Το σώμα της έτρεμε ελαφρώς
και το στήθος της φούσκωνε και ξεφούσκωνε μανιακά
καθώς, καταβρόχθιζε σχεδόν, τον αέρα.
Κατάπινε με θόρυβο και εισέπνεε.
Ξανά, και ξανά, και ξανά,
τραντάζοντας ταυτόχρονα το κεφάλι της
προσπαθώντας να ταρακουνήσει
και τελικώς να ρίξει το σύννεφο που 'χε μαζευτεί και πάλι μέσα.
Σκιές την πλησίαζαν κι έφευγαν.
Χόρευαν θαρρείς γύρω της
σε ρυθμούς παράξενους,
λες και ο χρόνος μόλις είχε ξεκινήσει να κυλά ξανά
κι εκείνες πάλευαν να ξεκολλήσουν από τον πάγο.
Πνιγόταν.
Μα, δεν ήταν και τόσο δυσάρεστο συναίσθημα, ξαφνιασμένη παρατήρησε.
Περίεργο όμως...
Τόσο περίεργο.
Να ρουφά για αέρα και να βρίσκει νερό,
να βουλιάζει μεσ' το χρόνο και να πέφτει σε κενό.
Κι όμως,
να 'ναι ακόμη εκεί, ζωντανή,
και μετά από καιρό πολύ,
να γελά δίχως λόγο
και να χορεύει, δίχως φόβο.
Πνιγόταν...
ή ίσως το κύμα από μόνο του την έσπρωχνε στην επιφάνεια.
Δεν το 'ξερε. Δεν το 'ψαξε.
Τ' άφησε ως έχειν και φύσηξε με δύναμη να ανοίξει μια τρύπα στο νερό,
να τη χωρέσει μέσα,
να την ταξιδέψει αλλού,
αφήνοντας αβοήθητο στον πνιγμό του ένα παλιό εαυτό,
φυλακισμένο από τη γέννησή του ως την τελευταία του πνοή.
Και σου λέω,
μην μ'αφήσεις να σκεφτώ ξανά.
Όχι τώρα,
λιγάκι μόνο,
σταμάτα το χρόνο,
σταμάτα τις αποφάσεις,
κόψε τα διλήμματα στα δύο
και σκόρπισε τα στον αέρα.
Κι όσο θα με κρατάς μακριά από την άβυσσο,
πρόσεξε καλά,
μην και φύγω κι από εσένα.
Το συνηθίζω άλλωστε να το βάζω στα πόδια.
Κράτα με.
Κοντά. Δεν θα σε διώξω.
Θα προσπαθήσω να σε κρατήσω κι εγώ.
Κράτα με κι ας φοβάμαι.
Περίμενε με κι ας φαίνεται μάταιο.
Υπόμεινε με, κι ας σε αμφισβητώ που και που.
Και δώσε μου ελευθερία,
τέτοια που να είναι οι πράξεις μου ανούσιες,
ανόητες, μικρές, αυθόρμητες, απλές.
Μια μονάχα φορά,
να 'ναι το πνεύμα μου νεαρό και παράλογο.
Και αφέσου κι εσύ.
Δεν θα σε αφήσω να σπάσεις,
όσο εσύ θα με κρατάς ολόκληρη.
Κράτα με
γιατί είναι κι αυτό που νιώθω και πάλι εκτεθειμένη, ξέρεις,
και δεν τ' αντέχω,
γιατί φέρνει σκέψεις,
κι εγώ τώρα απεργώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου