Κυριακή, Απριλίου 28, 2013

"That's what I do."

Φεύγουν οι άνθρωποι,
κάπου στην αόριστή μου αναμονή χάνονται
και εξατμίζονται κουρασμένοι απ' το χαμένο τους χρόνο.
Απομακρύνονται οι άνθρωποι,
αποκαρδιωμένοι απ' την απάθεια τη δική μου
και τους χάνω, αφού δεν προσπάθησα καν να τους κρατήσω κοντά.
Πλησιάζουν και τρομάζουν,
απογοητεύονται οι άνθρωποι που χτυπούν πάνω στα τείχη μου
και ύστερα μ΄αφήνουν,
σίγουροι πως δεν θα προσέξω την απουσία τους.
Αυτό κάνω,
τους διώχνω τους ανθρώπους,
απλά και μόνο με την αδυναμία μου
να τους αφήσω να ξαποστάσουν για λίγο στο πλευρό μου.
Κι από το τρέμουλο της αμηχανίας
φτάνω να μου πετώ βλέμματα υποτιμητικά στον καθρέπτη,
εγώ η απόμακρη, εγώ η ψυχρή μου φύση.
Εγώ κι οι αποστάσεις μου, εγώ ξανά.
Κι αν πληγώνονται από μένα είν΄ τούτο πολύ,
κι αν δεν τα παρατούν απλά
όταν χάνουν κάθε λόγο κι ενδιαφέρον.
Πλησιάζουν οι άνθρωποι
και έπειτα από λίγο τα βήματά τους αλλάζουν πια κατεύθυνση
και στους διαδρόμους με προσπερνούν,
δεν με ακολουθούν πλέον με τα μάτια ως τη γωνία,
και σε μηνύματα μου στέλνουν φράσεις κενές,
και τα τραγούδια μου τα σβήνουν απ' τις λίστες τους.
Σωστοί είναι οι άνθρωποι,
ξέρουν τι κάνουν.
Αφού κοντά μου δεν θέλησα να τους καλέσω,
γιατί στο περίμενε του τίποτα να μένουν;
Σωστοί είναι, σοφοί σχεδόν,
τόσο που εύκολα και γρήγορα με καταλαβαίνουν
και εύκολα και γρήγορα ξεθωριάζουν.
Δεν τους παίρνει βλέπεις να μείνουν.
Γιατί να μείνουν;
Στο περίμενε του τίποτα ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν θα τους ήθελα.
Δεν αξίζει. Αξίζει;
...

Τρίτη, Απριλίου 23, 2013

pointless


Το σώμα της έτρεμε ελαφρώς
και το στήθος της φούσκωνε και ξεφούσκωνε μανιακά
καθώς, καταβρόχθιζε σχεδόν, τον αέρα.
Κατάπινε με θόρυβο και εισέπνεε.
Ξανά, και ξανά, και ξανά,
τραντάζοντας ταυτόχρονα το κεφάλι της
προσπαθώντας να ταρακουνήσει
και τελικώς να ρίξει το σύννεφο που 'χε μαζευτεί και πάλι μέσα.
Σκιές την πλησίαζαν κι έφευγαν.
Χόρευαν θαρρείς γύρω της
σε ρυθμούς παράξενους,
λες και ο χρόνος μόλις είχε ξεκινήσει να κυλά ξανά
κι εκείνες πάλευαν να ξεκολλήσουν από τον πάγο.
Πνιγόταν.
Μα, δεν ήταν και τόσο δυσάρεστο συναίσθημα, ξαφνιασμένη παρατήρησε.
Περίεργο όμως...
Τόσο περίεργο.
Να ρουφά για αέρα και να βρίσκει νερό,
να βουλιάζει μεσ' το χρόνο και να πέφτει σε κενό.
Κι όμως,
να 'ναι ακόμη εκεί, ζωντανή, 
και μετά από καιρό πολύ,
να γελά δίχως λόγο
και να χορεύει, δίχως φόβο.
Πνιγόταν...
ή ίσως το κύμα από μόνο του την έσπρωχνε στην επιφάνεια.
Δεν το 'ξερε. Δεν το 'ψαξε.
Τ' άφησε ως έχειν και φύσηξε με δύναμη να ανοίξει μια τρύπα στο νερό,
να τη χωρέσει μέσα,
να την ταξιδέψει αλλού,
αφήνοντας αβοήθητο στον πνιγμό του ένα παλιό εαυτό,
φυλακισμένο από τη γέννησή του ως την τελευταία του πνοή.



Και σου λέω,
μην μ'αφήσεις να σκεφτώ ξανά.
Όχι τώρα,
λιγάκι μόνο,
σταμάτα το χρόνο,
σταμάτα τις αποφάσεις,
κόψε τα διλήμματα στα δύο
και σκόρπισε τα στον αέρα.
Κι όσο θα με κρατάς μακριά από την άβυσσο,
πρόσεξε καλά,
μην και φύγω κι από εσένα.
Το συνηθίζω άλλωστε να το βάζω στα πόδια.
Κράτα με.
Κοντά. Δεν θα σε διώξω.
Θα προσπαθήσω να σε κρατήσω κι εγώ.
Κράτα με κι ας φοβάμαι.
Περίμενε με κι ας φαίνεται μάταιο.
Υπόμεινε με, κι ας σε αμφισβητώ που και που.
Και δώσε μου ελευθερία,
τέτοια που να είναι οι πράξεις μου ανούσιες,
ανόητες, μικρές, αυθόρμητες, απλές.
Μια μονάχα φορά,
να 'ναι το πνεύμα μου νεαρό και παράλογο.
Και αφέσου κι εσύ.
Δεν θα σε αφήσω να σπάσεις,
όσο εσύ θα με κρατάς ολόκληρη.
Κράτα με
γιατί είναι κι αυτό που νιώθω και πάλι εκτεθειμένη, ξέρεις,
και δεν τ' αντέχω,
γιατί φέρνει σκέψεις,
κι εγώ τώρα απεργώ.



Πέμπτη, Απριλίου 04, 2013

placebo


Ξέρεις,
όμορφα ήταν,
σαν κι εσένα.

Αλλά, ξέρεις,
καλύτερα είναι τώρα,
όπως κι εγώ.

Ξεφορτώθηκα το βάρος.
Ξέρεις. Το βάρος.

Εκείνο που είχε πέσει πάνω μου,
που με πίεζε να μεταφράσω
γλώσσες αδίδακτες. 

Ανύπαρκτες. 
Δίχως μετάφραση.
Ίσως και δίχως νόημα.

Τέλειωσε τώρα.
Για μένα, 
αφού για σένα εξαφανίστηκε προ πολλού.

Στέρεψα,
άδειασα ξανά.
Και δεν πειράζει, 
φελιζόλ ήσουνα.

Γέμισες το κενό μου,
πλάκωσες κι έπνιξες τις σκέψεις μου.
Ήταν που είσαι τόσο...
ξέρεις, αποπροσανατολιστικός.

Εσύ και τα μάτια σου.
Και το χαμόγελό σου.
Και η φωνή σου.
Και η προσοχή σου.
Η προσοχή σου...

Ένα placebo όλα
κι οι παρενέργειές του.
Φτιαχτές.

Κι η ελπίδα ναρκωτικό μου.
Ειρωνεία, αν το καλοσκεφτείς.
Δεν σε δημιούργησα,
μια φορά τα σενάρια νικήθηκαν από τις αναμνήσεις.

Κι εκείνο το φιλί μόνο παραμένει.
Είναι αυτό το γαμώτο βλέπεις,
που δύσκολα ξεπερνιέται.

Κύκλους κάνω ατελείωτους
γύρω από τον εαυτό μου.
Με καίει και με σβήνει,
με χαλάει και με αφήνει.

Κι εσύ αλλάζεις θέσεις.
Τη σκιά σου αφήνεις και φεύγεις
κι η ηχώ σου μόνο μένει.

Θυμάμαι τον αντίλαλο άκουγα με πάθος,
μετά με δύναμη τα αυτιά μου έκλεινα
και τώρα...

Και τώρα, δεν προσπαθώ,
δεν είσαι πουθενά, ποτέ δεν ήσουν.
Μα, γιατί γράφω για εσένα πάλι;

Είναι το κενό.
Αυτό το νέο κενό κι αυτό το γαμώτο,
που σβήνει μόνο με κενό.
Και το κενό που σβήνει μόνο με το γαμώτο.