Παρασκευή, Οκτωβρίου 18, 2013

Η μον ικα

Σκυμμένη, η πλάτη της πλάγιαζε επικίνδυνα,
με τα γόνατα λυγισμένα σχεδόν, κι όχι ως, το πάτωμα,
έσπρωχνε το σώμα της στον τοίχο
έτσι όπως είχε προσπαθήσει,θα έλεγες, να αγκαλιάσει τη γωνιά του δωματίου.
Τα μάτια της κοιτάζαν προς το δάπεδο
μα το βλέμμα της είχε εστιάσει στο κενό.
Ήταν γυμνή, ολόγυμνη πέρα από τα διαφόρων μορφών και χρωμάτων κοσμήματα που κολλούσαν στους καρπούς, το λαιμό, τον αγκώνα και τις γάμπες της.
Σύρματα, σε σχηματισμούς παράξενους,
θύμιζαν αλυσίδες
και ρίζωναν στη σάρκα της.
Φλέβες εξωτερικές, χειροπέδες σε ευθεία γραμμή 
την κρατούσαν φυλακισμένη πάνω στο κορμί της.
Τα μαλλιά της θύμιζαν δέντρο αγριεμένο,
έπειτα από κάποιο δυνατό τυφώνα που μπέρδεψε μεταξύ τους τα κλαδιά,
φούντωσε τα φύλλα και εξόρισε τους καρπούς προς Νότο και Βορρά.
Ήταν μόνη, φυσικά, η Μόνικα.

Που και που το πρόσωπό της άλλαζε την ελαφρώς τρομαγμένη, αφηρημένη έκφρασή του-
τα μάτια της, στο χρώμα της πίσσας, έπαυαν να είναι γουρλωμένα
κι έριχναν τυχαίες ματιές προς το μπετό.
Το πρόσωπό της τότε τσαλακωνόταν σε συναισθήματα διαφορετικά ανά φορά-
ένα χαμόγελο, μια απογοήτευση, αγωνία μετά και λίγη ταχυπαλμία.
Άπλωνε τα χέρια της προς το λαιμό της και το στήθος,
μια την έσφιγγε, την έπνιγε,
μια τη χάιδευε και ησύχαζε έτσι κλείνοντας τα μάτια.
Έμπηγε παθιασμένα τα μακριά της νύχια μεσ’ το πρόσωπό
και με την αναπνοή της έπειτα έπαιζε.
Αναστεναγμοί, αναφιλητά, λαχανιάσματα, ανάσες ανακούφισης διαδέχονταν το 'να τ' άλλο
ώσπου να επιστρέψει ξανά προσωρινά στο κενό της πρόσωπο και βλέμμα.
Ευτυχώς ήταν μόνη, φυσικά, η Μόνικα, και κανείς δεν πρόλαβε να την περάσει για τρελή.

Όταν για πολύ την ώρα ξεχνιότανε στο λήθαργο,
ξυπνώντας στραβοκατάπινε με δύναμη και άνοιγε αμυδρά τα χείλη σε μια χαραμάδα,
σα να πρόφερε κάνα φωνήεν σκέτο,
σα να κόντευε να παρασυρθεί σε κάποιο φιλί παραμορφωμένο απ' το μεθύσι.
Τα μάζευε τότε πάλι βιαστικά,
τα έκρυβε μέσα στο στόμα
και τα δάγκωνε ως να ματώσουν.
Τα χάιδευε ύστερα με τα δάχτυλά της,
βρώμικα απ' τους σοβάδες του τειχιού,
λεπτεπίλεπτα και ασθενικά μπροστά στα πλούσιά της χείλια.

Και έσπρωχνε ξανά το σώμα της προς τη γωνία,
και τις παλάμες άπλωνε στο πάτωμα,
υψώνοντας το μέτωπο προς το ταβάνι.
Ανάσανε βαριά
με τα μάτια κλειστά
και μούγκριζε μετά, μουρμούριζε,
γελούσε μέσα απ' το λαιμό της και ξεφυσούσε από τη μύτη.
Χαμογελούσε ξανά.
Και μετά ξαναχανόταν.

Μόνο όταν ξυπνούσε για τα καλά,
μόνο τότε πεταγόταν πάνω λες από εφιάλτη
και πασπάτευε βιαστικά κάτω απ' το χαλί για νά βρει ένα στυλό απ' όσους φύλαζε για περιπτώση ανάγκης.
Μόλις το έβρισκε, τ' άρπαζε με το δεξί της χέρι
και ξεκινούσε, στιγμάτιζε όλο της το σώμα-
λέξεις, κυρίως διάλογοι,
τελείες και θαυμαστικά,
μελανιές και γρατζουνιές,
δαχτυλικά αποτυπώματα.
Και το δέρμα αιμορραγούσε κι αυτό,
ζωγράφιζε μαζί της τις πληγές και τις προτάσεις.

