Ήταν αργά το απόγευμα, γιορτές, και τα μαγαζιά ήταν κλειστά.
Ένα κορίτσι με ένα παλτό πιο βαρύ απ' όσο φαινόταν να μπορεί να σηκώσει
ξεκίνησε να τρέχει μέσα στην παγωνιά, κάνοντας μικρές λακουβίτσες μέσα στο χιόνι,
για να φτάσει τελικά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου
και να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι.
Στον δικό της τον κόσμο, το κρύο τρύπωνε μέσα από κάθε χαραμάδα,
ακόμη και μεσ' το σπίτι, με το τζάκι να σιγοκαίει
και να μετατρέπει τα ξύλα σε μαύρο κάρβουνο.
Ήταν που τα δωμάτια ήταν ασφυκτικά γεμάτα,
κι εκείνη ήταν απελπιστικά μόνη, με τα κενά της σαν ανοιχτές πληγές,
να στέλνουν σουβλιές πόνου όποτε περνούσε κοντά τους ο άνεμος.
Είχε αποφασίσει λοιπόν πως εκείνος ο κόσμος, δεν της έκανε.
Ήθελε να δραπετεύσει, να φύγει μακρυά, έστω και για λίγο,
έστω κι αν κανείς δεν θα αντιλαμβανόταν πώς θα έλειπε.
Μια φορά, τυχαία σχεδόν, καλοκαίρι, βρέθηκε μπροστά σε ένα βιβλίο.
Ξεσκισμένο στις άκρες, το εξώφυλλό του να στέκεται με κολλητική ταινία.
Αφού το ξεφύλλισε, ξεκίνησε να διαβάζει. Και να διαβάζει και να διαβάζει...
Το βιβλίο σιγά σιγά τελείωνε κι εκείνη βρισκόταν όλο και πιο μακρυά,
να βυθίζεται μέσα του και να βιώνει χίλια συναισθήματα σε κάθε σελίδα-
αγωνία, χαρά, θλίψη, περιέργεια, αμφιβολία, ενθουσιασμό, φόβο...
Συνέχιζε να ακολουθεί τα γράμματα με τα μάτια της
και ο κάθε χαρακτήρας γινόταν αληθινός,
παγιδευμένος αρχικά μέσα στις σελίδες, γινόταν ελεύθερος.
Δεν ήταν μονάχα οι λέξεις που την μάγευαν,
αλλά κι εκείνη η αίσθηση, διαφορετική από βιβλίο σε βιβλίο.
Η μυρωδιά του συνδυασμού χαρτιού και μελανιού,
η επιφάνεια του εξωφύλλου, το πάχος της κάθε σελίδας, η γραμματοσειρά.
Το ύφος του κάθε αφηγητή, οι προσωπικότητες που ξετυλίγονταν σε κάθε μύθο,
οι εκφράσεις και όλο εκείνο το αίσθημα που ζούσε διαβάζοντας,
διαφορετικό κάθε φορά,
όπως όταν το μυαλό σου ταξιδεύει από εποχή σε εποχή της ζωής σου.
Και οι εικόνες από κάθε ιστορία που ερχόταν στην επιφάνεια κανένα βράδυ,
ήταν όπως ένα τραγούδι που συνήθιζες να τραγουδάς πριν χρόνια
και το ακούς ξανά τυχαία, με συναισθήματα να σε κατακλύζουν παρέα με αναμνήσεις.
Την πραγματικότητα όμως δεν μπορούσε να την αφήσει πίσω,
είχε έναν κόσμο πιο χειροπιαστό από τις τρελές εικόνες
που αποτυπώνονταν στις σκέψεις της και τα όνειρά της. Μια ζωή.
Κι έτσι, αποφάσισε πως, αφού δεν άντεχε να διαλέξει, θα ένωνε τους δυο της κόσμους.
Παραμύθι και πραγματικότητα.
Φαντασία και ρεαλισμός.
Και κάπως έτσι, έβρισκε τον εαυτό της όλο και πιο κοντά της,
ώσπου μια μέρα, απορροφημένη, καθώς τελείωνε την τελευταία σελίδα
ενός αγαπημένου βιβλίου, καθισμένη σε μια μοναχική καφετέρια,
μια ομάδα παιδιών, κρατώντας τα κεφάλια ψηλά, πέρασε
και με γέλια πνιχτά άρχισαν να κοροϊδεύουν
τα δάκρυα που είχαν απομείνει στο μάγουλό της διαβάζοντας.
"Σε λυπάμαι.." ακούστηκε από κάποιον ανάμεσά τους ειρωνικά.
Το κορίτσι μπερδεύτηκε...
Αυτοί λυπούνται εμένα;
Εγώ λυπάμαι για εσάς. Λυπάμαι αν ποτέ σας δεν έχετε την ευκαιρία να ταξιδέψετε σε όλα τα μέρη που έχω πάει, αν ποτέ σας δεν νιώσετε να γίνεστε ένα με έναν ήρωα μαγικό και να ζείτε μερικές από τις στιγμές σας σε ένα κόσμο αλλιώτικο, που ίσως και να σας κάνει να καταλάβετε καλύτερα και τούτο εδώ που ζείτε. Σας λυπάμαι, αν έχετε την πόρτα της φαντασίας σας κλειστή.
Ήταν αργά το απόγευμα, γιορτές, και τα μαγαζιά ήταν κλειστά.
Ένα κορίτσι με ένα παλτό πιο βαρύ απ' όσο φαινόταν να μπορεί να σηκώσει
ξεκίνησε να τρέχει μέσα στην παγωνιά, κάνοντας μικρές λακουβίτσες μέσα στο χιόνι,
για να φτάσει τελικά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου,
να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι και να ψιθυρίσει :
"Καταλαβαίνεις;"