κάποτε, ήταν ένας άνθρωπος που έγραφε στις πέτρες.
έχεις δίκιο
έχεις δίκιο
έχεις χίλια δίκια
συγνώμη
εγώ τους είπα
εγώ
όχι
όχι εγώ
ρε, δεν μίλησα.
δεν μπορώ να μιλήσω.
στο στόμα σου έχει μια τεράστια τσίχλα
γεύση αλκοόλ και οδοντόκρεμα
αναπνέουμε συνειδητά
και όσο φωνάζω μου λες ψέματα πως έρχεσαι σε οργασμό
Α.
πιο γλυκά.
Ααααα.
πιο μπάσα.
Α ου.
-εμ, με πονάς λίγο.
-συγνώμη. και γιατί δεν το λες τόση ώρα;
-ε, δεν ξέρω. συγνώμη.
-εντάξει.
-είσαι εντάξει;
ναι, αλλά κάτι μας λείπει.
είναι κανείς εδώ;
είναι σκοτάδι και δεν μπορώ να δω.
είσαι εκεί;
σε φοβάμαι.
λοιπόν, το 'χω.
αν θέλεις
θα κρεμάσουμε τα χέρια μας απ' το παράθυρο
και θα κοιτάξουμε ταυτόχρονα την Ιουλιέτα να προσποιείται μια αυτοκτονία
πάνω στο δεύτερο φεγγάρι
με ένα νεροπίστολο κι ένα κόκκινο πανί γύρω απ' το λαιμό
αν θέλεις
αν πάλι δεν θέλεις
ή δεν προλαβαίνεις
άστο
(ήλιο το λένε
όχι φεγγάρι
χαζή)
τι ξέρεις εσύ από σπίτια;
δεν ξέρεις τι ονειρεύτηκα
γιατί τελευταία βλέπω μόνο εφιάλτες
πως τρέχω κυκλικά πετώντας το πρόσωπό μου στο πάτωμα
έγινα όμορφη μόνο όταν με κοιτούσε
και όταν τον κοιτούσα ήξερα αν ήμουν ευτυχισμένη
τώρα δεν σε κοιτάζω ποτέ εκτός κρεβατιού
γιατί έχω συνδέσει τον έρωτα με τη θα
λασσα
που στριμώχνεται αντιδιαμετικά ανάμεσα στα σώματά μας
τώρα ψάχνω κάτι
που να κοσμεί τον καινούριο ουρανό με ουράνια τόξα
εσένα;
όχι
όχι φυσικά εσένα
εμένα.