Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2013

Baby, did you forget to take your meds?




















 "Ω ρε μάνα, παράτα με! Ξέρω!" φώναξε πίσω απ' την πλάτη του και βρόντισε την πόρτα. Με το πρώτο κιόλας βήμα, το πόδι του βούλιαξε σε μια λακκούβα με νερά και ξεκίνησε και πάλι να βρίζει. "Γαμώτο και είχα πει πως θα τα κόψω τα βρομόλογα", αναστέναξε. "Τη τύχη μου μέσα, γαμημένη λάσπη- και τώρα άντε πήγαινε- και τώρα άντε να πάω στην άλλη- βρε δεν μας παρατάει λέω εγώ!"
 Προχώρησε τρίβοντας τα παπούτσια του στην άσφαλτο μπας και καθαρίσουν, γρήγορα όμως εκνευρίστηκε από τον ήχο και ξεκίνησε να τα χτυπά στο πάτωμα όσο πιο δυνατά μπορούσε. Αν ξυπνούσε αυτός από τις 6, να ξυπνούσαν και οι άλλοι, δεν τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τον ένοιαζε, πια. Δεν είχε και ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Η λάσπη παρέμεινε κολλημένη στα παπούτσια και τα μπατζάκια του.
  Ξεκίνησε να βρέχει. Κάθε χρόνο, Χριστούγεννα περίμενε να φτάσει για να ξεκινήσει κακοκαιρία. Φόρεσε την κουκούλα του και προσπάθησε να ξεμπλέξει τα ακουστικά που είχε στην τσέπη. Ας χαλούσαν, στο διάολο κι αυτά. Στην τρίτη προσπάθεια τα είχε παρατήσει και έτσι τα φόρεσε μισοπλεγμένα, ίσα ίσα να φτάνουν ως την πάνω τσέπη της ζακέτας του. "Remember me when you're the one who's silver screened, remember me when you're the one you always dreamed, remember me whenever noses start to bleed..." άρχισε να παίζει στα αυτιά του η μουσική ενώ αναλογιζόταν ποιο δρόμο να πάρει εκείνη τη φορά. Συνέχισε τελικά ευθεία μπροστά, μπήκε σε ένα σκοτεινό στενό που για πρώτη φορά παρατηρούσε και από εκεί προχωρούσε μέχρι να βρεθεί στον κεντρικό. Τότε, διάλεξε και μπήκε κάτω από ένα υπόστεγο μιας στάσης λεωφορείου- ξύλινη, σάπια, μπαλωμένη πρόχειρα με τάβλες, τι περιμένεις!-. Πέταξε το σακίδιο από τον ώμο του και έσπρωξε τα ακουστικά λίγο πιο βαθιά μέσα στα αυτιά του. "But I'm a creep, I'm a weirdo..." συνέχισε ο τραγουδιστής. Ξεφυσώντας αυτός, πλησίασε το δρόμο τόσο, ώστε να βρέχεται μόνο το υψωμένο στον αέρα χέρι του, που ζητούσε μέσα στη μπόρα ένα αυτοκίνητο να σταματήσει. 
  Τα μισούσε τα αυτοκίνητα, του την έδιναν οι κόρνες τους, τον αηδίαζαν τα κυριλέ δερμάτινα καθίσματά τους και τον ανακάτευε το πλαστικό δεντράκι που δήθεν αρωμάτιζε το χώρο. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να μπερδευτεί με τη μυρωδιά του καπνού από τα malboro και τις στάχτες στο μισάνοιχτο τασάκι. Αλλά στην ανάγκη, το οτοστόπ είναι πιο οικονομικό από το τρένο, κι ας μην έχει τα μεγάλα του παράθυρα και το τρίξιμο στις ράγες όταν κόβει ταχύτητα. Κι ας μην έχει τραπέζι για να ακουμπάς το βιβλίο με τα μυθηστορήματά σου , κι ας μην φτάνει στο σταθμό με εκείνο το γνώριμο χαμόγελο να σε υποδεχθεί. Το χαμόγελο είχε χαθεί, πάνε λοιπόν κι οι βόλτες με τα τρένα, πάνε τα ταξίδια γενικότερα, πάνε όλα. Ένα μόνο το ταξίδι, βασανιστικό κάθε βδομάδα, στην άλλη άκρη της πολιτείας, με ένα πιο βασανιστικό προορισμό. Γιατί να πρέπει να θυμάται; 
