότερα χαρακτηριστικά εγκαταλείπουν το σώμα σου
και ταξιδεύουν στο σώμα κάποιου άλλου.
Δεν ρισκάρω παραπάνω απουσία,
θα μου λες ό,τι θέλεις όσο μένω εδώ
κι όταν γυρίσω στο καράβι μου
μπορεί και να 'χω ξεμείνει από απορίες
χωρίς να απαντήσεις σε αυτά που τρώγαν το κεφάλι μου
πριν φύγω.