Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2014

κάτι παραπάνω

αγαπώ τις σχισμές σου,
μόνο εκείνες που δεν έσχισα εγώ

και μου λείπουν τα δόντια σου
όσο λιμάρω τα δικά μου να λυτρωθώ

ό,τι έσπασα
μένει κομματιασμένο
κι ό,τι προσπάθησα
δεν έγινε ποτέ

κι αν έγινε
δεν θα ξεχάσω,
αν θα ξεχάσεις,

τώρα,

ξέχνα με απλά

τώρα,

μην με ξεχνάς τόσο σκληρά,

μονάχα πως υπήρξα πραγματικά,

τώρα,

μίλα μου

όσο περιμένω,

σε λίγο φεύγω
και θέλω να ξέρω πως υπήρξα κάτι παραπάνω
από πληγή

αν θα βρω τους λόγους μου
που θάβεις στην άμμο σαν παιδί

ακόμη στροβιλίζομαι 
ανάμεσα στους κόσμους μας
και δεν μοιάζω σταθερή

Δευτέρα, Νοεμβρίου 10, 2014

σταμάτα τις σκέψεις σου

Τράβηξε έναν κύκλο γύρω της με κιμωλία.
Όταν ο κύκλος έμοιασε στενός,
έγλυψε το δάχτυλό της κι άρχισε να κάνει χαραγμές.
Ο κύκλος άνοιγε.
Και άνοιγε.
Έμειναν μόνο καμπύλες εδώ κι εκεί.
Νερό μπήκε και της κρύωσε τα πόδια.
Ξανάπιασε την κιμωλία.
Τώρα το νερό δεν έμπαινε.
Τώρα το νερό έμενε εκεί, για πάντα,
να την πνίγει.



Το μολύβια μου είναι ακονισμένα.
Έτοιμα για μάχη με το χαρτί.
Δεν ξεκινάει ποτέ η μάχη.
Όχι άλλο αίμα.
Να πάνε στράφι τα χαρτιά
και οι ανακοπές μου.



Τα χέρια της τα είχε καθαρά.
Μόνο για να καθαρίζει χέρια άλλων τα λέρωνε.
Όταν καθάρισαν τα χέρια του,
βρόμισαν τα δικά της.



Είμαι μια βόμβα,
έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.
Ακούω πάνω στο δέρμα μου
να χτυπάνε οι δείκτες του ρολογιού μου.
Μου μετράνε αντίστροφα.
Το ρολόι είναι στην πλάτη.
Δεν ξέρω πού φτάνει ο χρόνος.
Κάθε στιγμή,
μπορεί να είναι η στιγμή μου.



Τα τσιγάρα του τα ήθελε καυτά.
Να νιώθει τη φωτιά.
Όταν έσβηνε η λάμψη,
ακόμα ρούφαγες τη νικοτίνη.
Δεν έκαιγε όμως ο λαιμός.
Και σε αυτόν άρεσε να καίγεται.



Έχω γεμίσει το δωμάτιο με ονειροπαγίδες.
Στο κρεβάτι,
στον καθρέπτη
και στην πόρτα.
Κανένας εφιάλτης δεν με πιάνει.
Και πια εγκλωβίζονται και τα όνειρα.



Τα φτερά κόπηκαν.
Έκλαψε για το χαμό τους.
Έψαξε απόλαυση στο χώμα.
Όταν το χώμα φάνηκε πολύ στα χαμηλά,
προσπάθησε να τα ξαναφορέσει.
Ήταν πεθαμένα.
Έκλαψε για το χαμό τους.
Θα υπήρχαν διαφορετικά φτερά για να φυτρώσουν.



Στα στέκια μου, παραγγέλνω σάλτσα συμμετρίας
στο χάος μου.
Και όταν γευτώ το φαγητό μου,
ανακατεύομαι με το παραπανίσιο ντρέσινγκ.




-Εγώ είμαι οι σκέψεις μου.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2014

Dave Brubeck - Take Five

ξημερώματα θα κοιμηθεί κι απόψε,
σίγουρα ξημερώματα

στέκεται μπροστά σε ένα καθρέπτη τώρα,
μικρό και κοντό,
έτσι που να χρειάζεται να σκύβει για να δει το πρόσωπό της.
μα δε σκύβει.
δεν θέλει να το δει το πρόσωπό της.
είναι μια απ' τις μέρες εκείνες που δεν το μπορεί,
δεν θέλει να το θυμάται.
θέλει να το αλλάζει,
να επιλέγει να το φαντάζεται όπως κάτι αγαπημένα βίντεο
που σε στιγμές χαράς τα είδε,
και της φάνηκε η μορφή της μαγική.
όλα λάθος μοιάζαν τελευταία,
τους τελευταίους μήνες.
τα τελευταία χρόνια.
αλλά όσο συνέχιζαν οι μέρες,
τα λάθη έγιναν ένα λάθος
και την περίμεναν να σκύψει στον καθρέπτη
να τα αντιμετωπίσει.

πάντα τα αγαπούσε τα μαλλιά της.
ακόμα και κακοφτιαγμένα,
στραπατσαρισμένα ή λαδωμένα,
τα μαλλιά της ήταν η ομορφιά της.
έτσι έλεγε,
χωρίς αυτά,
θα ήτανε γυμνή.
και γυμνή,
της έμοιαζε δυσανάλογη και ακατέργαστη.
τώρα,
τα χτένιζε με μανία,
δίχως οίκτο,
ξεμάλλιαζε κάθε άγρια τρίχα
και με την ίδια ένταση,
την ίδια της μανία,
σκεφτόταν.
συνέχεια σκεφτόταν,
ακόμη κι όταν το κεφάλι της ήταν άδειο από λέξεις.
πάντα σκεφτόταν,
συνέχεια σκεφτόταν,
πάλευε με τον εαυτό της,
μα δεν ήξερε ποιος ήταν εκείνη
και ποιος αυτός.
αυτό ήταν το πρόβλημά της.
είχε χάσει την αγάπη προς τα μαλλιά της,
είχε χάσει την εμπιστοσύνη προς τους συνειρμούς της.

κάπου πιο πέρα,
κάποιος έγραφε.
δεν είχε συνηθίσει να γράφουν για εκείνη.
μόνο αυτή έγραφε,
μόνο αυτή αιμορραγούσε.
έτσι ήταν τα πράγματα,
έτσι είχε συνηθίσει.
εκείνη ήταν που έγραφε,
εκείνη που πληγωνόταν,
εκείνη που γινότανε που και που δραματική,
εκείνη αγαπούσε πιο πολύ.
έτσι ήταν τα πράγματα,
έτσι είχε συνηθίσει.
αυτό,
ήταν το σωστό.

σήμερα,
μιας και θα έχανε τον ύπνο της για μερικές ακόμη ώρες,
έτσι όπως είχε εξελιχθεί η νύχτα,
θα περιέγραφε κάτι διαφορετικό.

σήμερα,
θα έγραφε τα κομμάτια που δεν ήθελε να φανερώσει,
γιατί σε τίποτα δε θα βοηθούσαν.
μόνο θα παίρναν μέρος στην καταστροφή.

Αύριο,
θα είμαστε μαζί.
Θα ξυπνήσεις το πρωί
και θα θυμηθείς την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε.
Δεν με ήξερες καθόλου,
δεν ήξερες καν και πως υπάρχω.
Κι εγώ,
σ' είχα δει σε ένα βίντεο να παίζεις πιάνο
και αμέσως σε είχα ερωτευτεί,
μα ποτέ δεν το 'χα πει.
Θα θυμηθείς πώς αρχίσαμε να μιλάμε,
να μαθαίνεις πράγματα για μένα που δεν τα 'χες ήδη μαθημένα
και που δεν ήτανε κάτι πλασματικά ενδιαφέροντα που σε τραβήξανε κοντά μου.
Δεν είναι αληθινά αυτά,
μονάχα εικόνες ενός ονείρου,
για το ποια θα ήθελα να είμαι.
Και θα θυμηθείς,
πόσο εύκολο ήταν να βρεθούμε.
Πώς εγώ ήμουν μόνη, μα δυνατή
κι εσύ μαγεύτηκες από την προσοχή μου.
Αύριο,
θα ξυπνήσεις το πρωί
και θα είμαι εκεί.
Κανείς δεν θα στάζει από αίμα,
δεν θα υπάρχουν πισογυρίσματα και αποχαιρετισμοί.
Θα είναι ήρεμα όλα.
Ήσυχα, απλά και όμορφα.
Όταν θα ξυπνήσω εγώ,
θα σε κοιτάξω όπως με κοιτάς εσύ.
Και θα σκεφτείς τότε εσύ,
πως έτσι θα ήθελες να με κοιτάζεις.
Και όταν θα βαρεθείς να ακούς το ξυπνητήρι μου,
θα με αναγκάσεις να σηκωθώ απ' το κρεβάτι
ψιθυρίζοντάς μου στο αυτί πως έχω ήδη αργήσει για να πάω στη σχολή.
Κι εγώ θα γκρινιάξω,
θα σε φιλήσω και θα σηκωθώ για να ντυθώ.
Και θα είμαι καλά.
Και θα φτάνει αυτό.
Αύριο,
φαντάσου,
αντί για δυστυχία,
να σου δίνω ηρεμία.
Και θα το φανταστώ κι εγώ,
για να μπορέσω πια να κοιμηθώ.
Και όταν κανονικά θα ξυπνήσω στο δωμάτιό μου,
αγκαλιά με κάποιο μαξιλάρι,
θα σε πάρω τηλέφωνο
και θα σου πω αν σε ονειρεύτηκα ξανά το βράδυ.
Δεν θα φοβάμαι,
τίποτα δεν θα έχει πάει στραβά,
τίποτα απ' όλα τα μικρά ναυάγιά μας δεν θα έχουνε βουλιάξει ανθρώπους.
Και εγώ θα ξέρω,
πως αν όλα πάνε στραβά
κι αν τελικά είμαι φυσικά προορισμένη για το βυθό,
θα τελειώσουμε όμορφα και απαλά.
Και εγώ θα το ξέρω,
μα δεν θα το σκέφτομαι.
Τίποτα δεν θα σκέφτομαι πια.
Αύριο,
θα ήθελα να σταματήσω να φοβάμαι.
Και να διαγράψω τους τελευταίους μήνες.
Να αφήσω μόνο εκείνο το συναίσθημα στο στομάχι μου,
όταν με πλησίασες να με φιλήσεις στο πρόσωπο
και θα τα ξεχάσω όλα τα άλλα.
Θα σε κεράσω ένα ποτό,
που θα σε κάνει να μην ξέρεις ούτε τ' όνομά μου
και θα περιμένω να δω πώς θα σου φανεί να με γνωρίζεις.
Κι αν αυτό που έχω γίνει πια,
ακόμη το θέλεις για δικό σου,
εγώ,
αύριο,
θα σταματήσω να σκέφτομαι.
Και όταν θα ξυπνήσω,
θα είμαι εκεί.
Κι ούτε που θα το καταλάβεις,
πως δεν ήμουνα το βράδυ.

04:09 am