Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε ξεχάσει. Πού βρισκόταν, ποια ήταν, γιατί κρατούσε τα μάτια κλειστά μέρα μεσημέρι, στη μέση-μέση της αίθουσας, αγκαλιά με έναν άγνωστο. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα δειλά γύρω του, το πρόσωπό της θαμμένο ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο του και, όρθια στις μύτες των ποδιών της, ένιωθε το ευγενικό άγγιγμα του ξένου. Ξένος αυτός, ξένη κι εκείνη, ξένα τής φαίνονταν κι όλα γύρω της.
Το δωμάτιο σαν τάξη σχολική έμοιαζε, απεριποίητη λιγάκι, και κάπως μουντή, με την κουρτίνα κουβαριασμένη στη μια γωνία κάτω από το παράθυρο. Άσχημη και η κουρτίνα, απελπιστικά αδιάφορη, ροζέ, θύμιζε νοσοκομείο. Άσχημος και ο καιρός έξω απ' το τζάμι, μελαγχολικός, γκρίζος και κενός. Τι γύρευε μέσα σ' αυτή την απρόσωπη αίθουσα; Τι έκανε εκεί, σε μια τάξη σχολική, μέσα σε ρούχα νεανικά, κολλητά πάνω σε ένα σώμα που έμοιαζε υπερβολικά μικροσκοπικό για να της ανήκει, όταν ένιωθε να έχει κλείσει τουλάχιστον μερικούς αιώνες ζωής; Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων που την κρατούσε έτσι κοντά του, τόσο προσεκτικός να μην την ακουμπά περισσότερο απ' ότι, μάλλον, πρέπει;
-Δεν νομίζω, ξεστόμισε τότε ο ξένος λες και συνέχιζε κάποια συζήτηση. Δεν νομίζω, εγώ σ' αγαπάω πιο πολύ.
Γέλασε τότε ξεφυσώντας απ' τη μύτη του και ήρεμα απομακρύνθηκε, ενώ εκείνη έντρομη σκεφτόταν μήπως, από το μένος της, ακουγόταν μέχρι έξω η καρδιά της. Την κοίταξε τότε, σκύβοντας λιγάκι το κεφάλι, και αντικρύζοντας το πόσο χαμένη θα πρέπει να φαινόταν, χαμογέλασε στραβά. Πείραξε τα μαλλιά της μια στιγμή κι ύστερα έβγαλε ένα πακέτο με καπνό από την τσέπη του κι έφυγε. Σε ένα λεπτό είχε σκαρφαλώσει στο παράθυρο κι είχε πηδήξει στην αυλή -είχε χαθεί από μπροστά της.
Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων; Που της δήλωσε έτσι στα ξαφνικά πως την αγαπά και την άφηνε αμέσως πίσω;
Ήταν μόνη μέσα στην τάξη, για καλή της τύχη. Χρειαζόταν χρόνο, όχι βοήθεια. Χρόνο, για να σκεφτεί, να θυμηθεί. Όχι ανθρώπους. Όχι λίγους ακόμη ξένους. Έστυβε λοιπόν το μυαλό της, βηματίζοντας εδώ κι εκεί, έψαχνε πυρετωδώς αναμνήσεις να ταιριάζουν, μα συνάνταγε κενό. Καμιά πληροφορία δεν ξέθαβε για τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της, ή τα μακρυά και πολύχρωμα μαλλιά της, για το φθαρμένο τζιν της ή τον μουτζουρωμένο πίνακα στον τοίχο, για τον άγνωστο, το βαθύ μπλε των ματιών του ή κάποια συζήτηση μαζί του. Μόνο τα χέρια της θυμόταν, να σφίγγουν το σώμα του ξένου λίγο πριν χαθεί, σκοτάδι μόνο, και μόνο τη φωνή της σ' ένα ψίθυρο: "Ας τέλειωνε εδώ ο κόσμος τώρα"
Το δωμάτιο σαν τάξη σχολική έμοιαζε, απεριποίητη λιγάκι, και κάπως μουντή, με την κουρτίνα κουβαριασμένη στη μια γωνία κάτω από το παράθυρο. Άσχημη και η κουρτίνα, απελπιστικά αδιάφορη, ροζέ, θύμιζε νοσοκομείο. Άσχημος και ο καιρός έξω απ' το τζάμι, μελαγχολικός, γκρίζος και κενός. Τι γύρευε μέσα σ' αυτή την απρόσωπη αίθουσα; Τι έκανε εκεί, σε μια τάξη σχολική, μέσα σε ρούχα νεανικά, κολλητά πάνω σε ένα σώμα που έμοιαζε υπερβολικά μικροσκοπικό για να της ανήκει, όταν ένιωθε να έχει κλείσει τουλάχιστον μερικούς αιώνες ζωής; Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων που την κρατούσε έτσι κοντά του, τόσο προσεκτικός να μην την ακουμπά περισσότερο απ' ότι, μάλλον, πρέπει;
-Δεν νομίζω, ξεστόμισε τότε ο ξένος λες και συνέχιζε κάποια συζήτηση. Δεν νομίζω, εγώ σ' αγαπάω πιο πολύ.
Γέλασε τότε ξεφυσώντας απ' τη μύτη του και ήρεμα απομακρύνθηκε, ενώ εκείνη έντρομη σκεφτόταν μήπως, από το μένος της, ακουγόταν μέχρι έξω η καρδιά της. Την κοίταξε τότε, σκύβοντας λιγάκι το κεφάλι, και αντικρύζοντας το πόσο χαμένη θα πρέπει να φαινόταν, χαμογέλασε στραβά. Πείραξε τα μαλλιά της μια στιγμή κι ύστερα έβγαλε ένα πακέτο με καπνό από την τσέπη του κι έφυγε. Σε ένα λεπτό είχε σκαρφαλώσει στο παράθυρο κι είχε πηδήξει στην αυλή -είχε χαθεί από μπροστά της.
Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων; Που της δήλωσε έτσι στα ξαφνικά πως την αγαπά και την άφηνε αμέσως πίσω;
Ήταν μόνη μέσα στην τάξη, για καλή της τύχη. Χρειαζόταν χρόνο, όχι βοήθεια. Χρόνο, για να σκεφτεί, να θυμηθεί. Όχι ανθρώπους. Όχι λίγους ακόμη ξένους. Έστυβε λοιπόν το μυαλό της, βηματίζοντας εδώ κι εκεί, έψαχνε πυρετωδώς αναμνήσεις να ταιριάζουν, μα συνάνταγε κενό. Καμιά πληροφορία δεν ξέθαβε για τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της, ή τα μακρυά και πολύχρωμα μαλλιά της, για το φθαρμένο τζιν της ή τον μουτζουρωμένο πίνακα στον τοίχο, για τον άγνωστο, το βαθύ μπλε των ματιών του ή κάποια συζήτηση μαζί του. Μόνο τα χέρια της θυμόταν, να σφίγγουν το σώμα του ξένου λίγο πριν χαθεί, σκοτάδι μόνο, και μόνο τη φωνή της σ' ένα ψίθυρο: "Ας τέλειωνε εδώ ο κόσμος τώρα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου