Φεύγουν οι άνθρωποι,
κάπου στην αόριστή μου αναμονή χάνονται
και εξατμίζονται κουρασμένοι απ' το χαμένο τους χρόνο.
Απομακρύνονται οι άνθρωποι,
αποκαρδιωμένοι απ' την απάθεια τη δική μου
και τους χάνω, αφού δεν προσπάθησα καν να τους κρατήσω κοντά.
Πλησιάζουν και τρομάζουν,
απογοητεύονται οι άνθρωποι που χτυπούν πάνω στα τείχη μου
και ύστερα μ΄αφήνουν,
σίγουροι πως δεν θα προσέξω την απουσία τους.
Αυτό κάνω,
τους διώχνω τους ανθρώπους,
απλά και μόνο με την αδυναμία μου
να τους αφήσω να ξαποστάσουν για λίγο στο πλευρό μου.
Κι από το τρέμουλο της αμηχανίας
φτάνω να μου πετώ βλέμματα υποτιμητικά στον καθρέπτη,
εγώ η απόμακρη, εγώ η ψυχρή μου φύση.
Εγώ κι οι αποστάσεις μου, εγώ ξανά.
Κι αν πληγώνονται από μένα είν΄ τούτο πολύ,
κι αν δεν τα παρατούν απλά
όταν χάνουν κάθε λόγο κι ενδιαφέρον.
Πλησιάζουν οι άνθρωποι
και έπειτα από λίγο τα βήματά τους αλλάζουν πια κατεύθυνση
και στους διαδρόμους με προσπερνούν,
δεν με ακολουθούν πλέον με τα μάτια ως τη γωνία,
και σε μηνύματα μου στέλνουν φράσεις κενές,
και τα τραγούδια μου τα σβήνουν απ' τις λίστες τους.
Σωστοί είναι οι άνθρωποι,
ξέρουν τι κάνουν.
Αφού κοντά μου δεν θέλησα να τους καλέσω,
γιατί στο περίμενε του τίποτα να μένουν;
Σωστοί είναι, σοφοί σχεδόν,
τόσο που εύκολα και γρήγορα με καταλαβαίνουν
και εύκολα και γρήγορα ξεθωριάζουν.
Δεν τους παίρνει βλέπεις να μείνουν.
Γιατί να μείνουν;
Στο περίμενε του τίποτα ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν θα τους ήθελα.
Δεν αξίζει. Αξίζει;
...
κάπου στην αόριστή μου αναμονή χάνονται
και εξατμίζονται κουρασμένοι απ' το χαμένο τους χρόνο.
Απομακρύνονται οι άνθρωποι,
αποκαρδιωμένοι απ' την απάθεια τη δική μου
και τους χάνω, αφού δεν προσπάθησα καν να τους κρατήσω κοντά.
Πλησιάζουν και τρομάζουν,
απογοητεύονται οι άνθρωποι που χτυπούν πάνω στα τείχη μου
και ύστερα μ΄αφήνουν,
σίγουροι πως δεν θα προσέξω την απουσία τους.
Αυτό κάνω,
τους διώχνω τους ανθρώπους,
απλά και μόνο με την αδυναμία μου
να τους αφήσω να ξαποστάσουν για λίγο στο πλευρό μου.
Κι από το τρέμουλο της αμηχανίας
φτάνω να μου πετώ βλέμματα υποτιμητικά στον καθρέπτη,
εγώ η απόμακρη, εγώ η ψυχρή μου φύση.
Εγώ κι οι αποστάσεις μου, εγώ ξανά.
Κι αν πληγώνονται από μένα είν΄ τούτο πολύ,
κι αν δεν τα παρατούν απλά
όταν χάνουν κάθε λόγο κι ενδιαφέρον.
Πλησιάζουν οι άνθρωποι
και έπειτα από λίγο τα βήματά τους αλλάζουν πια κατεύθυνση
και στους διαδρόμους με προσπερνούν,
δεν με ακολουθούν πλέον με τα μάτια ως τη γωνία,
και σε μηνύματα μου στέλνουν φράσεις κενές,
και τα τραγούδια μου τα σβήνουν απ' τις λίστες τους.
Σωστοί είναι οι άνθρωποι,
ξέρουν τι κάνουν.
Αφού κοντά μου δεν θέλησα να τους καλέσω,
γιατί στο περίμενε του τίποτα να μένουν;
Σωστοί είναι, σοφοί σχεδόν,
τόσο που εύκολα και γρήγορα με καταλαβαίνουν
και εύκολα και γρήγορα ξεθωριάζουν.
Δεν τους παίρνει βλέπεις να μείνουν.
Γιατί να μείνουν;
Στο περίμενε του τίποτα ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν θα τους ήθελα.
Δεν αξίζει. Αξίζει;
...