Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2014

Λυπάσαι

Την κοίταξε διστακτικά.
"Λυπάσαι", ψιθύρισε. "Συγνώμη"
Παράξενο, πολύ παράξενο εκείνο. Οι ψίθυροι ποτέ δεν έβγαιναν απ' το δικό του στόμα.
"Καιρό είχα, δεν πειράζει" χαμογέλασε εκείνη. "Είχα ξεχάσει σχεδόν... είχα συνηθίσει στον πνιγμό. Αυτή εδώ η θλίψη... να, έχει κάποια ομορφιά. Τώρα καταλαβαίνω εκείνους που λένε πως την αγαπούν."
Είχε μια γοητεία η θλίψη της. Απλωνόταν, απαλή, βελούδινη στο σώμα, 
τρυφερή και τσουχτερή μαζί, γινόταν ένα μαζί του.
Δεν έμοιαζε με εκείνα τα συναισθήματα του τελευταίου χειμώνα, 
που της έκοβαν την ανάσα,
της τρύπαγαν το στομάχι, έκαναν τα χέρια της να τρέμουν.
Ευγενική σχεδόν, μα επιβλητική, κυριαρχούσε.
Χαμήλωνε τους τόνους της μονάδα τη μονάδα.
Τις δυνάμεις της, τη φωνή της, τον παλμό της.
Ήταν μια ηρεμία κι αυτή, 
η θλίψη νικούσε σιγά σιγά την αγωνία της ανάμνησης,
τον καημό του αν, τον πανικό του τώρα.
Δεν υπήρχε αν, δεν υπήρχε ίσως, ούτε αλλιώς,
είχαν τελειώσει οι ταχυπαλμίες της.
Είχε ξεμείνει.
Δεν ένιωθε πλέον τη λύπη, ήταν λες κι η λύπη της την ένιωθε η ίδια
και μαζί προχωρούσαν στο δρόμο, χωρίς να χρειάζεται τώρα μουσική-
μια μελωδία παραπάνω θα 'ταν υπερβολή για να αντέξει. 
Κλείνοντας τα μάτια, καλωσόρισε το συναίσθημα,
άνοιξε τα χείλη και το ανέπνευσε σα το στριφτό τσιγάρο.
Στην εκπνοή της κλονίστηκαν οι ώμοι,
μα βγήκε μόνο αέρας.
"Καιρό είχα, δεν πειράζει" χαμογέλασε ξανά.
"Δεν πειράζει, δεν πειράζει..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου