Παρασκευή, Μαΐου 30, 2014

hey, love,

stay the fuck out of my home,
I've told you a thousand times.


-Έρωτά μου, είμαι μια σύνθεση από φωτιά και από στάχτη.
Έμαθα να καίω, να καίγομαι και να σκορπίζω τα κομμάτια,
τώρα όμως με κούρασες και γι' αυτό μην μου θυμώνεις. 
Εγώ θυμώνω πιο πολύ και με τον λάθος ψεύτη
Φούμαρε λιγάκι απ' το ναρκωτικό σου
και μην μου βασανίζεσαι,
δεν με 'μαθες εσύ πώς να καπνίζω.
Μόνος μου πήρα το πακέτο από το χέρι σου 
και ζήλεψα τον εθισμό σου για τη ζάλη. 
Μα δε θα θελα να 'μαι το τσιγάρο σου πια, έχω θυμώσει. 
Θύμωσα, μόνο πάρε τη μυρωδιά σου απ' τον καφέ μου 
και πάψε να μπερδεύεσαι με τον καπνό,
η παρουσία σου στα ρούχα μου με έχει εξασθενήσει. 
Κούμπωσε το φόρεμά σου, 
σβήσε το βλέμμα σου 
και φύγε. 
Η νικοτίνη σου με έπνιξε και μου γέμισε το δωμάτιο με πίσσα. 
Θυμώνω με τα δάχτυλά μου που μετράνε πριν αγγίξουν
και με τις λέξεις σου που ξέρεις να επιλέγεις.
Τελειώνουμε και φύγε, δεν έχει κάτι να κρατήσουμε, τα καπνίσαμε όλα.
Μην φοβάσαι, αφού με έχεις, χωρίς τη συγκατάθεσή μου.
Κάθε φορά που θα λέμε πως τελειώνουμε, θα φεύγεις. 
Κάθε φορά που θα γυρνάς, θα μου παραμιλάς σα μεθυσμένη,
όπως όταν πίνεις και μου χαμογελάς σα να 'σουνα για μένα,
κι εγώ θα ξεχνάω πώς θυμώνουν,
να μην σε στεναχωρώ αν θα σε διώχνω.





Κυριακή, Μαΐου 25, 2014

last resort

ίσως πρέπει να πω
για να με συγχωρήσω
και να κοιμηθώ
πως είμαι κάτι άλλο
και δεν πιάνουν οι κανόνες

αλλιώς θα πρέπει να βουλιάξω
να πνιγώ μες την αποτυχία
να με βασανίσω μόνο με την ύπαρξή μου


οπότε,

είμαι κάτι άλλο
και καλή μας νύχτα.

Τρίτη, Μαΐου 20, 2014

Σειρά μου


Όσους βλέπουν, τους κρατάς.
Κι όσους βλέπεις,
τους αγαπάς λιγάκι παραπάνω.


Λοιπόν, κοίτα, μεγάλωσα τώρα,
γίνανε οι θεωρίες τους για το χρόνο μου πια πράξη
και στην αποτίμηση ενός αιώνα,
μόνο οι εικόνες δεν αρκούν για να καθησυχάσεις.
Κοίταξε, μεγάλωσα τώρα,
σκούριασε το σώμα μου, μοιάζω ερείπιο
και νομίζω πως όσο ο άνεμος φύσα, τόσο και με λυγίζει.
Λέπτυνε και η καρδιά μου, έμεινε μόνο κολλημένα στα πρόχειρα δυο θρύψαλα
και σκούρυναν τα μάτια, 
περισσότερο φαντάζομαι παρά καταλαβαίνω 
   -ευτυχώς, από παιδί μικρό συνηθισμένο.

Κοίταξε λοιπόν, άκου με,
λεπτομέρειες ασήμαντες δεν συγκρατώ-
ονόματα, αριθμούς, χρονολογίες και πόλεις.
Τελικά, μόνο το χρώμα μένει.
Χρώματα είναι οι άνθρωποι
κι αν δεν πιστεύεις, κοίτα.
Μόνο το χρώμα μένει,
μόνο αυτό αντιστέκεται στα ρολόγια
και δένεται με το δικό σου, ως το τέλος.
Τελειώνω τώρα
και όπως χάνομαι,
έτσι χάθηκαν και κουλουριάστηκαν μέσα στην ψυχή μου οι παλέτες.
Οπότε, άκουσέ με, 
δεν θυμάμαι το βηματισμό ή κανένα εκκεντρικό ζευγάρι από παπούτσια,
αν κούτσαινε καθόλου,
αν τρεμόπαιζε η φωνή όταν πονούσε,
αν κάπνιζε,
αν θύμωνε.

Θυμάμαι το χρώμα.

Θυμάμαι τα μάτια που κοιτούσαν τα δικά μου-
και τα έβλεπαν.
Τους ανθρώπους που σε βλέπουν,
τους καταλαβαίνεις.
Κι ας μην σου βρίσκονται ονόματα για τις αποχρώσεις τους,
κι ας θολώνουν με τα χρόνια οι μυρωδιές τους
κι ας λύνονται οι δεσμοί.
Όσους βλέπουν, τους κρατάς.
Κι όσους αγαπούν, τους νιώθεις.
Κι όσους αγάπησες, θα τους φυλάς.
Κι όταν θα είσαι μόνος και θα ψάχνεις-
Όταν καμιά φορά θα μισείς αυτό που έχεις απογίνει-
Αν ποτέ νιώσεις ηττημένος και φλερτάρεις την παραίτηση-
Αν κάποτε κλάψεις που σε αφήσανε σπασμένο-
χωρίς λέξεις θα θυμάται το μυαλό
ότι στην ασχήμια που κέρδισε το μίσος σου, αναγνωρίσαν ομορφιά.

Τους ανθρώπους που πιστεύουν σε εσένα, μην τους υποτιμάς.
Κι αυτούς που σιωπούν όταν χαμογελάς,
κι αυτούς που σε ψάχνουν στις αίθουσες,
θα τους θυμάσαι κάπως παραπάνω.

Μεγάλωσα τώρα,
δεν προλαβαίνω για να ψάξω ιστορικά,
έκαψα και τις φωτογραφίες.
Γέρασα πιο πολύ απ' όσο αντέχω
και ζηλεύω το είδωλό μου στις εικόνες.
Ονόματα δεν συγκρατώ, ούτε ηλικίες, ούτε και μέρη.
Η αίσθηση ενός χρώματος μόνο έχει μείνει,
από εκείνους τους ανθρώπους που σου αλλάζουν έτσι λίγο τη ζωή,
πριν να το καταλάβεις.
Αυτούς τους ανθρώπους να προσέχεις,
είναι δυνατότεροι από τις αναμνήσεις
έτσι όπως τρυπώνουν στην ψυχή σου και μένουν αμετάφραστοι.
Αυτούς που φεύγουν γρήγορα
και δεν πάνε πουθενά.

Κυριακή, Μαΐου 18, 2014

άντε και καλή επιτυχία

"Και δεν είναι ότι βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια. 
Είναι πως βαρέθηκα τους ίδιους και τους ίδιους. 
Ερωτεύομαι για να ξεφύγω απ’ την μοναξιά, 
μα η σκέψη ότι θα ερωτευτώ ξανά 
μου υπενθυμίζει πως είμαι μόνος. 
Η ποίηση δεν ψάχνει λύσεις. 
Ανέκαθεν έψαχνε, έβρισκε και συντηρούσε αδιέξοδα. 
Κανείς μεγάλος ποιητής δεν είχε αυτοκαταστροφικές τάσεις.
Οι πιο αυτοκαταστροφικοί ποιητές
παντρεύτηκαν, πάχυναν, 
‘κάναν παιδιά, δημιουργήσανε κοινωνικό κύκλο, 
κουτσομπόλεψαν, νοικοκυρευτήκαν
και πεθάναν από γηρατειά. 
Φοβάμαι να πεθάνω. 
Αλλά πιο πολύ φοβάμαι να ζήσω όπως θέλετε να ζω." 


-Jolly Roger



Η χρονιά μου τελειώνει
κι ας μην το νιώθεις παρά μόνο όταν πονάς.
Η χρονιά μου τελειώνει,
πέρασε γρήγορα, περίεργα,
στα μουλωχτά, χωρίς να το συνειδητοποιήσω.

Τελειώνει και με αφήνει πίσω, πάντα πίσω,
πάντα αλλού, αλλού απ' όπου θα 'πρεπε να βρίσκομαι.

Η χρονιά μου φέτος ήταν ένα παγκάκι στη στάση του λεωφορείου,
βρεγμένο από τη βροχή που πάντα με θυμόταν σε λάθος εποχή.
Ήταν ένα δεκασέλιδο πρόγραμμα, που ποτέ δεν ακολούθησα.
Σημειώσεις που ποτέ δεν κοίταξα.
Βιβλία που περίμενα να με σκίσουν
και τα έσκισα εγώ, χωρίς ν' αγγίξω.
Ήταν χαλασμένα στυλό και τσαλακωμένες κόλλες Α4.
Ένα δάκρυ που πάλευα να διώξω προς τα έξω
κι όμως πάντα έμενε αλυσοδεμένο μέσα το στήθος μου.
Θρανία, πίνακες, μαρκαδόροι, καφέδες κάθε τύπου, 
αποτυχημένες προσπάθειες αδυνατίσματος,
τσιγάρα στα κρυφά στο μπαλκόνι μου και άσκοποι, αόριστοι 
και αποπροσανατολιστικοί συνειρμοί.
Πρώτα φιλιά, τελευταίες υποσχέσεις, πνιγμένα αναφιλητά και ταχυπαλμίες.
Μίσος και επικίνδυνες σκέψεις ενάντια στους καθρέπτες που γέμισαν το σπίτι μου.

Ήταν η χρονιά μου βλέμματα με κατανόηση
και παρηγοριές που έκαναν τις πληγές να τσούζουν λιγάκι παραπάνω.
Ξενύχτια δίχως νόημα,
αριθμοί, διαγράμματα και ποσοστά, 
και μέτρα, και κιλά, και συγκρίσεις, κάθε είδους.
Μια πάλη απ' το βράδυ ως το ξημέρωμα για αποδείξεις.
Ποια είμαι, τι κάνω, τι μπορώ, πώς και πόσο, γιατί, γιατί, γιατί κοπέλα μου, γιατί όχι,
πίστεψε, διέγραψε, ακολούθα, Νίκη, ακολούθα, γιατί δεν ακολουθείς;
Και ξύπνα, Νίκη, ξύπνα, πρέπει να πνιγείς για να αξίζεις.
Και τρέχα, Νίκη, τρέχα, δεν θα προλάβεις,
δεν σε προλαβαίνουμε, πήγαινε πιο σιγά, 
σταμάτα, Νίκη, μα, που πας; 
Έλα πιο πίσω, λάθος ο δρόμος σου,
δεν χρειαζόμαστε τέτοιες ώρες αυτοσχεδιασμούς.
Δεν υπάρχει χρόνος-
Δεν υπάρχει χώρος-
για ρίσκα και φαντασίες.

Ο χρόνος μου φέτος ήταν τεράστιος και χωρά σε μία χούφτα.
Ήταν περιοδικά και ειδικοί για να σου ράψουν τα όνειρά σου, 
ήταν γονείς που αλλάξανε παιδί 
κι άλλοι που δεν καταλάβαν πως αλλάξαν.
Χαμένα δαχτυλίδια, σκισμένα τζιν, τρύπια σεντόνια.
Κερδισμένα χαμόγελα, νέοι άνθρωποι, νέοι παλιοί και παλιοί οι νέοι.