  Τα αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν, κάποια αναβόσβηναν τα φώτα, άλλα κόρναραν, παραπαπονιόνταν. "Τι κάνεις αγόρι μου μέσα στην βροχή Δεκέμβρη μήνα;" Δεν σταματούσαν όμως. Εκεί τελείωνε η συμπόνια τους, και πατούσαν μετά το κουμπί για να ανέβει λίγο ακόμη η θερμοκρασία στο αμάξι. Αναθεματισμένοι οδηγοί, ούτε κι εγώ θέλω να με πάρετε, αλλά πρέπει να φύγω. Δεν αντέχω, θα εκραγώ. Κι ας φτάσω έπειτα στην αποστειρωμένη κλινική, τουλάχιστον ας φύγω. Αφήστε με να φύγω. Σταματήστε ανά-θεμά-σας!
  Η βροχή είχε ήδη περιοριστεί σε μερικές ψιχάλες όταν ένα μαυριδερό mini cooper σταμάτησε μπροστά του. Επιτέλους, φορτώθηκε ξανά τη τσάντα και έτρεξε προς το αμάξι. Γυναίκα οδηγός, μεγάλη σε ηλικία, ηλικιωμένη σχεδόν, παρατήρησε πριν απλώσει το χέρι στο χερούλι. 
-Ως τον ποταμό πάω, δήλωσε αυτή όταν έκλεισε ξανά η πόρτα, κάνοντας νόημα προς τη ζώνη.
-Τον ποταμό;
-Αυτό δεν είπα;
-Εντάξει, λίγο πιο πριν είναι καλά για να κατέβω, αρκέστηκε αυτός.
 Τι αξιοπερίεργη γυναίκα! Τα μαλλιά της ήταν σκούρα κόκκινα, στις άκρες όμως μόνο. Από τη ρίζα τους ως και τη μέση κατέβαιναν γκρίζες τρίχες, ταλαιπωρημένες και λεπτές. Το πρόσωπό της ήταν τετραγωνισμένο, η μύτη της είχε μια ελαφρά κλίση προς τα πάνω και τα ζυγωματικά της πετάγονταν προς τα έξω. Τα μάτια της, πίσω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά της, ήταν πράσινα, με πιτσιλιές εδώ κι εκεί ξανθές. Έμοιαζε πατημένα 55 με 60, με εμφανείς ρυτίδες γύρω από τα μάτια και δίπλα στη σχισμή από τα χείλια. Ήταν μικροσκοπική, λεπτεπίλεπτη, κρυμμένη σχεδόν πίσω από μια μπλούζα αντρική, μαύρη, με το σήμα πάνω κάποιας μπάντας. Με τα χέρια στο τιμόνι, κάπνιζε ταυτόχρονα ένα τσιγάρο. Ήταν malboro. 
  Παρά το ανάστημά της, η γυναίκα κάθε άλλο παρά εύθραυστη φαινόταν. Είχε μια δύναμη στις κινήσεις των χεριών της, στο τρόπο που κάπνιζε το τσιγάρο της κρατώντας το με τα 3 δάχτυλα σαν το μολύβι. Είχε ένα πάθος στο βλέμμα της και μια απόσταση στη φωνή της.
Η γυναίκα αυτή, χωρίς αμφιβολία, ήταν πανέμορφη. 
  Ο νεαρός, περίμενε από το πρώτο λεπτό κάποιο σχόλιο, κάποια επίπληξη, έστω μια ερώτηση. Ήταν τρελός; Μέσα χειμώνα, με μια ζακέτα μόνο κι ένα σακίδιο στη μέση του πουθενά στο παλιοχώρι, μέσα στη βροχή, τι νομίζει ότι κάνει; Γονείς δεν έχει; Μάταια όμως, το σχόλιο δεν έφτασε ποτέ. Τουλάχιστον, όχι πάνω στη λογική του.
-Δεν μου αρέσει καθόλου το πρόσωπό σου, σχολίασε η γυναίκα. Η έκφρασή του, δεν μου αρέσει. Μοιάζει σα να τη φόρεσες το πρωί όταν σηκώθηκες, πριν πλύνεις τα δόντια σου και φύγεις.
-Σωστά.
-Το ξέρω ότι δεν σε νοιάζει. Δεν μου αρέσει όμως.
-Εντάξει.
Δεν θα ασχολιόταν και πολύ περισσότερο, δεν το είχε για σκοπό. Εκείνη όμως μετά από λίγο ξαναμίλησε.
-Ψυχάκι είσαι; ρώτησε αδιάφορα.
-Μπορεί, απάντησε εκείνος.
-Φαίνεσαι. Μου θυμίζεις την αδερφή μου.
  Στο άκουσμα αυτής της τελευταίας λέξης, ο νέος ρίγησε. Το πρόσωπό του, αυτό που καθόλου δεν της άρεσε, άσπρισε. Δεν άλλαξε όμως, πέρα από το χρώμα του, σε άλλο τίποτα. Παρέμεινε το αυστηρό, σχεδόν σκληρό, δήθεν αδιάφορο που ήταν και πριν τον χτυπήσει η ανάμνηση στο στήθος. Χαμένο κάπου μακρυά. Το πρόσωπο κάποιου που τα έχασε όλα και τίποτα πια δεν τον ενδιαφέρει, τίποτα παραπάνω δεν έχει να τον φοβήσει, τίποτα για να τον νοιάξει. Πρόσωπο που αν χαμογελούσε όμως, θα σχημάτιζε τα ίδια λακάκια στο μάγουλο όπως αυτά του δεκάχρονου κοριτσιού μεσ' το κεφάλι του. Αν δεν είχε υποσχεθεί να το ξεχάσει, θα έψαχνε στη μνήμη του να βρει την τελευταία φορά που είχε όντως χαμογελάσει. Απαγορευόταν, αλλά τι να το κάνεις, θα έπρεπε και πάλι, για μια ώρα, να σταματήσει να αγνοεί τα ουρλιαχτά πίσω στη σκέψη του. Να ζωντανέψει τα φαντάσματά του. Κοίταξε το δρόμο, κι έπειτα το πλαστικό ρολόι που έκρυβε κάτω απ' το μανίκι. Πόση ώρα ακόμη για να φτάσει;
  Στη σιωπή πέρασε η υπόλοιπή τους διαδρομή. Η γυναίκα κάπνισε ακόμη 2-3 τσιγάρα, αφήνοντας κι ένα μπροστά από το παιδί, κοιτώντας το μονάχα φευγαλέα, με βλέμμα γεμάτο ένταση. Τι έκανε, τον διάβαζε; Τον τέσταρε; Φυσικά, το τσιγάρο τώρα, στο τέλος της διαδρομής, ήταν ήδη πεταμένο κάπου στην άκρη της εθνικής, χιλιόμετρα πίσω, στραπατσαρισμένο από τις ρόδες των αυτοκινήτων.
  "Φτάσαμε, μπορείς να φύγεις", ξεκίνησε να τον αποχαιρετά όταν σταμάτησε. Έπειτα από μια μεγάλη παύση, συνέχισε. "Μην- μην είσαι πολύ δύσκολος με τη γιατρίνα σου. Περάσαν κι άλλοι απ' τη θέση της και ξέρω. Οι άνθρωποι μπορεί να σου φαίνονται γελοίοι... Είναι. Είναι, άσχημοι οι άνθρωποι και ανόητοι. Μα είναι και όμορφοι αν τους προσέξεις πιο κοντά."
Ο νεαρός είχε μείνει να την κοιτάζει, πρώτη φορά επικεντρωμένος πλήρως στα λόγια της. "Να τους αγαπάς τους ανθρώπους. Κι αν φεύγουνε, ακόμη να τους αγαπάς, μην τους ξεχνάς. Απλά να τους αγαπάς και να μην σε ενδιαφέρει αν θα τους έχεις. Να τους αγαπάς", ξανατόνισε τελειώνοντας, με μια φωνή αποφασιστική, που έμοιαζε περισσότερο να διατάζει παρά να συμβουλεύει. Αφού άφησε τα μάτια της να χαθούν για λίγα δευτερόλεπτα στο κενό, κοίταξε για λίγο τον συνοδηγό της και ευθύς, σέρνοντας και τη ζώνη της μαζί, τραβήχθηκε ως της πόρτα του να του ανοίξει την ασφάλεια. Ακόμη κράταγε τσιγάρο. 
  Εκείνος δεν έβγαλε λέξη. Κούμπωσε ως πιο ψηλά τη ζακέτα του, ξαναφόρεσε την κουκούλα, αν και η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, και άρπαξε τα πράγματά του για αν φύγει. Πρώτο βήμα, και πάλι λακκούβα. Αυτή τη φορά όμως, δεν κατάφερε να του αποστάσει την προσοχή.
-'φχαριστώ, ξεστόμισε μόνο.
Ως απάντηση, εκείνη έγνεψε. Βάζοντας ξανά μπρος, "Δεν είσαι ψυχάκι. Έτσι το 'πα, να δω τι θα μου πεις" είπε, και χάθηκε. 


Ευχή

Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε ξεχάσει. Πού βρισκόταν, ποια ήταν, γιατί κρατούσε τα μάτια κλειστά μέρα μεσημέρι, στη μέση-μέση της αίθουσας, αγκαλιά με έναν άγνωστο. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα δειλά γύρω του, το πρόσωπό της θαμμένο ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο του και, όρθια στις μύτες των ποδιών της, ένιωθε το ευγενικό άγγιγμα του ξένου. Ξένος αυτός, ξένη κι εκείνη, ξένα τής φαίνονταν κι όλα γύρω της. 
Το δωμάτιο σαν τάξη σχολική έμοιαζε, απεριποίητη λιγάκι, και κάπως μουντή, με την κουρτίνα κουβαριασμένη στη μια γωνία κάτω από το παράθυρο. Άσχημη και η κουρτίνα, απελπιστικά αδιάφορη, ροζέ, θύμιζε νοσοκομείο. Άσχημος και ο καιρός έξω απ' το τζάμι, μελαγχολικός, γκρίζος και κενός. Τι γύρευε μέσα σ' αυτή την απρόσωπη αίθουσα; Τι έκανε εκεί, σε μια τάξη σχολική, μέσα σε ρούχα νεανικά, κολλητά πάνω σε ένα σώμα που έμοιαζε υπερβολικά μικροσκοπικό για να της ανήκει, όταν ένιωθε να έχει κλείσει τουλάχιστον μερικούς αιώνες ζωής; Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων που την κρατούσε έτσι κοντά του, τόσο προσεκτικός να μην την ακουμπά περισσότερο απ' ότι, μάλλον, πρέπει; 
 -Δεν νομίζω, ξεστόμισε τότε ο ξένος λες και συνέχιζε κάποια συζήτηση. Δεν νομίζω, εγώ σ' αγαπάω πιο πολύ.
Γέλασε τότε ξεφυσώντας απ' τη μύτη του και ήρεμα απομακρύνθηκε, ενώ εκείνη έντρομη σκεφτόταν μήπως, από το μένος της, ακουγόταν μέχρι έξω η καρδιά της. Την κοίταξε τότε, σκύβοντας λιγάκι το κεφάλι, και αντικρύζοντας το πόσο χαμένη θα πρέπει να φαινόταν, χαμογέλασε στραβά. Πείραξε τα μαλλιά της μια στιγμή κι ύστερα έβγαλε ένα πακέτο με καπνό από την τσέπη του κι έφυγε. Σε ένα λεπτό είχε σκαρφαλώσει στο παράθυρο κι είχε πηδήξει στην αυλή -είχε χαθεί από μπροστά της. 
Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων; Που της δήλωσε έτσι στα ξαφνικά πως την αγαπά και την άφηνε αμέσως πίσω;
Ήταν μόνη μέσα στην τάξη, για καλή της τύχη. Χρειαζόταν χρόνο, όχι βοήθεια. Χρόνο, για να σκεφτεί, να θυμηθεί. Όχι ανθρώπους. Όχι λίγους ακόμη ξένους. Έστυβε λοιπόν το μυαλό της, βηματίζοντας εδώ κι εκεί, έψαχνε πυρετωδώς αναμνήσεις να ταιριάζουν, μα συνάνταγε κενό. Καμιά πληροφορία δεν ξέθαβε για τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της, ή τα μακρυά και πολύχρωμα μαλλιά της, για το φθαρμένο τζιν της ή τον μουτζουρωμένο πίνακα στον τοίχο, για τον άγνωστο, το βαθύ μπλε των ματιών του ή κάποια συζήτηση μαζί του. Μόνο τα χέρια της θυμόταν, να σφίγγουν το σώμα του ξένου λίγο πριν χαθεί, σκοτάδι μόνο, και μόνο τη φωνή της σ' ένα ψίθυρο: "Ας τέλειωνε εδώ ο κόσμος τώρα"

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013

Σκονισμένες 2

Έμοιαζε για πάντα

Κάθε σου βήμα ήταν πάνω μου, 
είχε χαλάσει ο βορράς
και μονάχα προς εσένα έγερνε η δική μου η πυξίδα

Η καρδιά έτρεχε να σε προφτάσει,
το δικό της το ρυθμό έβρισκε, δεν τον ήξερε ακόμη,
μου τον έμαθε το άγγιγμά σου

Χωρίς εσένα, χανόταν το εγώ μου,
μα αντί να ψάξω να το βρω,
εσένα έψαχνα στους δρόμους, 
μεσάνυχτα βαθιά που δε φαινόμουν,
κι όταν γύριζα στο σπίτι έκλεινα όλα τα φώτα
για να μην θυμίζουν που δεν συγκρίνεσαι,
μήπως και φύγει η τρέλα.












Τώρα ξέρω.
Εξηγώ πια
κείνες τις  νύχτες που 'σκιζα λυσσασμένη τα σεντόνια
κι έμπαιναν τα δάχτυλα φίμωτρο στο στόμα
για να κρατήσουν μέσα τ' όνομά σου.
Ξέρω. Έσπασα τους κωδικούς,
τις έκαψα τις ενοχές μου.
Ξέρω. Μα δεν μ'αρέσανε ποτέ τους τα ονόματα.
Κι αν σου ταιριάζει ο έρωτας,
διαφορετικός σου πάει από κείνον που διάβαζα μεσ' τα βιβλία.

Έτσι.
Χωρίς περιγραφές,
χωρίς λέξεις,
χωρίς διαφυγή
σε ερωτεύτηκα
χωρίς να το θελήσω.

Μα τώρα, ξημέρωσε καινούριους χειμώνες
και πίσω σε χάρισα, στα καλοκαίρια.
Μου 'πεσε ο πυρετός σου
και δίχως να χρειαστεί να την τραβήξω πλέον με τα δόντια,
κλείνω την αυλαία για το κεφάλαιο μας,
που δεν έγινε δικό μας, στην αλήθεια του, ποτέ.

Τούτο μονάχα ήθελα να πω, τώρα που σε θυμίσανε:
χαίρομαι που μ' αγάπησες και απ' τα άλλα όλα χόρτασα...