Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2015

ας συγχρονιστούμε

ίσως κι οι δυο κάπως συμφωνήσαμε, ανάμεσα στις παύσεις απ' τις ανάσες που χαρίσαμε σε ξένους δρόμους, να μη μιλάμε πια- για τα τέρατα που κοιμούνται κάτω απ΄τα κρεβάτια μας- για τα λουλούδια που φυτρώνουν έξω απ' τα περβάζια μας, 
να μας κλέβουν το χώρο για να ριζώσουμε εμείς, κάποτε, κάπου, στη μέση του ωκεανού, ανάμεσα στις θέσεις μας

μαζί.


δεν ξέρω, νόμιζα πάντοτε θα ξέρω. εσύ δεν είσαι σίγουρος κι εγώ θα με παλεύω, και θα μένω, πάντοτε θα μένω, πάντοτε θα περιμένω, να μη γίνει τίποτα, γιατί τίποτε στ' αλήθεια δεν αλλάζει, ο πρώτος ένας μένει και ο άλλος κάποιος παραμένει κι εγώ ακόμη θα ορκίζομαι πως ήξερα να ξέρω, και να μην ονειρεύομαι, να μην σε περιμένω, ήξερα και πάει, χάλασε η συμφωνία, κάθομαι τώρα και μετράω κάθε ώρα, κάθε λέξη, κάθε κόμμα και τελεία, να δούμε ποιος στο τέλος θα νικήσει. κανείς δεν θα νικήσει, αλλά ας δούμε ποιος θα χάσει πρώτος- όποιος πρώτος τα παρατήσει, μένει δεύτερος χαμένος 
και όποιος μείνει, κερνάει το κρασί, να μας ξεπεράσουμε, τουλάχιστον, 

μαζί.





Είμαι παραμορφωμένη.
Τα βλέφαρά μου έχουν φουσκώσει,
τα χείλη μου είναι πληγωμένα,
τα δόντια μου θολά,
φαίνεται αμυδρά στο πίσω μέρος απ' το στόμα μου,
εκεί στο τέλος του λαιμού,
καπνός απ' τις πυρκαγιές που σβήνουν στο στομάχι μου.
Το χρώμα στο δέρμα του προσώπου μου είναι τρομακτικό,
από τα δεξιά κατάλευκο και ανατριχιασμένο,
από τα αριστερά κόκκινο, λαμπερό και ζωντανό.
Το σώμα μου διχασμένο-
τα χέρια κουλουριασμένα γύρω απ' τα πλευρά μου
να κρατούν μέσα την καρδιά να μην σε φτάσει πριν από εμένα,
τα γόνατα λυγισμένα,
έτοιμα να τρέξουν έξω από το σαπιοκάραβο που με κουβαλά στους ώμους του
να με φέρει πιο κοντά σου.
Όταν με κατεβάσει το καράβι,
με αποχαιρετά με ένα αέρινο φιλί
από άνεμο θαλασσινό και οργισμένο
και φτάνω στην προβλήτα να σε ψάξω με τα μάτια μου γυμνά από γυαλιά.
Πριν προλάβω να σε δω,
είσαι ήδη από πίσω μου να αντικαταστήσεις την αγκαλιά μου
με τα χέρια σου.
Με δαγκώνεις στο λαιμό
και μου ρουφάς κάθε σταγόνα από τον έρωτα που μου χει απομείνει σε πλεόνασμα.
Όταν γεμίσεις,
εγώ θα λιποθυμήσω στα πόδια σου
και μέσα στη ζάλη θα προλάβω να κοιτάξω τα μάτια σου.
Κόκκινα, σας τα αναμμένα κάρβουνα που με κερνάς,
μικραίνουν όσο πέφτω
μέχρι να εξαφανιστούν από το πρόσωπό σου.
Τώρα έμεινες χωρίς μάτια ξανά
και δεν ξέρω από πού να σε καταλάβω όσο θα κοιμάμαι.
Όταν ξυπνήσω στο κρεβάτι σου
θα έχω μόνο μια ανάμνηση από το χρώμα και το φως τους
και δεν θα ρωτήσω που έχουν τώρα πάει.
Όσο περισσότερα ρωτάω,
τόσο περισσότερα χαρακτηριστικά εγκαταλείπουν το σώμα σου
και ταξιδεύουν στο σώμα κάποιου άλλου.
Δεν ρισκάρω παραπάνω απουσία,
θα μου λες ό,τι θέλεις όσο μένω εδώ
κι όταν γυρίσω στο καράβι μου
μπορεί και να 'χω ξεμείνει από απορίες
χωρίς να απαντήσεις σε αυτά που τρώγαν το κεφάλι μου
πριν φύγω. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου