Την κοίταξε και μέσα του σα ξεφύσησε.
Ανταποδίδοντας το βλέμμα, τα χείλη της σφίχτηκαν.
Τα μάτια της στένεψαν και τα μάγουλά της άναψαν.
Τινάχτηκε όρθια, σπρώχνοντας και, τελικά, ρίχνοντας το τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της.
Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τον εαυτό της,
γύρισε το βλέμμα της ψηλά και ανάσανε βαριά, με τα βλέφαρα κλειστά αντίθετα στον ήλιο.
Δεν βρήκε επιτυχία. Κλότσησε το πεσμένο τραπεζάκι.
-Τι συμβαίνει;
-Μην μιλάς.
-Γιατί; Είπα κάτι που σε ενόχλησε;
-Όχι, απλά μην μιλάς.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν πειράζει. Φεύγω όπως και να έχει.
Με μιας τότε γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να τρέχει, αφήνοντας εκείνον πίσω της σαστισμένο.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την φτάσει. Εκείνη, επιταχύνοντας όλο και περισσότερο,
έβγαζε περίεργους ήχους ανάμεσα από τα δόντια της και βρισιές μπλέκονταν με τις κοφτές της ανάσες.
Δεν έτρεχε μακρυά από εκείνον, όχι στ' αλήθεια.
Από την ίδια ήθελε να ξεφύγει,
εκείνο το κομμάτι της που παρακολουθούσε τόσα χρόνια
να τρέχει, όπως και τώρα, μα προς την αντίθετη κατεύθυνση,
να κυνηγά με βήματα προσεκτικά εκείνον και κάθε τέτοιο.
Το κομμάτι της που διάβασε στα μάτια του,
εκείνο που είτε τον κούραζε τόσο πολύ,
είτε τον άφηνε αδιάφορο.
Φτάνοντας κοντά στη θάλασσα, η ταχύτητά της έπεσε.
Αδύναμη πλέον, πλησίασε την παραλία
και σκουντουφλώντας στην άμμο, προσγειώθηκε στα γόνατά της.
Με τα χέρια της καρφωμένα στο κεφάλι της,
γράπωσε τα μαλλιά της, με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της σφιγμένες απ' την ένταση.
Τα μάτια της ήταν σφραγισμένα και το σαγόνι της πιεσμένο.
Για πόσο ακόμη θα ήταν εκείνη που νοιάζεται περισσότερο,
εκείνη που σκέφτεται εκείνον που δεν το κάνει ποτέ,
εκείνη που περιμένει και περιμένει και περιμένει...
Ως πότε θα έπρεπε να μετρά την κάθε της λέξη,
να υπολογίζει το κάθε της βήμα
και να δαγκώνει τη γλώσσα της
για να προστατεύσει τον εαυτό της από την επερχόμενη απομάκρυνσή του;
Ως πότε θα κουτουλούσε στον καθρέπτη κάθε που τον πλησίαζε λίγο παραπάνω;
Κι ως πότε, θα ανεχόταν ακόμη να είναι δεδομένη;
Κανείς δεν θα 'πρεπε να πάρει το βάρος της ευθύνης.
Κανείς άλλος.
Τώρα αμέσως θα πετούσε το κομμάτι της εκείνο στα κύματα μπροστά της,
θα το άφηνε να το παρασύρει ο αφρός στα βράχια
και θα παρακολουθούσε με αγωνία να το κατασπαράζει με μανία ώσπου να χαθεί.
Έπειτα, μέσα στο βυθό θα βούλιαζε
και δεν θα σταματούσε μέχρι να βρει κάτι να καλύψει το κενό που θ'άφηνε.
Θα έψαχνε πίσω από κάθε φύκι και κάτω από κάθε πέτρα
για τον χαμένο της εγωισμό, θα έπλαθε με λάσπη δύναμη και σιγουριά
και με μια πέτρα κοφτερή, ίδια μαχαίρι φονικό,
θα έσχιζε τη βάση του λαιμού της,
ελευθερώνοντας κάθε καταπιεσμένη σκέψη,
κάθε λυγμό, κάθε νευρικό γέλιο, κάθε κραυγή έκπληξης.
Τα μάτια της θα πασάλειβε μ' αλμύρα,
μέχρις εκείνα να δακρύσουν
και τρελαμένη θα έτρεχε στον κόσμο να αποδείξει πως μπορεί και κλαίει.
Θα τραγουδούσε τότε στο δρόμο με όλη της τη δύναμη
και θα χόρευε ξέφρενα στα πεζοδρόμια.
Δεν θα ήταν δεδομένη για κανέναν.
Δεν θα ήταν κανενός το πρότυπο συμπεριφοράς.
Δεν θα την ένοιαζε καθόλου πώς θα φαινόταν.
Θα ήταν ελεύθερη.
Έτσι, μονάχα έτσι, θα επέστρεφε πίσω σε εκείνον.
Αν την ήθελε τότε, για πάντα θα την ήθελε.
Πέταξε με φόρα το σακίδιο που φορούσε στην πλάτη της,
μουγκρίζοντας καθώς εκείνο μπλεκόταν με τη ζακέτα της.
Γρήγορα τότε, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες,
τη ζακέτα και τη μπλούζα της.
Ξυπόλητη, προχώρησε αργά μέχρι το νερό
και ξεσπώντας σε κλάματα βούτηξε στην παγωμένη θάλασσα.
Κολύμπησε ως τα βαθιά,
πιο βαθιά απ' όσο ήταν θεωρητικά για κείνη ασφαλές.
Παλεύοντας με τα κύματα και τον πάγο του νερού,
ένιωθε να χτυπά όλα εκείνα που την νευρίαζαν και την απογοήτευαν
και έσπαζε σε κομμάτια κάθε ανάμνηση του προσώπου του να στραβώνει τα χείλη.
Κάθε πισωγύρισμα το διέλυε με κάθε χαστούκι της παλάμης της πάνω στην επιφάνεια του νερού
και συνέχιζε χωρίς καμιά πρόθεση να σταματήσει ν'ανασάνει παραπάνω.
Φτάνοντας σε μια γειτονική βραχώδη παραλία,
μπόρεσε να ξεκαθαρίσει τη μορφή του.
Τολμηρά και σχεδόν με θράσος, τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.
Μπροστά του έβλεπε ένα θέαμα απίστευτο.
Εκείνη, με χείλη μελανιασμένα κι ένα σώμα άσπρο και τρεμάμενο.
Με το βλέμμα να πετά φωτιές
και τα μαλλιά της να τρεμοπαίζουν κάτω από τον αντικατοπτρισμού της ανατολής.
Ο ουρανός που είχε κιόλας κοκκινίσει,
θύμισε τα χείλη της όταν την είχε πρωτογνωρίσει.
Το νερό γύρω της παλλόταν ρυθμικά,
λες και ο χτύπος της καρδιάς της έπαιζε με τα νήματα ολόκληρης της θάλασσας.
Δεν φαινόταν χαμένη, δεν φαινόταν να χρειάζεται βοήθεια μέσα στο χειμερινό χορό των κυμάτων.
Εκείνος όμως, μ' όλο του το είναι, ήθελε να σκαρφαλώσει τα κοφτερά βράχια,
να την τραβήξει κοντά του, να σταματήσει το τρέμουλό της
και να νιώσει με τα δάχτυλά του τα μπλε της χείλη.
Τότε, ξαφνικά, εκείνη χαμογέλασε, έκανε μια χορευτική τούμπα στο νερό
και άφησε το ρεύμα να την παρασύρει πίσω στην ακτή, απ' όπου ξεκίνησε.
Δεν θέλω να με θες.
Θέλω να με θέλω.
Ανταποδίδοντας το βλέμμα, τα χείλη της σφίχτηκαν.
Τα μάτια της στένεψαν και τα μάγουλά της άναψαν.
Τινάχτηκε όρθια, σπρώχνοντας και, τελικά, ρίχνοντας το τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της.
Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τον εαυτό της,
γύρισε το βλέμμα της ψηλά και ανάσανε βαριά, με τα βλέφαρα κλειστά αντίθετα στον ήλιο.
Δεν βρήκε επιτυχία. Κλότσησε το πεσμένο τραπεζάκι.
-Τι συμβαίνει;
-Μην μιλάς.
-Γιατί; Είπα κάτι που σε ενόχλησε;
-Όχι, απλά μην μιλάς.
-Δεν καταλαβαίνω.
-Δεν πειράζει. Φεύγω όπως και να έχει.
Με μιας τότε γύρισε την πλάτη της κι άρχισε να τρέχει, αφήνοντας εκείνον πίσω της σαστισμένο.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την φτάσει. Εκείνη, επιταχύνοντας όλο και περισσότερο,
έβγαζε περίεργους ήχους ανάμεσα από τα δόντια της και βρισιές μπλέκονταν με τις κοφτές της ανάσες.
Δεν έτρεχε μακρυά από εκείνον, όχι στ' αλήθεια.
Από την ίδια ήθελε να ξεφύγει,
εκείνο το κομμάτι της που παρακολουθούσε τόσα χρόνια
να τρέχει, όπως και τώρα, μα προς την αντίθετη κατεύθυνση,
να κυνηγά με βήματα προσεκτικά εκείνον και κάθε τέτοιο.
Το κομμάτι της που διάβασε στα μάτια του,
εκείνο που είτε τον κούραζε τόσο πολύ,
είτε τον άφηνε αδιάφορο.
Φτάνοντας κοντά στη θάλασσα, η ταχύτητά της έπεσε.
Αδύναμη πλέον, πλησίασε την παραλία
και σκουντουφλώντας στην άμμο, προσγειώθηκε στα γόνατά της.
Με τα χέρια της καρφωμένα στο κεφάλι της,
γράπωσε τα μαλλιά της, με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της σφιγμένες απ' την ένταση.
Τα μάτια της ήταν σφραγισμένα και το σαγόνι της πιεσμένο.
Για πόσο ακόμη θα ήταν εκείνη που νοιάζεται περισσότερο,
εκείνη που σκέφτεται εκείνον που δεν το κάνει ποτέ,
εκείνη που περιμένει και περιμένει και περιμένει...
Ως πότε θα έπρεπε να μετρά την κάθε της λέξη,
να υπολογίζει το κάθε της βήμα
και να δαγκώνει τη γλώσσα της
για να προστατεύσει τον εαυτό της από την επερχόμενη απομάκρυνσή του;
Ως πότε θα κουτουλούσε στον καθρέπτη κάθε που τον πλησίαζε λίγο παραπάνω;
Κι ως πότε, θα ανεχόταν ακόμη να είναι δεδομένη;
Κανείς δεν θα 'πρεπε να πάρει το βάρος της ευθύνης.
Κανείς άλλος.
Τώρα αμέσως θα πετούσε το κομμάτι της εκείνο στα κύματα μπροστά της,
θα το άφηνε να το παρασύρει ο αφρός στα βράχια
και θα παρακολουθούσε με αγωνία να το κατασπαράζει με μανία ώσπου να χαθεί.
Έπειτα, μέσα στο βυθό θα βούλιαζε
και δεν θα σταματούσε μέχρι να βρει κάτι να καλύψει το κενό που θ'άφηνε.
