Δειλά δειλά, άνοιξε το χέρι του για να χωρέσει το δικό της.
Οι κόρες της διαστάλθηκαν.
Ένιωσε να τον ρουφάν μέσα στο χάος τους.
Έδωσε το χέρι της, αργά, με τις φλέβες να προεξέχουν απ' τον καρπό της.
Κάθισε πάνω του, αργά, με ευλάβεια.
Με τα δάκτυλά της, άγγιξε το πρόσωπό του. Αργά.
Αφουγκράστηκε το γυμνό του ζυγωματικό, τη μύτη, μπέρδεψε τις άκρες στα γένια που πλαισίωναν το στόμα του, πίεσε απαλά τα νύχια της στα χείλη του.
Η ταχυπαλμία αναπηδούσε απ'τον ένα τοίχο στον άλλο κι έκανε το δωμάτιο εκκωφαντικό.
Κούρνιασε το κεφάλι της στη γωνία ανάμεσα στον ώμο του και το κεφάλι
κι εκείνος ανάσανε βαθιά τη μυρωδιά της.
Οι κόρες της ήταν πια μια μαύρη τρύπα.
Τον γράπωσε απ' το λαιμό, κούμπωσε το σώμα της στο δικό του. Πανικόβλητος μπρος στην απροσδόκητη δύναμη της γυναίκας, άρχισε να σπαρταρά πάνω στο στρώμα. Χτύπαγε τα πέλματα στα κάγκελα του κρεβατιού, ξεφώνιζε φθόγγους κι οι λυγμοί του τράνταζαν το σώμα της. Ουρλιαχτά, χτυπήματα και σύρσιμο στο παρκέ όμως, ήταν πλέον υπόκωφα για κείνη. Με το αυτί της κολλημένο στο στήθος του, μεθούσε απ' τον ήχο της καθόδου του σάλιου του προς το στομάχι, την καρδιά του που χτύπαγε τα πλευρά να ελευθερωθεί, ήταν σίγουρη πως άκουγε το νερό να ρέει στα σωθικά του, παρασέρνοντας κάθε εμπόδιο στο διάβα του, τα νεύρα του να τεντώνουν σα χορδές βιολιού και το λαρύγγι του να βράζει.
Ανθρώπινα ουρλιαχτά, αναφιλητά και κάγκελα που τρίζουν κράταγαν το τέμπο και ο σφυγμός έδινε ρεσιτάλ στη συνοδεία ολόκληρού του του κορμιού.
Ανάσανε ακόμη μια φορά, βαθιά.
Η μυρωδιά των μαλλιών της τώρα του φερν' αναγούλα.
Με μια κίνηση, την πέταξε στη τζαμαρία και βρυχήθηκε.
"Συγγνώμη".
Έσκασε απ' τον 6ο όροφο στο δρόμο.
Και δεν ακούστηκ' ούτε νότα.
Οι κόρες της διαστάλθηκαν.
Ένιωσε να τον ρουφάν μέσα στο χάος τους.
Έδωσε το χέρι της, αργά, με τις φλέβες να προεξέχουν απ' τον καρπό της.
Κάθισε πάνω του, αργά, με ευλάβεια.
Με τα δάκτυλά της, άγγιξε το πρόσωπό του. Αργά.
Αφουγκράστηκε το γυμνό του ζυγωματικό, τη μύτη, μπέρδεψε τις άκρες στα γένια που πλαισίωναν το στόμα του, πίεσε απαλά τα νύχια της στα χείλη του.
Η ταχυπαλμία αναπηδούσε απ'τον ένα τοίχο στον άλλο κι έκανε το δωμάτιο εκκωφαντικό.
Κούρνιασε το κεφάλι της στη γωνία ανάμεσα στον ώμο του και το κεφάλι
κι εκείνος ανάσανε βαθιά τη μυρωδιά της.
Οι κόρες της ήταν πια μια μαύρη τρύπα.
Τον γράπωσε απ' το λαιμό, κούμπωσε το σώμα της στο δικό του. Πανικόβλητος μπρος στην απροσδόκητη δύναμη της γυναίκας, άρχισε να σπαρταρά πάνω στο στρώμα. Χτύπαγε τα πέλματα στα κάγκελα του κρεβατιού, ξεφώνιζε φθόγγους κι οι λυγμοί του τράνταζαν το σώμα της. Ουρλιαχτά, χτυπήματα και σύρσιμο στο παρκέ όμως, ήταν πλέον υπόκωφα για κείνη. Με το αυτί της κολλημένο στο στήθος του, μεθούσε απ' τον ήχο της καθόδου του σάλιου του προς το στομάχι, την καρδιά του που χτύπαγε τα πλευρά να ελευθερωθεί, ήταν σίγουρη πως άκουγε το νερό να ρέει στα σωθικά του, παρασέρνοντας κάθε εμπόδιο στο διάβα του, τα νεύρα του να τεντώνουν σα χορδές βιολιού και το λαρύγγι του να βράζει.
Ανθρώπινα ουρλιαχτά, αναφιλητά και κάγκελα που τρίζουν κράταγαν το τέμπο και ο σφυγμός έδινε ρεσιτάλ στη συνοδεία ολόκληρού του του κορμιού.
Ανάσανε ακόμη μια φορά, βαθιά.
Η μυρωδιά των μαλλιών της τώρα του φερν' αναγούλα.
Με μια κίνηση, την πέταξε στη τζαμαρία και βρυχήθηκε.
"Συγγνώμη".
Έσκασε απ' τον 6ο όροφο στο δρόμο.
Και δεν ακούστηκ' ούτε νότα.