Τετάρτη, Φεβρουαρίου 05, 2014

Τα χαρτιά σας, τα χαρτιά σας, τα χαρτιά σας!


Κάθε βράδυ εκείνος, επαναλάμβανε τις λέξεις που του μάθαιναν στο λύκειο για αποδεκτά αμφισβητήσιμες και που ξέκλεβε πού και πού από κανένα απόφθεγμα στο ίντερνετ, όταν το έπαιζε ποιητής. Αυτούς του είχαν πει να θαυμάζει, τους ποιητές, τους επαναστάτες. Αυτούς που κανείς πια δεν εκτιμούσε. Αυτούς που όλοι λέγαν, τελικά,  πως εκτιμάνε, γιατί κανένας πια, μάλλον, δεν τους εκτιμούσε σε αυτά τα χρόνια της κρίσης, "αξιών κι όχι οικονομικής", που ζούμε, δυστυχία μας.

Κάθε βράδυ, ορκιζόταν πως θα ήταν διαφορετικός, όπως του είχαν πει να είναι, διαφορετικός, με την ίδια διαφορά των υπολοίπων.

Κάθε βράδυ, ήταν και ο ίδιος ένας νέος επαναστάτης, για να αντέχει μέχρι το πρωί, επαναστάτης, ίδιος με όλους, που δήλωνε ξένος και αναζητούσε κάποιο χάος   - η αναρχία ήταν που μισούσαν οι συντηρητικοί, η αναρχία και το χάος θα ήταν που θα αγαπούσαν, τότε, οι ιδεαλιστές.

Αθεράπευτα ρομαντικός, ουτοπικός, ριζοσπάστης, κι άλλα τέτοια επίθετα συναισθηματικά και με προοπτική, κάθε βράδυ μουρμούριζε τα όνειρά του, έκλεινε τα μάτια και έψαχνε για κουράγιο να φτάσει ως το στόχο του. Το δικό του, όχι των άλλων, όχι των γονιών και των δασκάλων του.

Δικό του, και τα δικά του όνειρα, τα δικά του, τα πλαστικά, τα φτιαγμένα μέσα σε εργοστάσια φυλλαδίων, με μηχανές που τρίζουν από την πολυκαιρία και εργάτες που ανιαρά πατούν κάθε 2 δεύτερα το κουμπί. Δικά του όνειρα, "μακρινά, δύσκολα κι άπιαστα, που όμως γι αυτό άξιζαν όλον του τον ιδρώτα". Τα δικά του όνειρα, όχι των άλλων, όχι των γονιών και των δασκάλων του, σε μια απόχρωση λίγο προς το μαύρο. Να του ταιριάζει καλύτερα, να φωτίζει τα μάτια του, πίσω από τις φλόγες και τα καπνογόνα που εξέφραζαν την αγωνία του, λιγάκι πιο σκούρο απ' όσο υπολόγιζαν οι σχεδιαστές του. Τολμηρός, ριψοκίνδυνος, με θάρρος έψαχνε την ίδια τύχη σε άλλου σχήματος κουτί.

*

Αν όλα πάνε  καλά, το όνειρό σου θα σε φτάσει για καμιά δεκαετία, να το αρνηθείς, να επαναλάβεις τότε μερικές θεωρίες που έμαθες στα 15, όταν στις πούλησαν για έμπνευση, σε κάτι πανηγύρια που σε κορόιδεψαν πως τα 'χαν απαγορευμένα, μα που σου προσέφεραν σε πακέτο ευκαιρίας τους νεοτερισμούς και τις αυθεντικές σου σκέψεις, τυλιγμένα για το σπίτι. Χαιρετώντας τότε στα κλεφτά, σου πλάσαραν μερικούς ανόητους ανθρώπους για απόδειξη της σάπιας εποχής σου.

Κι όταν βρεις τα σκούρα και ξυπνήσεις,
θα λες τους απορρίπτεις όλους και θα σηκώσεις κόκκινη σημαία, βαμμένη με νερομπογιά.

Δεν προσπαθείς εσύ για τα γκρίζα τους τα κτίρια, για τους απρόσωπους και βαρετούς ανθρώπους, που νομίζουν έφτασαν κάπου, κολλημένοι σε ένα πουθενά, κρυμμένοι πίσω από ένα βιβλίο, να διαβάζουν λέξεις που πρέπει να αντιγράψεις κάτω από το μανίκι σου, περιμένοντας με μανία να φύγεις από τον ίδιο τον παλιό σου τον παράδεισο.


Δεν προσπαθώ εγώ, θα λες, για τα σκουπίδια που ανέχεσαι γιατί συμβιβάστηκες στα έτσι τους.
Χρειάστηκε να κατέβεις απ΄το σύννεφο, ώστε τώρα καταπίνεις τον κόσμο που μοιάζει λάθος με έναν αναστεναγμό, γιατί μεγάλωσες πια, έμαθες, δεν ζούμε σε κανένα παραμύθι για παιδιά, δεν σε ξεγελούν πια οι διαφημίσεις και οι αμερικάνικες ταινίες. Έμαθες, κατάλαβες, το έζησες και τελικά το πιστέψεις, ακόμη κι αν δεν ήθελες.


Δεν ονειρεύομαι, θα ψιθυρίζεις τώρα πριν κοιμηθείς, τις επιτυχίες που μου εύχεστε.
Τα όνειρά σας για εμένα είναι μικρά και ψεύτικα,
κακοφτιαγμένα και στενά, εύκολα κι ας μην σώσω να τα κατορθώσω.

Δεν ονειρεύομαι, γιατί ψεύτη ορισμό μου μάθαν για το όνειρο,
μια καρέκλα με ένα λίγο πιο μαλακό μαξιλάρι,
ένα κλειδί ασφαλείας και ένα αυτοκίνητο που γυαλίζει,
2-3 φράσεις στην καθαρεύουσα που κάνουν αίσθηση
και χαρτιά,
πολλά χαρτιά,
φυλλάδια του εργοστασίου, με συγχαρητήρια.
Βαρετά συγχαρητήρια, για τα βαρετά επιτεύγματά σας, που για όσο αίμα κι αν διψάσουν, πάντα θα 'ναι φτηνά και άχαρα. Υπερβολικά σωστά, υπερβολικά συνηθισμένα, αξιοθαύμαστα.
Ξεκλέβουν κανένα επιφώνημα μια στο τόσο και άνθρωποι στέκονται στη σειρά και σε ρωτούν πώς τα κατάφερες, άγγιξες ένα στόχο που δεν καίει, με ένα βέλος που σου έδωσαν φτιαγμένο, σε μια αίθουσα που τρίζει πίσω από τον καμβά που την σκεπάσαν για να ισιώσουν τις γραμμές της.

Δεν ονειρεύομαι,
ίσως φταίνε τα όνειρά σας,
ίσως που προσπάθησα να τα κάνω για δικά μου,
ίσως που η θεωρεία σας για επαναστάσεις είναι μόνη της ένα στερεότυπο
που δεν ξέρει τι πάει να πει διαφέρω.
Δεν ονειρεύομαι όμως, ούτε και δικά μου πραγματικά όνειρα,
δεν ξέρω αν είναι που εκείνα αν θα τα ψάξω θα με πνίξουν ή που συνήθισα στα έτοιμα.

Δεν αποφάσισα ακόμη αν θέλω να σβήσω όλο τον κόσμο, ή να τον γυρίσω απ' άκρη σ' άκρη.

Δεν ξέρω αν μου 'μεινε αντοχή για να ονειρευτώ,
μια εποχή που μίσησα τον εαυτό μου,
πρώτη φορά τον σιχάθηκα αληθινά,
κι όχι επιδεικτικά για να ποστάρω τη μελαγχολία της ταραγμένης εφηβείας μου
και την ανησυχία των τραυματικών μου νιάτων.

Δεν ονειρεύομαι και μοιάζω έτσι πιο αηδιαστικός
-μόνο πως μου ζήτησαν να ονειρευτώ μέσα σε όρια χρονικά ισορροπεί τη σκέψη και λίγο ακόμη μου την ασχημαίνει.

Δεν έχω όνειρα, δεν έχω στόχους,
δεν προσπαθώ και δεν κουράζομαι
και έτσι με κουράζω, αδύναμος, πιο πολύ απ' όσο πάει να κουραστεί το σώμα.

Γι αυτό θα παλέψω.

Δεν θα παλέψω για τα θρανία σας,
ούτε για ένα διαμέρισμα που θα μου φέρει κάποια προτηγανισμένη τρέλα,
ούτε για αυτό που ονομάζετε τάχα ελευθερία,
ούτε για τα βιβλία σας,
τα χαρτιά σας,
τα χαρτιά σας,
τα χαρτιά σας
και τις διαλέξεις σας.
Τις ενθαρρύνσεις σας, τους επαίνους σας, την περηφάνια σας, το καμάρι σας,
όχι,
για κανένα αριθμό δεν αγωνίζομαι.

Θα παλέψω όμως, για εμένα.

Έτσι θα λες.

Μόνο άμα ματώσω θα με αξίζω,
μόνο αν βασανιστώ με την πιο απλοϊκή κατάρα,
μόνο αν ριχτώ βαθιά μέσα στο μαρτύριο που κουνά το κεφάλι του περίγυρου με κατανόηση.
Στην κόλαση που μου ετοίμασαν και που κάνει λένε το αποτέλεσμα να μου ταιριάζει,
στην κόλαση που όλοι ξέρουν να πολεμούν στα λόγια,
μόνο εκεί, θα με αξίζω τελικά.

Εμένα θα κυνηγήσω, όχι εκείνα τα ανακυκλωμένα από φυλλάδια νούμερα
και τα πιστοποιητικά, τις αγκαλιές μπροστά από τον υπολογιστή. 

Εγώ παλεύω για κάτι παραπάνω από εσάς,
που θέλετε να γλιτώσετε από το "εμείς" σας
και λέτε πως διαφέρετε γιατί μπορείτε να απορρίψετε τα αυτονόητα.

Παλεύω για κάτι παραπάνω,
για εμένα.

Παλεύω, από σήμερα, για να με κερδίσω,
με την αξία μου, να καταφέρω να κερδίσω, με νύχια και με δόντια,
την αγάπη μου,
που προσπαθούν να μου επιβάλουν άλλοι μόνο επειδή μου είναι απαραίτητη.

Μα κανέναν δεν αγάπησα γιατί έπρεπε
και κανένα δε μίσησα.

Και δεν θα πάρω το δικό σας το δρόμο.

Θα την κερδίσω την αγάπη μου.


*

Μόνο αν πέθαινε θα έλεγε πως κέρδισε τη μάχη εκείνος, τη δική του, με τον εαυτό του, με τους δικούς του τους κανόνες, να φτάσει σε μια δική του επιτυχία, την νίκη της πρόκλησης για την αξία του, μετρημένη, όμως, στα μέτρα τα "δικα τους".


Όπως τον περιμένουν να πεθάνει, έτσι μόνο αν πέθαινε, έλεγε, θα σταμάταγε τους εφιάλτες κάθε νύχτας.


Είχε κάνει την επανάστασή του επιτέλους,

μάλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου