Τα φόρτωσα σε μένα όλα, τι περίεργο, τι παράξενο,
κι είπα τελικά σε χάνω από δική μου επιλογή,
σε αφήνω να φύγεις χωρίς να πας πουθενά.
Είπα τελικά σε νιώθω πως αλλού ανήκεις
και γι αυτό δικιά σου πια δεν θα μαι,
το 'ξερες δεν το 'ξερες πως ήμουνα ποτέ μου.
Είπα ξεθώριασες μέσα μου,
είπα έμεινα κενή σχεδόν,
απειλητικά λευκή
και όλα 'γιναν τόσο εύκολα που τρόμαξα.
Τρόμαξα κι έτρεξα στον καθρέπτη να βεβαιωθώ πως υπάρχω,
μα εκείνος δεν ήταν απόδειξη επαρκής
κι έτσι μέσα μου με σάρωσα σπιθαμή προς σπιθαμή
να βρω τι έμεινε πραγματικό, δικό μου μέσα.
Αν εσύ είχες φύγει, κι εγώ είχα ακολουθήσει,
το 'ξερα, το περίμενα,
το είδα και με τα μάτια μου
και είπα τότε μονάχα, ίσως καιρός του να ταν.
Όλα γίναν τόσο εύκολα που τρόμαξα.
Όλα γίναν τόσο κενά που ίσα που πρόσεξα πως ζω.
Η μυρωδιά σου πέθανε τη στιγμή που άφηνα κι εγώ την τελευταία μου πνοή
και το νεκρό μου σώμα πλέον σε πλησίαζε και δεν ριγούσε,
σε φιλούσε και δεν στέναζε,
σε αποχαιρετούσε και δεν πονούσε διόλου.
Είπα, τώρα τα πράγματα αλλάζουν,
μπήκα σ' άλλη εποχή κι η ώρα ήρθε να αγαπήσω διαφορετικά,
χωρίς περιορισμούς και χωρίς κανόνες.
Είπα, κάποιον άλλο θα αγαπήσω τώρα,
μα ακόμη και το ψυχραμένο μου μυαλό
δεν μπόρεσε να φτιάξει άλλη εικόνα.
Σε κοίταξα και είπα, για δες,
έφτασε η μέρα που σ'αγαπώ πιο λίγο κι από σένα,
για δες, λιγότερη είμαι και καθόλου δεν με νοιάζει.
Για δες...
Κι έτσι όπως έλεγα,
σε σκεφτόμουν και πάλι, μα δεν ένιωθα.
Κι είπα πως δεν ένιωθα τίποτα,
όχι για σένα,
όχι για μένα,
όχι γι άλλο κανένα
και με δυσκολία καταλάβαινα πως ζω.
Και τότε, είπα, θα περάσει κι αυτό,
όπως πέρασαν όλα,
μα τόσο φοβήθηκα πως κάνω λάθος.
Και τότε, είδα, εσένα ξανά,
εσένα παλιά, εσένα μέσα από τα μάτια μου τα ζωντανά
κι όχι ετούτα τα ξερά, τα στεγνά, ψεύτικα μάτια.
Είδα εσένα και θυμήθηκα.
Μου θύμησες να νιώθω,
μου θύμησες να πονάω,
μου θύμισες να γελάω,
μου θύμισες ότι τα μπορώ.
Γιατί, επιτέλους...
Επιτέλους μου είχες λείψει, επιτέλους σ' είχα νιώσει.
Κι είπα, δεν έφυγες ποτέ.