Χαλάρωνε στο τέλος, άφηνε κάτω το στυλό όταν είχε τελειωμένο το μελάνι
και δεν ξανάριχνε ματιά προς τα σημάδια του κορμιού της.
Την προτιμούσε γυμνή, χωρίς ρούχα, χωρίς περιορισμούς, φυσική και καθαρή.
Γνώριμη, οικεία και σταθερή.
Έτσι, έκλεινε τα μάτια πάλι,
άφηνε τα γόνατα ν' ακουμπήσουν τελικά μέχρι και κάτω, ν' αφεθεί.
Κουλουριαζόταν τότε, και χαρούμενη σκορπούσε κάνα δάκρυ,
απελευθερωμένη από τις εικόνες και τους ήχους.
Χαμογελούσε. Ξανά.
Αναστέναζε εξαντλημένη και γλυκά άφηνε το μυαλό της να κοιμηθεί.
Γλιστρώντας τα μπράτσα, που ως τότε την έδεναν σαν ζώνες, ως τα πλάγια,
έξυνε με τα δάχτυλα τους κόμπους στο χαλί
και σα να 'πλεε στη θάλασσα άκουγε μονάχα μουσική-

άρχιζε λοιπόν να ξημερώνει.

Σάββατο, Οκτωβρίου 05, 2013

You are all they can't see

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Είχε έρθει σιωπηλά, στις μύτες των ποδιών είχε πλησιάσει, είχε στηρίξει το κεφάλι της απαλά στον ώμο μου και τα χείλη της τρεμόπαιζαν στ' αυτί μου. Έτσι ερχόταν, έτσι έφευγε πάντα, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις και σίγουρα δίχως προειδοποιήσεις. Καπνό την ονόμαζα συνθηματικά μεσ' το μυαλό μου- δεν τολμούσα να μιλήσω γι αυτή παραέξω από τα στενά και τους διαδρόμους της μοναχικής μου σκέψης. Θα χαλούσε άλλωστε, θα λέρωνε, θα αλλοιωνόταν η υφή της, ολόκληρη η χάρη της ύπαρξής της βασιζόταν σε όσα έμεναν ανείπωτα. Όλο της το είναι ήταν η σιωπή, ποτέ δεν φώναζε κι ακόμη και στις συζητήσεις με δυσκολία την παρακολουθούσες. Μονάχα τα μάτια της φώναζαν. Ώρες-ώρες νόμιζες πέταγαν φωτιές κι άλλες πως κατάφερνε μονάχα με το βλέμμα να σε καρφώσει και να σου κλέψει κάθε συλλογισμό που έκρυψες ενώ μιλούσες για να πλασάρεις μια ανωτερότητα της πλάκας. Και θυμόταν. Τα πάντα θα νόμιζες πως θυμόταν. Όχι ημερομηνίες, όχι χρώματα ή αριθμούς. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια, κάθετι που είχε κάποτε προδώσει από ατύχημα λιγάκι απ' τον εαυτό που κρατούσες για τον εαυτό του. Κι αυτοί οι ανόητοι γύρω, όλοι τους νομίζαν πως την ξέρουν.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Πάντα μου άφηνε χρόνο, πάντα κρατούσε λίγο και για εκείνη την ίδια. Πρόσεχε, κι ας ήξερα πόσο το μισούσε. Είχε στα χέρια της την ισορροπία, μιας κι εγώ είχα αποτύχει να τη στηρίξω για πολύ. Έτσι, ένα βήμα μπρος σήμαινε δύο προς τα πίσω κι όταν εγώ καμιά φορά μίκραινα την απόσταση που μας είχε υπολογισμένη, κατέβαζε το βλέμμα και διέταζε τον εαυτό της για να φύγει, πριν την αφήσω εγώ και πάλι. Εγώ. Εγώ μέτραγα τα λόγια μου και μέτραγα τις ίντσες. Πλησίαζα μα είχα πάντοτε εύκαιρη δικαιολογία. Πλησίαζα και όταν άδειαζε η κλεψύδρα την έδιωχνα από κοντά μου, έφευγα, νόμιζα το έκανα διακριτικά, μα μάτια είχε παντού.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Σαστισμένος την κοίταξα και με τα φρύδια πιεσμένα φώναξα μήπως γυρίσει. Θα γύριζε. 
Και γύρισε.
-Εσύ;
-Ξέρω και ξεχωρίζω σκιές από ήλιους, εμπιστέψου με, απάντησε πίσω από την πλάτη της. Κρυβόταν.
-Δεν με νοιάζουν. Τι πιστεύουν. Δεν με νοιάζουν.
-Φυσικά και σε νοιάζουν...
Με κοιτούσε τώρα και με τον τόνο της φωνής της κατάφερνε να συνδιάζει αυστηρό με τρυφερό.
-Και γιατί; Δεν με νοιάζουν. Δεν με νοιάζει.
-Περνάς τη μέρα σου γελώντας ακόμη κι όταν καις. Δεν σε νοιάζουν;
-Δικό μου το κάψιμο, το κρατώ για όσους αξίζουν να το δουν.
-Εσύ το σχεδίασες το περίγραμμα, το ζωγράφισες με τα ίδια σου τα χέρια κι οι άλλοι το πήραν έτοιμο και σε πιστέψαν. Δεν 'θέλαν και πολύ.
-Δεν προσπάθησα ποτέ να είμαι το περίγραμμα. Εκείνοι το επινόησαν. Παρανόησαν. Δεν είμαι το περίγραμμα, δε βλέπεις;
-Όχι σε εμένα.

"Όχι σε εμένα"... "Όχι σε εμένα αυτά, μην τα λες εμένα". Συχνά μου την έλεγε αυτή τη φράση. Χαμένη πήγαινε. Εγώ ξέρω, εννοούσε. Δεν φταίω, άκουγα.
Όχι σε εμένα, όχι σε εκείνη, δεν χρειαζόταν κι όμως δεν σταμάταγα ποτέ. Κι αυτή αντί να με αφήσει να χαθώ, όλο και πιο χαμένη η ίδια μου φαινόταν. Όλο και πιο συχνά άφηνε τις φράσεις μισοτελειωμένες, όλο και πιο συχνά οι φράσεις που τελικά τελείωνε διαλύονταν μαζί της στο κενό. Δεν άκουγα, αλλού έστρεφα την προσοχή μου, πρόσεχα, μέχρι που μου βγαινε και φυσικά. Πρόσεχα τόσο που φορές φορές ένιωθα λάθος πως γινόμουνα κακός. Δεν ήθελα να φύγει, μονάχα να μην μείνει. Κι αυτή όλο και πιο συχνά χανόταν, όλο και πιο συχνά ένιωθα το άγγιγμά της να μαλακώνει ακόμη κι όταν εγώ την άγγιζα για να μου σπρώχνει το χέρι πίσω και να μου απαντά με το συνηθισμένο της σαρκασμό.

Όχι σε εσένα, το ξέρω, δεν χρειάζεται, αφού με ξέρεις λίγο καλύτερα κι ας μην με έζησες ποτέ. Όχι σε εσένα, μην ανησυχείς, βλέπω πως για εσένα είμαι κάτι παραπάνω, ό,τι οι άλλοι λένε δεν το έχω. Όχι σε εσένα μικρή, κι αν σε πειράζω είναι γιατί ξεμένω από εναλλακτικές, κι αν σε διώχνω είναι γιατί έχω όρια δικά μου. Όχι, σε εσένα πια δεν θα το λέω, δεν θα χρειάζεται να μιλάω καν, μονάχα θα κοιτάω και θα ξέρω πως ακούς.
Ποτέ δεν της το ξεστόμισα: όχι σε εκείνη, δεν χρειάζεται να σπαταλάω λέξεις. 

Στο τέλος, εκείνη σπατάλησα και δεν θέλησα καν να της το πω.


-Εσύ όμως το φτιαξες και το περίγραμμα. Εκείνοι κράτησαν μόνο τις λέξεις που σχεδίασες να πεις. Ξεχάσαν όλοι τους κάθε φορά που τα μάτια σου αστράψαν χωρίς τη βοήθεια του ήλιου...
-Εσύ όμως όχι.
-Όχι, ποτέ.
-Μα δεν φτάνει.
-Και το ξέρω.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Έφυγε μετά ακόμη πιο μακρυά, πίσω από την πόρτα που κάποιοι την είδαν από κάγκελα, πέρα στο διάδρομο που με περίμενε τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες, έξω στο προαύλιο των τσιγάρων στη βροχή, στη δική της ουτοπία και λίγο παραπέρα, ως το γκρεμό. Δεν την ξαναζήτησα κοντά μου. Δεν την ήθελα, είχα άστρα ν'ασχολούμαι και τα πεφταστέρια ήταν σε δεύτερη πια μοίρα. Ένα ήξερα, διαφορετική ήταν και αυτό θα το θυμάμαι χωρίς να μετανιώνω. Ήταν ο χρόνος, δεν ήμουν εγώ. Πρέπει να με πιστέψει.


Όχι σε εμένα, δεν σου είπα;