μα εκείνο το χαμόγελο δεν έσβηνε απ' τη μνήμη της.
Ζωντανό έλαμπε πίσω απ' τα μάτια της,
μέχρι που, μέσα σε μια στιγμή,
σιγουρεύτηκε πως οι ονειροπολήσεις της
θα μένανε ξανά μονάχα εκείνο-
ονειροπολήσεις και τίποτε παραπάνω,
όπως υπήρξαν πάντοτε τέτοιες.
Κι όπως πάντοτε,
δυνάμωσε λιγάκι τη μουσική στα ακουστικά της,
έκλεισε τα μάτια,
ξεφύσηξε μερικές φορές
και ψιθύρισε στον εαυτό της αποφασιστικά:
"Καιρός να σταματήσεις τώρα"
Και όπως πάντοτε, αποστάτησε.)
"Hey...τι γίνεται;"
Κοίταξε το κινητό της απαθής.
Όχι, εκείνη δεν ήταν κατάλληλη στιγμή να το χειριστεί κι εκείνο.
Τα χείλη της απέκτησαν μια κλίση προς το πάτωμα κι αναστέναξε ξανά.
Τι της έφταιγε κι εκείνος;
Τον κούραζε, όπως όλους τους υπόλοιπους
και πιθανότατα ήταν κι αυτό για το τίποτα.
Αναστεναγμός.
Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει,
δεν ήθελε να του δίνει και ψεύτικες ελπίδες.
Δεν ήξερε τι ήθελε,
ούτε και τι (θα) έκανε.
Τα κουβάρια της καθημερινότητάς της είχαν μπλεχτεί ξανά
κι όσο τους άφηνε, οι κόμποι έσφιγγαν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλο.
Τι της έφταιγε κι εκείνος;
Ίσως έπρεπε απλά να του ξεκαθαρίσει ότι θα έπρεπε να τα παρατήσει.
Ότι είχε αλλάξει η γνώμη της,
δεν θα έμπαινε καν στην διαδικασία να τον κάνει να την γνωρίσει,
γιατί δεν είχε τι να του γνωρίσει.
Βαριά σύννεφα είχαν τυλίξει και πάλι το μυαλό της
και το πρόσωπό της έμοιαζε ψύχραιμο και κενό.
Σκληρό, αν και τα παιδικά χαρακτηριστικά του έκαναν το όλο θέαμα οξύμωρο.
Σκληρό, αν και τα παιδικά χαρακτηριστικά του έκαναν το όλο θέαμα οξύμωρο.
Η μελαγχολία είχε κερδίσει και πάλι έδαφος,
οι έγνοιες, δικές της και μη,
την έσπρωχναν όλο και πιο κοντά στην παραίτηση.
Πώς θα έσωζε τον εαυτό της;
Πώς θα έσωζε τους άλλους;
Είχε αποκτήσει, λανθασμένα και μη,
τη φήμη του σωτήρα,
εκείνου που κατέφθανε την τελευταία στιγμή
και με μερικές μαγικές λέξεις
-διαθέσιμες μονάχα για τους άλλους και ποτέ για την ίδια-
τα έφτιαχνε όλα.
Τα έφτιαχνε, εως ότου μόνο οι λέξεις να σκορπιστούν στον αέρα για τα καλά.
Έπειτα έβγαζε νέες, ξανά και ξανά
κι όταν οι λέξεις της δεν κατάφερναν να σπάνε τα εμπόδια,
ένιωθε πως ένα κομμάτι δικό της έσπαγε.
Πόσο μάλλον τώρα,
που από λέξεις και ταχτικές είχε ξεμείνει.
Στην θέση τους είχαν μπει κάτι αναμνήσεις,
θολές σε χρώματα και ξεκάθαρες σε συναισθήματα.
Μια προδοσία, που ακόμη δεν είχε κατανοήσει.
Μια αγκαλιά, που ακόμη δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Ένα βλέμμα, που ακόμη δεν είχε κερδίσει πίσω.
Μια ψευδαίσθηση, που ακόμη δεν είχε νικήσει.
Πώς θα έσωζε τον εαυτό της;
Πώς θα έσωζε τους άλλους;
"Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή...Ξεκινάω διάβασμα. Μιλάμε αργότερα. =) "
"Αξιοθρήνητη απάντηση." σκέφτηκε με πικρία
και επέλεξε το κουμπί της αποστολής.
*
- I don't need saving.
- You just proved my point.
*