Θα έψαχνε πίσω από κάθε φύκι και κάτω από κάθε πέτρα
για τον χαμένο της εγωισμό, θα έπλαθε με λάσπη δύναμη και σιγουριά
και με μια πέτρα κοφτερή, ίδια μαχαίρι φονικό,
θα έσχιζε τη βάση του λαιμού της,
ελευθερώνοντας κάθε καταπιεσμένη σκέψη,
κάθε λυγμό, κάθε νευρικό γέλιο, κάθε κραυγή έκπληξης.
Τα μάτια της θα πασάλειβε μ' αλμύρα,
μέχρις εκείνα να δακρύσουν
και τρελαμένη θα έτρεχε στον κόσμο να αποδείξει πως μπορεί και κλαίει.
Θα τραγουδούσε τότε στο δρόμο με όλη της τη δύναμη
και θα χόρευε ξέφρενα στα πεζοδρόμια.
Δεν θα ήταν δεδομένη για κανέναν.
Δεν θα ήταν κανενός το πρότυπο συμπεριφοράς.
Δεν θα την ένοιαζε καθόλου πώς θα φαινόταν.
Θα ήταν ελεύθερη.
Έτσι, μονάχα έτσι, θα επέστρεφε πίσω σε εκείνον.
Αν την ήθελε τότε, για πάντα θα την ήθελε.
Πέταξε με φόρα το σακίδιο που φορούσε στην πλάτη της,
μουγκρίζοντας καθώς εκείνο μπλεκόταν με τη ζακέτα της.
Γρήγορα τότε, έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες,
τη ζακέτα και τη μπλούζα της.
Ξυπόλητη, προχώρησε αργά μέχρι το νερό
και ξεσπώντας σε κλάματα βούτηξε στην παγωμένη θάλασσα.
Κολύμπησε ως τα βαθιά,
πιο βαθιά απ' όσο ήταν θεωρητικά για κείνη ασφαλές.
Παλεύοντας με τα κύματα και τον πάγο του νερού,
ένιωθε να χτυπά όλα εκείνα που την νευρίαζαν και την απογοήτευαν
και έσπαζε σε κομμάτια κάθε ανάμνηση του προσώπου του να στραβώνει τα χείλη.
Κάθε πισωγύρισμα το διέλυε με κάθε χαστούκι της παλάμης της πάνω στην επιφάνεια του νερού
και συνέχιζε χωρίς καμιά πρόθεση να σταματήσει ν'ανασάνει παραπάνω.
Φτάνοντας σε μια γειτονική βραχώδη παραλία,
μπόρεσε να ξεκαθαρίσει τη μορφή του.
Τολμηρά και σχεδόν με θράσος, τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.
Μπροστά του έβλεπε ένα θέαμα απίστευτο.
Εκείνη, με χείλη μελανιασμένα κι ένα σώμα άσπρο και τρεμάμενο.
Με το βλέμμα να πετά φωτιές
και τα μαλλιά της να τρεμοπαίζουν κάτω από τον αντικατοπτρισμού της ανατολής.
Ο ουρανός που είχε κιόλας κοκκινίσει,
θύμισε τα χείλη της όταν την είχε πρωτογνωρίσει.
Το νερό γύρω της παλλόταν ρυθμικά,
λες και ο χτύπος της καρδιάς της έπαιζε με τα νήματα ολόκληρης της θάλασσας.
Δεν φαινόταν χαμένη, δεν φαινόταν να χρειάζεται βοήθεια μέσα στο χειμερινό χορό των κυμάτων.
Εκείνος όμως, μ' όλο του το είναι, ήθελε να σκαρφαλώσει τα κοφτερά βράχια,
να την τραβήξει κοντά του, να σταματήσει το τρέμουλό της
και να νιώσει με τα δάχτυλά του τα μπλε της χείλη.
Τότε, ξαφνικά, εκείνη χαμογέλασε, έκανε μια χορευτική τούμπα στο νερό
και άφησε το ρεύμα να την παρασύρει πίσω στην ακτή, απ' όπου ξεκίνησε.
Δεν θέλω να με θες.
Θέλω να με θέλω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου