τη νύχτα τα φαντάσματα κάνουν γιορτή.
τελευταία
τη μουσική δεν την αντέχω
το φως με πνίγει
και οι ώρες δεν περνάνε
ίσως θα σου πω
ή απλά θα ψιθυρίσω ενώ κοιμάσαι
μια ιστορία για δυο δεμένα μάτια...
το κορίτσι
και την ψυχή που κατάπιε μια μέρα
και τώρα πια καταραμένη μες το χρόνο
τη νιώθει να την ηρεμεί
και να την καταστρέφει.
αν θες να ξέρεις
γιατί με ακύρωσαν οι φίλοι
και σε ονόμασαν παράνοια κι εμένα αυτοκτονία
πρέπει να υποσχεθείς πως δεν θα ξαναρωτήσεις
αν θες να ξέρεις τι φοβάμαι
φοβάμαι τώρα
τη στιγμή που θα σε χάσω
πριν προλάβω να σε έχω
και κάθε στιγμή
είναι εκείνη η στιγμή.
κάθε στιγμή
είναι μια τρομακτική καθυστέρηση
μια κίνηση
μια λέξη
ένα βλέμμα δισταγμού
και φοβάμαι τώρα
πως κάπου ταξιδεύεις όσο δίπλα μου βυθίζεσαι
και στο ταξίδι δεν χωράω συνεπιβάτης.
είμαι πολύ μικροσκοπική για τη θέση δίπλα,
πολύ διάφανη για να κάτσω πλάι στο παράθυρο,
πολύ περαστική για να αντέξω ως το τέρμα.
υπάρχουν παράλληλες αναμνήσεις
που κερδίζουν το ταξίδι.
πως δεν φτάνω
ποτέ δεν θα φτάνω
για να μοιράσω στα δύο το χαμόγελό μου
που μετράει για εκατό.
και αν θες να ξέρεις
γιατί δεν είσαι ένας, μα εσύ
είναι που εσύ
μόνο εσύ
με ηρεμείς
ανασαίνεις μετά τη μυρωδιά απ' το λαιμό μου
και δεν θυμάμαι ποιος ράγισε τα κομμάτια απ' τον τοίχο.
μόνο που ο τοίχος πέφτει
λυγίζει προς το μέρος μου
με πλακώνει
και εγώ μόνη καταστρέφομαι
όταν εξασθενήσει η δική σου αίσθηση από το μαξιλάρι.
δεν μπορώ να κοιμηθώ
δεν μπορώ να ηρεμήσω
μόνο εσύ με ηρεμείς
κι όταν δεν σε έχω, ερωτεύομαι στη θέση σου ποτήρια και μπουκάλια με κρασί
και ο καπνός τελειώνει χωρίς να με ναρκώσει
μήνες τώρα
δεν μπορώ να ηρεμήσω,
τώρα ούτε που κοιμάμαι
κι όταν φτάσεις
θα καταλάβεις πως θα ανασάνω ξανά κανονικά.
αν μ' ακουμπάς εσύ
ο τρόμος δεν τολμάει
και ξαφνικά ομορφαίνω,
δεν υπάρχω,
μόνο είμαι.
και ομορφαίνει η νύχτα
που την ταύτισα μαζί σου
και ομορφαίνει το κρύο
και ομορφαίνει η ώρα
και γίνονται απλά όλα και εύκολα
όμορφα
και ξεκάθαρα
δεν χρειάζεται να αποκτάς
ό,τι έχεις αγαπήσει
μόνο να υπάρχει θα σου φτάνει
και όλα μοιάζουν καλά τότε
όταν θέλεις να μου μιλάς
και πώς λατρεύω να σ'ακούω
κι όταν θες να σε κοιτάω
και πως μαγεύομαι όταν δακρύζεις
δεν συμμερίζομαι τα δράματα
τα μάχομαι μία ζωή
και μην νομίζεις πως προτιμάω τη μιζέρια
μόνο, είσαι πολύ
και μεγαλώνεις
και δεν ξέρω αν χωράς
αν συνεχίσεις
αν δεν καταλάβω πως με έχεις αγαπήσει κάπως
κι εσύ
αρκετά
ώστε να φτάσει να μας σκεπάσει όταν θα πέσουνε μεσάνυχτα
να μη τρομάζεις.
αντέχω.
αρκεί να θυμάσαι να μου επιστρέφεις.
και να γυρίζεις από τους ξένους σου ολόκληρος.
"Please forget the words that I just blurted out,
it wasn’t me, it was my strange and creeping doubt,
it keeps rattling my cage.
And there’s nothing in this world will keep it down"