Η χρονιά μου φέτος ήταν ένα παγκάκι στη στάση του λεωφορείου,
που ποτέ δεν έφτανε και ποτέ δεν θα φτάνει στην ώρα του,
που ποτέ δεν έχει συνέπεια στα ραντεβού του με τους επιβάτες του
και που σε κρατά απομονωμένο στο χωρίο
όταν τα πόδια σου δεν σε πάνε ως την πόλη.

Τελειώνει και με αφήνει πίσω η χρονιά 
και τελικά ποτέ δεν θα φτάσω ως μπροστά, 
στέρεψα κι από τις τελευταίες μου ελπίδες.
Στο παιχνίδι είμαι ήδη μια χαμένη. 
Δεν έπαιξα,
δεν πρόλαβα,
δεν μπήκα καν ολόκληρη και δεν ξέρω πως να βγω.

Μόνο δεν μπορώ τις συμβουλές.
Πειράζει, δεν θα μου πεις εσύ τι με πειράζει. 
Και φταίω, δεν θα μου πεις εσύ πότε δεν φταίω. 
Έχασα κι ό,τι γίνει,
όπου με βγάλει τελικά,
όπου βγω,
και τυλίξτε τα δράματά σας για το σπίτι. 

2 άγνωστοι μεσ' τους γνωστούς


Έφτασα στο τέλος να βλέπω πιο πολλά απ’ τους άλλους, που αμέσως θεώρησα τυφλούς. 
Ωστόσο, είχα γυρίσει πια σε γνώριμο έδαφος. 
Είχε επιστρέψει το σώμα μου σε εμένα,  
τα όνειρα μου είχε εγκαταλείψει η σκιά ενός αιώνιου ποτέ.  
Και κάπως έτσι, ελέυθερη να γεμίσω τους εφιάλτες μου ξανά με νέο αίμα,  
ερωτεύτηκα το κόκκινο χρώμα που έπαιρναν ασυναίσθητα τα ζυγωματικά του καμιά φορά ενώ μιλούσε. 
Την αποδοκιμασία που κράταγε για τον εαυτό του, 
τα μικρά πράγματα που κανείς δεν είχε διάθεση να καταλάβει. 
Τα μικρά εκείνα σχόλια που πάνω στην πλάκα έκρυβαν ένα βάθος, 
τις μικρές παραχωρήσεις, τις μικρές πράξεις προστασίας, 
τους λεπτούς υπαινιγμούς για το χάος από αντιφάσεις μέσα στο κεφάλι του. 

Ό,τι είχε να κάνει με τα τσαλακωμένα του ρούχα, τις λέξεις του δρόμου 
και τις προσπάθειες παραπλάνησης, 
τα άφηνα για τους μονόφθαλμους να αναλύσουν.





«Πως τα θυμάσαι όλα αυτά, ρε;», με ρώτησε 
και τα μάτια του πήραν ξανά το βλέμμα που είχα γνωρίσει.
Πώς τα θυμάμαι; 


Σάββατο, Μαΐου 10, 2014

Countdown




-Πότε;
-Σύντομα.
-Τελειώνει...
-Τελειώνει.
-Θες;
-Και να θέλω.
-Μα, δεν θες;
-Ρωτάς αν μισώ ή αν φοβάμαι; 
-Ρωτάω αν ονειρεύεσαι.
-Ξέχασα.
-Την απάντηση;
-Ό,τι υπήρχε να ξεχάσω.
-Εύχομαι να μην τα βρεις ποτέ. 
Φτιάξε δικά σου.
-Από αύριο.
-Σήμερα, λήθη;
-Σιωπή και υπομονή.
-Θα περάσει. Εκεί να σε δω.
-Εκεί να με δω...