Παρασκευή, Οκτωβρίου 31, 2014

Ένας λύκος στην παραλιακή


  Στην άκρη της παραλιακής, μία φορά, είχαν στήσει ένα μικρό μισοφέγγαρο,
να κοιτάει με το ένα μάτι προς τη θάλασσα και με το άλλο τους περαστικούς.

Ένα κορίτσι, χαμένο απ' το σπίτι του και από την εποχή του, 
συνήθιζε να τριγυρνά στα μέρη του και να ονειρεύεται τον ουρανό,
μα ποτέ, ποτέ, να μην πλησιάζει αρκετά για να το πιάσει.

Ποτέ, μέχρι εκείνη τη μέρα, που ξεκινά και τελειώνει, τόσο σύντομα, η ιστορία μας.

Τη μέρα που αποφάσισε να το αγγίξει, είχαν περάσει τα μεσάνυχτα.
Με κινήσεις μηχανικές, έφτασε απέναντί του.
Απελευθέρωσε το τρεμάμενο χέρι της από την τσέπη του φούτερ που φορούσε
και στα γρήγορα, πριν να προλάβει να τρομάξει αρκετά για να τραβηχτεί και πάλι πίσω,
άγγιξε πρώτη φορά το άγνωστο στολίδι.

Το πλαστικό φεγγάρι της προβλήτας, όταν ένιωσε τη θέρμη της κοπέλας,
ξαφνικά, και κάπως μαγικά, μεταμορφώθηκε, προσφέροντας το λαμπερό του χέρι 
σε εκείνη που το ξύπνησε, να της χαρίσει ένα χορό, ώστε να τη γνωρίσει.

(Δεν μιλάνε τα φεγγάρια.
Απολαμβάνουν τη σιωπή, και με το φως τους ταξιδεύουν μόνο νύχτες.)

Εκείνη, του έδωσε το χέρι της, φυσικά. Πάντα ερωτευμένη θα 'τανε μ' ένα φεγγάρι.
Και να που τώρα, ξαφνικά, το φεγγάρι της προσέφερε κάτι δικό του.

Χόρεψαν, για λίγο.
Τόσο παράξενος αυτός ο χορός, φαντάσου να χορεύεις με εκείνη τη μακρινή μας λάμψη.
Φαντάσου να μπορείς να αγγίξεις, κάτι που ποτέ δεν φτάνεις.
Φαντάσου
και θυμήσου
πως δεν λάμπει το φεγγάρι, μια οφθαλμαπάτη είναι.
Κάποιος ήλιος το φωτίζει και ζαλίζει.
Κι όπως το φαντάζεσαι εσύ, έτσι το φαντάστηκε κι εκείνη
και ξέμεινε ξανά από αέρα.

Εκείνο, ταράχτηκε πολύ, για τη μικρή θνητή μας
και απαλά ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της,
χαρίζοντας της τον αέρα απ'τα πνευμόνια του.

Όταν συνήλθε η κοπέλα, 
η μουσική σταμάτησε απαλά, πολύ απαλά, μελωδικά.
Και το φεγγάρι έφυγε. Αργά, πολύ αργά, ευγενικά.

Το φεγγάρι ήταν πλαστικό, όσο εκείνη το ήθελε να ήταν.
Κι εκείνη ήταν μόνη, όσο επέλεγε να φεύγει.
Και ο αέρας ήταν λίγος, όσος καιρός και να περνούσε.

Το κορίτσι προχώρησε στην άδεια παραλιακή. 
Έριξε ένα βλέμμα προς τη θάλασσα- ένα βλέμμα μόνο της αρκούσε.
Με τους ώμους αγκαλιά, πήδηξε και βούτηξε με θόρυβο στο κρυστάλλινο λιμάνι.

Κολύμπησε ως την αντανάκλαση της ημισελήνου, στους αφρούς,
μέχρι να καταλάβει, πως έπιανε μονάχα το νερό.

"Ανόητη. Φωτίζει το φεγγάρι.
Και το φεγγάρι είναι πλαστικό όσο δεν το πιστεύεις.
Ανόητη, ανόητη, τι ξέρεις απ΄αστέρια;",
ακούστηκε μια φωνή απ' τα μέσα του βυθού.

Η κοπέλα ξαφνιάστηκε, μα η φωνή λιγάκι την ηρέμησε,
έτσι όπως της έδειξε πως το χορό της με ένα αληθινό φεγγάρι,
δεν τον είχε φανταστεί.

Όταν πήγε πια πρωί, κανένα σημάδι δεν υπήρχε από το παράξενο ζευγάρι.


Το κορίτσι, από τότε, σε κάθε ημισέληνο, 
γεμάτη ακριβώς όπως εκείνα τα μεσάνυχτα,
μεταμορφώνεται σε λύκο.

Κάθε φορά που ουρλιάζει, θυμάται τη χαμένη ομορφιά του φεγγαριού.
Κι όταν τελικά, ξανά, της λείπει ο αέρας, επιστρέφει στην αρχική μορφή της
κι αλλάζει ονόματα και κατοικία.

Κι η θάλασσα, από τότε,
έχει πάρει το πλαστικό φεγγάρι, και το 'χει περασμένο στην αντίπερά της  όχθη, 
για να 'ναι σίγουρη, πως κανένας λύκος δεν θα μπορέσει να το βρει
και να τολμήσει πάλι να ξεστομήσει, πως δεν του φτάνει να φωτίσει. 



                                                                                                                      Emil Nolde, Half Moon Over The Sea   

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2014

σχιζοφρένια

γιατί πάντα,
πάντα
λέω ότι φταίω 
για όλα
εγώ

και γιατί
είμαι σχιζοφρενής

και γιατί
με το μυαλό μου 
έχω τσακωθεί

και ποτέ,
ποτέ
δεν θα με μάθω




Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2014

Oh- I was happy

Εντάξει,
και οι φωτογραφίες όμως
έχουνε σφυγμό.
Μόνο, σταματημένο.
Δεν πετιέται η ευτυχία στα σκουπίδια.
Ποιος ανόητος
πετάει την ευτυχία;
Δεν ξέρω.
Οι δικές μου οι φωτογραφίες,
πάντως,
ζουν.
Αναπνέουν,
σταθερά και ασταμάτητα 
σε μια ατελείωτη εισπνοή
ή εκπνοή,
ανάλογα τα φώτα.
Τρέφονται,
από το τότε.
Φωνάζουν,
είναι έτοιμες να φωνάξουν,
πάντα έτοιμες να φωνάξουν,
με το στόμα ανοιχτό 
και τα χείλη γεμάτα με τον πρώτο φθόγγο απ' την πρόταση.
Πώς μπορείς να αγαπάς τις φωτογραφίες
αν τις έχεις για νεκρές;
Η ευτυχία τους υπάρχει,
μαύρη ή λευκή,
κάπου, πάντα κάπου, κάποτε,
σε ένα μέρος που θυμίζει κάπως όνειρο, διπολικό.
Ένα νεκροταφείο,
για όλους εκείνους τους θανάτους
των ανθρώπων που αγάπησα
και κυρίως
των ανθρώπων που μαζί τους 
αγάπησα να είμαι.
Μια χώρα του Πάντα, 
ή του Ποτέ,
που με μαθαίνει να πετάω
και να μοιράζομαι τα παραμύθια μου.
Ένας παραμυθάς είμαι, 
αυτό ήθελα πάντοτε να είμαι.
Μια νεράιδα
που χάνει τα φτερά της
και συνεχίζει να νιώθει στη ράχη της τις χαραμάδες.
Ένα παιδί
που ξεχνάει να γελάει
και θυμάται πως μπορεί.
Μια άυπνη φοιτήτρια
που κυνηγάει μανιωδώς ελευθερία
και ψάχνει στα αρχεία της για να τη βρει.
Μια φωτογραφία είμαι,
μόνο πιο ζωηρή.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2014

6 a.m.


Σήμερα,


τα φώτα ζωγραφισμένα 

να ταιριάζουν με τον μπερδεμένο ουρανό.


Στο βάθος,

η μουσική ενσωματωμένη με τη νύχτα.


Εσύ, 

ήρωας φανταστικός, 

γραμμένος από συγγραφέα κλασικό,

μιας άλλης εποχής,

γέννημα ενός παλιού ονείρου.


Εγώ,

πρωταγωνιστώ σε παραμύθι.




















Ένα παραμύθι,

που δεν γράφτηκε για μένα.


Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2014

Πράσινο, χωρίς το φλας


Ένα κομμάτι της φωνής σου ,
ευχαριστώ.



* Κάποτε
ήξερα τουλάχιστον
ποια δεν είμαι

τώρα τίποτα.




Είναι περίεργες οι τελευταίες μου μέρες.
Περνάνε αστραπιαία,
τόσο που είναι σα να μην κινούνται
και να μένουν στο ίδιο αόριστο σημείο.


Περπατάω σε μια πόλη μαγική.
Και δεν παρατηρώ πού πάω.
Σε βιβλία διάβασα για τη μαγεία
και την αποστήθισα.
Τώρα ξέχασα και πώς θυμούνται.
Περπατάω.
Δεν παρατηρώ πού είμαι.
Βλέπω παπούτσια, πλακάκια
και κανένα κτίριο στα πλαϊνά.
Δεν βλέπω πραγματικά.
Κρατώ τα μάτια μου κλειστά
και συνεχίζω εμπειρικά.
Χωρίς να έχω αποκτήσει ζωή αρκετή να φτάσει για πυξίδα.

Ελευθερία.
Διψάω για ελευθερία.
Θαμμένη βαθιά,
όταν είναι πια αργά, ελπίζω πως δεν την είχα καταπιεί,
έτσι όπως έκλαιγα μικρή
ή μαζί με καμιά μασημένη μου φράση
όταν έψαχνα φυγή.


Τίποτα δεν είναι σωστό.
Και τίποτα λάθος.
Άρα;

Είναι περίεργες οι μέρες μου, τελευταία.
Σκέφτομαι χωρίς σταματημό
σκέψεις δίχως λέξεις.
Δύσκολες να περιγραφούν.
Τι ρωτάς;



Δεν ξέρω.

Θέλω να πετάξω.

Δεν χρειάζομαι φτερά.
Μόνο λίγη σιγουριά.



*
Ένα κομμάτι της φωνής σου,
ευχαριστώ.
Ένα κομμάτι της φωνή σου,
ηλεκτρονικά περασμένης
και παραποιημένης από την άχρηστη ορθογραφία σου,
το χιούμορ σου,
να ηρεμήσω.
Βρήκα τη μαγεία που έψαχνα.
Βρήκα τη θεραπεία στα άχαρα κενά μου.
Τη χρειαζόμουν τη φωνή σου.
Όχι για να γυρίσω σε εσένα.
Δεν κατάφερα ακόμη να σου φύγω.
Μ' άφησες, όμως, πια, να σε αφήσω.
Τα βήματά μου τώρα μπορούν να γίνουν ελαφριά,
γιατί πατάνε σε εποχές μοναχικές 
και τραυματισμένες,
γεμάτες όμως 
και αληθινές,
που περάσαν σπρώχνοντας τους μήνες.
Τις αφήσαμε.
Δεν μας αφήσαμε.
Υπάρχουμε.
Γιατί υπήρξαμε.
Και τώρα μπορώ να συνεχίσω να υπάρχω κι εγώ,
όχι πλέον μισή,
αλλά καινούρια.
Μακριά σου,
με εκείνα τα σημάδια σου
που αγάπησα πιο πολύ απ' τον εγωισμό
και τις στοιχειωμένες νύχτες μου.
Αν αρχίσαμε,
τελειώσαμε.
Κι αν δεν ξεκινήσαμε ποτέ,
εμείς θα ξέρουμε πως κάπου, κάποτε,
μας αγαπήσαμε.
Και είναι εντάξει.
Είμαστε εντάξει.
Και θα είμαστε.
Και θα είναι αρκετό.
Με τον καιρό,
θα είναι αρκετό.
Ό,τι έχω,
ό,τι έμεινε,
όσο έμεινα,
θα μου φτάνει,
κι είμαι ένας άνθρωπος που
ποτέ 
τίποτε
δε μοιάζει να του φτάνει.


*
Χρόνο.
Να ζητήσω χρόνο.
Δεν θέλω να ζητάω χρόνο.
Δεν θέλω να ζητάω.

Τα βράδια που δεν ξέρω αν σε πονάω,

τις μέρες που δεν ξέρω τι με πονά.

Χρόνο.

Να ζητήσω χρόνο.
Ποιος ζητάει χρόνο πλέον;
Δεν υπάρχει χρόνος.
Τέλειωσε.
Ξεκίνησε καινούριος.


Καλύτερα έτσι,

σταθερά.

*σταματημένα



Δεν ξέρω.



*
"Μην πιέζεσαι.
Μόνο εγώ θα σε πιέζω,
με τις αγκαλιές μου."

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2014

η τέχνη του να τα κάνεις περίπλοκα,

a novel by me.


πάντα θα βρίσκω λόγους
να μένω μόνη.


ξέρεις,
κοκκίνισε ο ουρανός όταν τον πλησιάσαμε
ίσως
από το αίμα μου που βράζει
ίσως
από το αίμα σου
που στάζει
αργά και βασανιστικά
πάνω στις αγαπημένες μου μπλούζες

Εγώ, μόνο εγώ,
δεν έχει εμείς,
δεν με χωράει,
διασκορπισμένη βρίσκομαι σε γη και ουρανό.

ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος σήμερα
και μου θύμισε το χειμώνα μου,
μαζί σου.

η θάλασσα ήταν άγρια σήμερα
και έμοιασε με τα δόντια σου ανάμεσα στα πνευμόνια μου,
μακριά σου.

Δεν ωφελεί.

Εγώ,
εκεί θα μένω.
Πάντα εκεί θα μένω.
Σε κάτι που δεν υπάρχει και πολύ.
Κάτι σχεδόν αληθινό,
σχεδόν ψεύτικο,
ακριβώς σταθερό
και απολύτως πικρό.

ξέρεις,
δεν μου ταιριάζει
η ευτυχία

την καταστροφή προτιμώ,
από ιστούς αράχνης τρέφομαι,
μέχρι να γίνω λεία της τροφής μου

ξέρεις,
δεν ξέρεις.

δεν χρειάζεται όλα να τα ξέρεις.


λείπεις
με κάθε έννοια
όπως με πληροφορεί συχνά
κάθε κομμάτι απ' το σώμα μου
και κάθε σταγόνα αίματος
που επιταχύνει μέσα στις αρτηρίες μου
όποτε νιώθω το άρωμά σου τυχαία
σε κάποια γωνία της δικής, δανεικής 
και περιστασιακής μας πόλης

πάλιωσα λίγο
μετά από σένα,
σκούριασα
και κλείδωσα γύρω από τη σιλουέτα του στήθους σου
που γλίστρησε εύκολα ανάμεσα απ' το κράτημά μου
και με άφησε να αγκαλιάζω το κενό

σκηνικά ήταν η Θεσσαλονίκη μας.
δεν ήτανε δική μας.


υπάρχει ισορροπία τώρα
μια πληγή στα δεξιά,
μια στ΄ αριστερά.
ένα ανδρικό χέρι
και ένα γυναικείο,
μια κακή επιλογή
και μια σπασμωδική κίνηση πανικού

και φόβου

πάντα φόβου,
πάντα δραπετεύσεις
και τάσεις αυτοκαταστροφικές

δεν ωφελεί.

σ' αγαπάω 
και σε χρειάζομαι
να φύγεις

από πάνω

από μέσα

και από έξω μου


δεμένη είμαι ακόμη
και φοβάμαι


φοβάμαι
και πρόβλημά μου, τώρα.
και ωραία η λογική μου.
και δικοί μου οι πόνοι στο στομάχι.

δεν μπορώ πια να αποφασίσω για το δίκαιο
και το σωστό,
υπήρξα λάθος
και δεν βρίσκω πλήκτρα στο κορμί μου
να αναιρέσω τις κινήσεις των χεριών και των χειλιών μου

λάθος υπήρξα

όσο μπορώ να θυμηθώ.

Καμιά Χώρα των Θαυμάτων,
ξεμείναμε από ήρωες και παραμύθια.
Μόνο σκορπισμένη σε ένα σύμπαν πλέον,
μια Αλίκη που έχασε το όνομά της,
ανάμεσα σε πεθαμένους ήλιους,
άγνωστες γεννήσεις και αστρικά μακελειά,
είμαι ένα περιφερόμενο λάθος
που ξέρει να μιλά για τα σωστά



ξέρεις;
είναι μια μαγεία ο τρόπο που ακουμπάς,
σα να 'μαι φτιαγμένη από κάποιο κρύσταλλο που σπάει
  
έτσι όπως σπάει η φωνή σου,
και με σπάς,
τρέμω

πιο πολύ τώρα

πιο αυτόματα

όχι τις φορές που μ' άφησες,
αλλά που άφησα τον εαυτό μου να σ'αφήσει
να με παρατήσεις κάπου ανάμεσα σε ένα ναι κι ένα όχι

κάπου ανάμεσα
στο εμένα μου
και στο εμένα σου

δεν ωφελεί.

σε ταχυπαλμίες
και δάκρυά που στεγνώνουν πάνω σε μια στραπατσαρισμένη θέση λεωφορείου,
είμαι
έτσι κι αλλιώς
συνηθισμένη.

και αν τα δάκρυα λερώνουν που και που το πρόσωπό μου,
και αν καταπιέζομαι απ' τη φροντίδα,
ευτυχώς, 
εσύ ξέρεις να τη δίνεις σε δόσεις
και να με κρατάς εθισμένη
σε σταγόνες της ζωής μου.

και αν, τελικά, έμοιαζε τόσο λάθος ο δρόμος
και τόσο λάθος το τέλος
και τόσο ανόητη εγώ,

δεν ωφελεί.

είναι η αστάθειά μου.
ο διαρκής αγώνας μου για οξυγόνο
και η απελευθέρωσή μου απ' την ανάγκη του,
μόλις το αναπνεύσω

τέτοια αστάθεια,
είναι δηλητηριώδης
και δεν θα σου τη συνιστούσα.

είναι τοξική η παρουσία σου
βαθιά μέσα στη απουσία

λείπεις

τα μάτια σου κυρίως,
που με ανασταίνουν κάπως, έτσι όπως λιώνουν
όταν με έχουν καταδικάσει ήδη σε θάνατο τα φιλιά σου στα σκοτάδια
και οι λέξεις σου, που αλλού εξομολογείς
όταν έχει πλέον ξημερώσει

ομολογώ
πως δεν σου τη συνιστώ,
στην παίρνω απ' τα χέρια χωρίς να σε ρωτήσω.
θυμάμαι τις νύχτες που έμεινα μόνη και μετέωρη
να περιμένω ένα ερωτηματικό
να μοιάσει με τελεία,
να φέρει πίσω την κλεμμένη μου βαρύτητα

και δεν στο συνιστώ

δεν με συνιστώ

περίεργο παιδί,
καταπιέζομαι από την αγάπη των φίλων
και επιλέγω ξανά και ξανά την ασφάλεια της απόρριψης

εγώ,
μάλλον,
τον έρωτα τον έχω για να γδέρνει το δέρμα μου,
να τρυπάει τις μέρες μου
και να εισβάλει στα όνειρά μου.

τον έρωτα,
τον έχω κρατημένο
και μαθημένο
να με εθίζει σε ναρκωτικά και σε αλκοόλ.


αξίζεις πολλά
μα δεν αξίζω να καταναλωθώ σαν αποτσίγαρο
στο σοκ της απεξάρτησης

αξίζω
κάτι παραπάνω
από σπασμένα πλευρά
και σπασμένα φτερά

έτσι μου λένε.

μα τα αποκαΐδια της φωτιάς σου
είναι ό,τι μου απέμεινε από εσένα
που τόσο άγρια άναψες την ψυχή μου
και έσβησες τη λογική μου
κι ας μην τον ήθελες τον κίνδυνο για το μυαλό μου

και,
ξέρεις,
είμαι επικίνδυνη
μόνη με τον εαυτό μου 

μα το μόνη είναι εύκολο,
με κρατά ακέραιη
και σίγουρη

και,
ξέρεις,
φοβάμαι.

δεν ξέρεις,
πόσο φοβάμαι να αλλάξω,
να ξεκινήσω,
να αφεθώ

πάντα θα βρίσκω λόγους
να μένω μόνη.

πάντα θα έχω κάτι 
για να μελαγχολώ.


λείπεις

ήδη λείπεις
ήδη έλειπες

σε είχα χάσει ήδη,
απ’ την πρώτη μας στιγμή.


πάντα θα μένω θαμμένη
στο παρελθόν
και ποτέ δεν θα ξεχνάω

ξεχασμένες ανάσες
είναι αλλαγμένες ζωές
και έχω εθιστεί στις πληγές
και τη νωθρότητά μου

μονάχα,
σήμερα στο όνειρό μου
θα σε φιλήσω
να ελέγξω την ταχύτητα της φυγής μου
και μετά θα με παρακολουθήσω, ώσπου να ξυπνήσω,
να μετανιώνω τα βήματά μου
αμέσως μόλις έχω ξεφύγει αρκετά
για να νιώσω ελεύθερη
και ηττημένη

εγώ, δεν θα με άντεχα

αν θες να με αντέξεις,
να θυμάσαι πως όλο τρέχω,
κι όλο τρέμω
κι όλο πληγώνω με τα νύχια μου τη σάρκα μου,
να προλάβω πριν πληγώσω όσους μ' ακουμπάνε

εγώ, δεν θα με διάλεγα 
τώρα

είμαι ευάλωτη,
πληγωμένη,
κολλημένη
και χαομένη
και δεν ξέρω να ελέγξω τις σκέψεις
και τις αντιδράσεις των ματιών μου

η Σελήνη
φοβάται τον εαυτό της
κοντά της
και κοντά σε άλλους

εγώ,
δεν θα με διάλεγα
γιατί δεν ξέρω να διαλέγω

δεν το ξέρω το μαζί
δεν το έμαθα ποτέ

δεν ξέρω.
τίποτα δεν ξέρω.
εσύ δεν φοβάσαι;

ακόμη
δεν συνήθισα το κρεβάτι μου,
δεν απομνημόνευσα το χάρτη μου
και δεν ξέρω τις δυνάμεις μου
να κρατηθώ μακρυά απ' τα παλιά ξενύχτια

ακόμη,
δεν συνήθισα στην ιδέα του μακρυά,
ούτε στην ιδέα του κοντά

δεν μπορώ να ξέρω,
δεν μπορώ να καταλάβω αυτά που σκέφτομαι,
δεν μπορώ να αποφασίζω

ο χρόνος,
έχω πει,
δεν υπήρξε φίλος μου συχνά.
μα τώρα αρχίζω και τον θέλω,
πιο πολύ από τα άσχημα και τα όμορφα που κουβαλά
σε πίσω και σε μπρος

όλα είναι αφηρημένα
κι αν ψάχνεις για συγκεκριμένο,
δεν το έχω,
γι αυτό χαρίζω το μόνο που έμαθα να δίνω-
την παραίτηση

δεν θέλω να περιμένεις,
δεν μ' αρέσει να με αδρανοποιούν με τέτοιο τρόπο,
να με δένουν με αόρατα σχοινιά
σε κάτι που μπορεί ποτέ να μην με φτάσει

μα τα βήματα είναι πολλά
και κάτι άλλο
δεν έχω να προτείνω

δεν ξέρω.
αυτό, μόνο, ξέρω,
για την ώρα.

κι αν επιμένεις να σε βασανίσω λίγο ακόμη,
περίμενε το χρόνο,
χωρίς να περιμένεις εμένα να τον πιάσω.

νομίζω αυτά ήθελα να σου πω.



καλύτερα που μ' αφήνεις πια οριστικά,
να καταφέρω να σε θρηνήσω αληθινά
και να σε θάψω πιο βαθιά,
μήπως και προχωρήσω.


περίεργο πλάσμα,
ανόητο κορίτσι,
ηρέμησε για λίγο τους στροβιλισμούς σου.
έχεις το δικαίωμα για μια ανάσα,
που και που,
μην τη στερείς κι αυτή απ' το λαιμό σου.