Σε
περιμένω τα μεσάνυχτα, σχεδιάζω ένα φόνο για τ' απόγευμα· μια μικρή
τραγωδία, να 'χουν να γιορτάζουν οι αναρχικοί. Χωρίς κουκούλες, για να πιάσει, τον Χρόνο θα βρω, θα ορκιστώ, θα τον σκοτώσω.
Κι αν ο ίδιος δεν κουράστηκε να είναι,
κι αν ανίσχυρο με δει μπροστά του, κομμάτι του μόνο που με μια κίνηση θα σβήσει, τότε, άκουσε, μην μου τρομάζεις. Θα προλάβω. "Φτου ξελευθερία" θα
φωνάξω και γρήγορα θα τρέξω, με τα χέρια μου γυμνά, κάθε μπαταρία από ρολόι θα του σκίσω και μακρυά θα τις πετάξω, μήπως το μεταφράσω. Κι όταν, μετά, οι δείχτες, σταματημένοι, τον πανικό του φέρουν ή καμιά μελαγχολία, πλάι στη δική μου θα τον βάλω,
κάπου μέσα απ' το στήθος, να μου διαλέγει ρυθμό στα βήματά μου.
Εσύ, μεσάνυχτα να έρθεις, πάντα μεσάνυχτα θα είναι τώρα, η στιγμή εκείνη που το
άρωμά σου μπερδεύεται με τον αέρα και ο παλμός μου ξεγελιέται και νομίζει θα
ταιριάξει στο δικό σου. Αυτόν να ακούσεις, αυτόν να ακολουθήσεις για να με
βρεις, να πάψεις να φοβάσαι- σου άλλαξα κελί, από του χρόνου σ' έκλεισα πίσω από ένα χάος. Εγώ στο πουθενά συνήθισα, εσύ θα το αντέξεις;
Μάθε
πια, τρομάζει
και το τώρα, όχι
μόνο το μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου