Από 40 κύματα πέρασε η απόφαση μέχρι να βγει
και μια μ' έριχνε δεμένη στα βαθιά,
μια μ' ελευθέρωνε κι έσπρωχνε εσένα στη σανίδα.
Είδα τον όλο μου πνιγμό από ψηλά,
άλλοτε φάνταζε ψεύτικος, αδύνατος,
εφιάλτης που μόνο υπό την επίρροια του ύπνου ξυπνά,
κι άλλοτε μου 'τανε γελοίος,
λες κι όλη εκείνη η θάλασσα που με βύθιζε,
σταγόνες ήταν μονάχα, μιας ξένης βροχής
κι εγώ μέσα της έτρεμα σαν ψάρι.
Πότε πάλι, θάλασσα καθόλου δεν υπήρχε,
στο κενό πνιγόμουν μόνη,
κι ούτε που είχα ζωή για να φοβάμαι τον πνιγμό.
Στο τέλος, ναύτες τρέχαν πανικόβλητοι
και με τραβούσαν με σχοινιά,
με μια απορία στο βλέμμα
για το κορίτσι που προσπάθησε και πάλεψε με το νερό,
θυμίζοντάς μου πως ποτέ του δεν έμαθε να κολυμπά.
Ψέματα, ψέματα, δεν έπεσα εγώ, ψέματα....
Οι αφροί καθώς πάλευα μου ψιθύριζαν βραχνά,
ένοχος λέγανε, θύμα αντιλέγανε, τρέχα φωνάζανε μαζί.
Το νερό μου 'χε θολώσει τα μάτια
και τόσο που κατάπια από το σοκ
μου είχε κάψει λαιμό και περιθώρια.
Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν μπερδευτεί,
κι εγώ αδυνατούσα να ξεχωρίσω πια επιφάνεια και βάθος.
Σωστό και λάθος είχα χάσει,
μα ο κόσμος είναι πικρός,
με το αλάτι δεν ταιριάζει,
κι ίσως να του ανήκεις, έλεγα.
Πλέον, ξέρω, αντάξιο κομμάτι του αποτελείς,
στην υποκρισία πρώτος,
την πουλάς χωρίς όρια, μαζί με πλαστική αγάπη, μίας χρήσεως,
σε ανθρώπους αφελείς, που δεν προτίθενται για αγοραστές,
κι αντί να ψάχνουνε το δίκιο τους,
βουλιάζουν στη σιωπή και τις τύψεις,
γιατί έτσι θέλουν να βλέπουν τον κόσμο
-αλλιώτικο, απλό-, κι έτσι τον βλέπουν.
Άνθρωποι αλλιώτικοι, αφελείς,
που δεν προτίθενται γι αγοραστές,
παιδιά μονάχα που νομίζουν πως μπορούν
με την καρδιά να λογαριάσουν λογική,
κι αγκαλιάζουν ακόμη και το λάθος,
λες και θα άξιζες ποτέ σου κάτι τέτοιο.
και μια μ' έριχνε δεμένη στα βαθιά,
μια μ' ελευθέρωνε κι έσπρωχνε εσένα στη σανίδα.
Είδα τον όλο μου πνιγμό από ψηλά,
άλλοτε φάνταζε ψεύτικος, αδύνατος,
εφιάλτης που μόνο υπό την επίρροια του ύπνου ξυπνά,
κι άλλοτε μου 'τανε γελοίος,
λες κι όλη εκείνη η θάλασσα που με βύθιζε,
σταγόνες ήταν μονάχα, μιας ξένης βροχής
κι εγώ μέσα της έτρεμα σαν ψάρι.
Πότε πάλι, θάλασσα καθόλου δεν υπήρχε,
στο κενό πνιγόμουν μόνη,
κι ούτε που είχα ζωή για να φοβάμαι τον πνιγμό.
Στο τέλος, ναύτες τρέχαν πανικόβλητοι
και με τραβούσαν με σχοινιά,
με μια απορία στο βλέμμα
για το κορίτσι που προσπάθησε και πάλεψε με το νερό,
θυμίζοντάς μου πως ποτέ του δεν έμαθε να κολυμπά.
Ψέματα, ψέματα, δεν έπεσα εγώ, ψέματα....
Οι αφροί καθώς πάλευα μου ψιθύριζαν βραχνά,
ένοχος λέγανε, θύμα αντιλέγανε, τρέχα φωνάζανε μαζί.
Το νερό μου 'χε θολώσει τα μάτια
και τόσο που κατάπια από το σοκ
μου είχε κάψει λαιμό και περιθώρια.
Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν μπερδευτεί,
κι εγώ αδυνατούσα να ξεχωρίσω πια επιφάνεια και βάθος.
Σωστό και λάθος είχα χάσει,
μα ο κόσμος είναι πικρός,
με το αλάτι δεν ταιριάζει,
κι ίσως να του ανήκεις, έλεγα.
Πλέον, ξέρω, αντάξιο κομμάτι του αποτελείς,
στην υποκρισία πρώτος,
την πουλάς χωρίς όρια, μαζί με πλαστική αγάπη, μίας χρήσεως,
σε ανθρώπους αφελείς, που δεν προτίθενται για αγοραστές,
κι αντί να ψάχνουνε το δίκιο τους,
βουλιάζουν στη σιωπή και τις τύψεις,
γιατί έτσι θέλουν να βλέπουν τον κόσμο
-αλλιώτικο, απλό-, κι έτσι τον βλέπουν.
Άνθρωποι αλλιώτικοι, αφελείς,
που δεν προτίθενται γι αγοραστές,
παιδιά μονάχα που νομίζουν πως μπορούν
με την καρδιά να λογαριάσουν λογική,
κι αγκαλιάζουν ακόμη και το λάθος,
λες και θα άξιζες ποτέ σου κάτι τέτοιο.
Σε κανέναν μη δώσεις την εξουσία να σου στερήσει τη διαφορετική, την παιδική ματιά απέναντι στον κόσμο· τη δύναμή σου. Μα, να πιστεύεις στον Άνθρωπο κι ας χάνεις σε στιγμές την εμπιστοσύνη σου στους ανθρώπους..
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ τελευταία σου στροφή είναι πολύ όμορφη, αληθινή. Κράτα την αισιόδοξη και θα τη δεις να εξυψώνεται σε γνήσια ποίηση (Γιατί
υ π ά ρ χ ε ι μες στα λόγια σου. *με την καρδιά να λογαριάσουν λογική..*)
=]
http://www.youtube.com/watch?v=ZZud4M9uu0A
Αυτό προσπαθώ να κάνω...ή αυτό τουλάχιστον θα ήθελα να καταφέρω, να αποτρέψω κάποιες "αυτόματες" αλλαγές στη στάση μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ... το προσπαθώ... =)
-όμορφο τραγούδι κ' πολύ όμορφοι στίχοι..!-