Σκυμμένη, η πλάτη
της πλάγιαζε επικίνδυνα,
με τα γόνατα
λυγισμένα σχεδόν, κι όχι ως, το πάτωμα,
έσπρωχνε το σώμα της στον τοίχο
έτσι όπως είχε προσπαθήσει,θα έλεγες, να αγκαλιάσει τη γωνιά του δωματίου.
έτσι όπως είχε προσπαθήσει,θα έλεγες, να αγκαλιάσει τη γωνιά του δωματίου.
Τα μάτια της
κοιτάζαν προς το δάπεδο
μα το βλέμμα
της είχε εστιάσει στο κενό.
Ήταν γυμνή,
ολόγυμνη πέρα από τα διαφόρων μορφών και χρωμάτων κοσμήματα που κολλούσαν στους
καρπούς, το λαιμό, τον αγκώνα και τις γάμπες της.
Σύρματα, σε
σχηματισμούς παράξενους,
θύμιζαν
αλυσίδες
και ρίζωναν
στη σάρκα της.
Φλέβες
εξωτερικές, χειροπέδες σε ευθεία γραμμή
την
κρατούσαν φυλακισμένη πάνω στο κορμί της.
Τα μαλλιά
της θύμιζαν δέντρο αγριεμένο,
έπειτα από
κάποιο δυνατό τυφώνα που μπέρδεψε μεταξύ τους τα κλαδιά,
φούντωσε τα
φύλλα και εξόρισε τους καρπούς προς Νότο και Βορρά.
Ήταν μόνη,
φυσικά, η Μόνικα.
Που και που
το πρόσωπό της άλλαζε την ελαφρώς τρομαγμένη, αφηρημένη έκφρασή του-
τα μάτια
της, στο χρώμα της πίσσας, έπαυαν να είναι γουρλωμένα
κι έριχναν
τυχαίες ματιές προς το μπετό.
Το πρόσωπό
της τότε τσαλακωνόταν σε συναισθήματα διαφορετικά ανά φορά-
ένα
χαμόγελο, μια απογοήτευση, αγωνία μετά και λίγη ταχυπαλμία.
Άπλωνε τα
χέρια της προς το λαιμό της και το στήθος,
μια την
έσφιγγε, την έπνιγε,
μια τη
χάιδευε και ησύχαζε έτσι κλείνοντας τα μάτια.
Έμπηγε
παθιασμένα τα μακριά της νύχια μεσ’ το πρόσωπό
και με την
αναπνοή της έπειτα έπαιζε.
Αναστεναγμοί,
αναφιλητά, λαχανιάσματα, ανάσες ανακούφισης διαδέχονταν το 'να τ' άλλο
ώσπου να
επιστρέψει ξανά προσωρινά στο κενό της πρόσωπο και βλέμμα.
Ευτυχώς ήταν
μόνη, φυσικά, η Μόνικα, και κανείς δεν πρόλαβε να την περάσει για τρελή.
Όταν για
πολύ την ώρα ξεχνιότανε στο λήθαργο,
ξυπνώντας
στραβοκατάπινε με δύναμη και άνοιγε αμυδρά τα χείλη σε μια χαραμάδα,
σα να
πρόφερε κάνα φωνήεν σκέτο,
σα να
κόντευε να παρασυρθεί σε κάποιο φιλί παραμορφωμένο απ' το μεθύσι.
Τα μάζευε
τότε πάλι βιαστικά,
τα έκρυβε
μέσα στο στόμα
και τα
δάγκωνε ως να ματώσουν.
Τα χάιδευε
ύστερα με τα δάχτυλά της,
βρώμικα απ'
τους σοβάδες του τειχιού,
λεπτεπίλεπτα
και ασθενικά μπροστά στα πλούσιά της χείλια.
Και έσπρωχνε
ξανά το σώμα της προς τη γωνία,
και τις
παλάμες άπλωνε στο πάτωμα,
υψώνοντας το
μέτωπο προς το ταβάνι.
Ανάσανε
βαριά
με τα μάτια
κλειστά
και
μούγκριζε μετά, μουρμούριζε,
γελούσε μέσα
απ' το λαιμό της και ξεφυσούσε από τη μύτη.
Χαμογελούσε
ξανά.
Και μετά
ξαναχανόταν.
Μόνο όταν
ξυπνούσε για τα καλά,
μόνο τότε
πεταγόταν πάνω λες από εφιάλτη
και
πασπάτευε βιαστικά κάτω απ' το χαλί για νά βρει ένα στυλό απ' όσους φύλαζε
για περιπτώση ανάγκης.
Μόλις το
έβρισκε, τ' άρπαζε με το δεξί της χέρι
και ξεκινούσε,
στιγμάτιζε όλο της το σώμα-
λέξεις,
κυρίως διάλογοι,
τελείες και
θαυμαστικά,
μελανιές και
γρατζουνιές,
δαχτυλικά
αποτυπώματα.
Και το δέρμα
αιμορραγούσε κι αυτό,
ζωγράφιζε
μαζί της τις πληγές και τις προτάσεις.
Χαλάρωνε στο
τέλος, άφηνε κάτω το στυλό όταν είχε τελειωμένο το μελάνι
και δεν
ξανάριχνε ματιά προς τα σημάδια του κορμιού της.
Την
προτιμούσε γυμνή, χωρίς ρούχα, χωρίς περιορισμούς, φυσική και καθαρή.
Γνώριμη,
οικεία και σταθερή.
Έτσι,
έκλεινε τα μάτια πάλι,
άφηνε τα
γόνατα ν' ακουμπήσουν τελικά μέχρι και κάτω, ν' αφεθεί.
Κουλουριαζόταν
τότε, και χαρούμενη σκορπούσε κάνα δάκρυ,
απελευθερωμένη
από τις εικόνες και τους ήχους.
Χαμογελούσε.
Ξανά.
Αναστέναζε
εξαντλημένη και γλυκά άφηνε το μυαλό της να κοιμηθεί.
Γλιστρώντας
τα μπράτσα, που ως τότε την έδεναν σαν ζώνες, ως τα πλάγια,
έξυνε με τα
δάχτυλα τους κόμπους στο χαλί
και σα να
'πλεε στη θάλασσα άκουγε μονάχα μουσική-
άρχιζε λοιπόν
να ξημερώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου