Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2019

Σε χαμηλή φωτιά

  Έκαψα το φαΐ. Ξέρω, θα πεις, ε και; Ε και, τι έγινε; Τι έγινε; Λοιπόν. Δεν καταλαβαίνεις. Το έκαψα, αλλά όχι επίτηδες, εκεί είναι η ουσία. Θα μπορούσα να 'χα ξεκινήσει να μιλάω ακριβώς έτσι. Θα μπορούσα να ΄χα πει, έκαψα το φαΐ. Κι εσύ θα χες πει: ε και; Θα απαντούσα τότε: "Εγώ. Εγώ το έκαψα. Όχι ο φούρνος." Κατάλαβες; Ήθελα να το κάψω και το έκαψα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Ήθελα κάτι να κάψω. Άνοιξα το μάτι και έλουσα τη κατσαρόλα με λάδι. Πήρα μετά τα λαχανικά, άπλυτα, τα κράτησα ένα ένα πάνω απ' τη φωτιά και τα έκοψα με τα χέρια. Κατάφερα να τεμαχίσω τα καρότα μέχρι και σε τέσσερα κομμάτια. Τέσσερα. Φαντάζεσαι δύναμη. Τη ντομάτα τη ζούληξα με τα νύχια μου. Μην μιλήσω για τα μπαχαρικά. Τα έβαλα στο στόμα μου και τα φτυσα μέσα στο λάδι. Ένιωσα τις σταγόνες να μου καίνε τα μάγουλα. Για ένα-δυο δευτερόλεπτα μόνο, τι να το κάνεις. Έβαλα μέσα τις πατάτες και σκέπασα τη κατσαρόλα. Τη σκέπασα, ανέβασα τη θερμοκρασία, ακόμη κι αν η συνταγή στο ίντερνετ έλεγε σε χαμηλή φωτιά και πήγα στο δωμάτιο, έβαλα να δω μια σαπουνόπερα κι έβαψα τα νύχια μου. Περίμενα τον καπνό να περάσει κάτω απ΄τη χαραμάδα της πόρτας κι έπειτα πήγα στην κουζίνα. Έκαψα το φαΐ. 
  Βλέπεις τώρα, αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Δεν την περιμένεις. Περιμένεις να έκαψα το φαΐ καταλάθος. Να μου ξέφυγε. Αλλά εγώ σε εξέπληξα. Τώρα αναρωτιέσαι. Γιατί να θέλω να κάψω το φαΐ; Τι σημαίνει για μένα αυτή η κατσαρόλα; Ή ίσως, ο μανάβης που μου πούλησε τα λαχανικά. Ίσως με αυτόν να έχει να κάνει. Ίσως είμαι αυτό που πολύ εύκολα ή πολύ δύσκολα  -δεν έχω αποφασίσει- εσείς αποκαλείται τρελή. Λοιπόν. Καταλαβαίνεις πού το πάω. Εγώ, για να εκφραστώ καλύτερα, δεν το έκαψα το φαΐ. Είπα ψέματα. Το φαΐ όμως κάηκε. Κι αυτή η ιστορία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Κανένα απολύτως. Πλήττω μόνο που σκέφτομαι το συρματάκι να πλέει μέσα στα μαύρα νερά κάτω απ' το νεροχύτη. Γιατί άρα κάθομαι και σου τη λέω; Λοιπόν εδώ μπορεί και να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον. Φυσικά, όχι για εσένα αλλά για μένα. 
  Είμαι μεγάλη οπαδός της εσωτερικής αναζήτησης. Σχεδόν τελετουργικά πιστεύω και προσεύχομαι σε εκείνο το Γιατί που υπάρχει πίσω από όλα κι ας μην το βλέπουμε. Χρειάζεται μονάχα να πιστέψουμε πραγματικά σε αυτό, να το ψάξουμε και να το βρούμε. Έτσι δεν λειτουργεί αυτό το ηθικό ηρεμιστικό; Από μικρή βρήκα το Θεό μου, κι ας μην το αναγνώρισα τότε. Η αδερφή μου κάποτε μου είπε πως είναι χαζό αυτό που κάνω. Βρίσκω, λέει, συνεχώς λόγους για να δικαιολογώ τους ανθρώπους, λόγους που δεν υπάρχουν αναγκαστικά, αλλά που αναγκαστικά και με τη βία εγώ κατασκευάζω για να τους καταλαβαίνω. "Όλους τους δικαιολογείς. Δεν είναι υγιές" μου είπε. Και εγώ απάντησα "Γιατί;"
  Η μητέρα μας έφυγε όταν ήμουν δώδεκα. Η Ελένη ήταν μόλις οκτώ. Δυο χρόνια αργότερα, αφού αποφάσισα πως η μητέρα μου είχε όντως φύγει, δεν ξέμεινε εκτός συνόρων, δεν την έδιωξε ο πατέρας μου, δεν την απήγαγε η Υπηρεσία Αναγνώρισης, κάπου εκεί στα δύο χρόνια αποφάσισα πως ήταν πλέον καιρός να πω πως η μητέρα μας πέθανε. Ήταν φυσικά η εύκολη λύση. Δεν πιστεύω πως πέθανε στ' αλήθεια κι ούτε τότε νομίζω πως το πίστεψα. Απλά ήταν καλύτερα έτσι. Καλύτερα, απ' το να ξέρω πως είναι κάπου εκεί έξω, περπατά, μιλά, αναπνέει, ακούει μουσική, σκέφτεται. Ήλπιζα να μην σκέφτεται, έτσι δεν θα χρειαζόταν να 'χω εγώ στο μυαλό μου το φοβερό ερώτημα: εμένα, με σκέφτεται εμένα; Φοβερό, φυσικά. Φοβερό αφού κάθε απάντηση είναι λάθος. Με σκέφτεται, κάθε μέρα και της λείπω. Αλλά δεν γυρίζει. Με σκέφτεται, πού και πού, μα μετά ξεπερνά τη σκέψη. Δεν με σκέφτεται ποτέ. 
  Ενώ πέθανε λοιπόν στα δώδεκα η μητέρα μου, δεν άφησε κανένα αποχαιρετιστήριο γράμμα, παρόλο που έψαξα το γραφείο της και είχε πάνω από τρία διαφορετικά στυλό και δύο πάκους ανέγγιχτους με Α4. Δεν την κατηγορώ. Ήταν πολύ θλιμμένη για να γράψει. Οι άνθρωποι μπορούν και γράφουν, ιδιαίτερα όταν είναι θλιμμένοι. Όταν όμως είναι πραγματικά θλιμμένοι, τότε, καμιά φορά, η σκέψη και μόνο να πιάσουν το στυλό είναι αβάσταχτη. Οι θλιμμένοι άνθρωποι είναι βαρείς. Περπατάνε αργά και το πάτωμα τους τραβάει με μανία. Ό,τι αγγίζουν, βαραίνει. Το στυλό, τα ρούχα, τα μπουκάλια, εγώ. Καταλαβαίνω. Έπρεπε να πεθάνει. Από ένα σημείο και μετά, θα γινόμασταν όλοι ασήκωτοι και θα ταν μεγάλη ταλαιπωρία να κυλιόμαστε σαν σαλιγκάρια από δωμάτιο σε δωμάτιο. 
  Η ζωή ήταν πιο εύκολη όταν αποφάσισα το θάνατο της. Ήξερα πού να στηρίξω τις δύσκολες μέρες κι έλεγα λογικό είναι, θα περάσει. Η πρόκληση ήταν μέχρι να με πείσω πως ο θάνατος δεν ήρθε για να γίνει η δική μου ζωή πιο εύκολη- αυτό ήταν ένα εγωιστικό φορτίο που δεν μπορούσα να αντέξω. Απλώς, τα φερε η ζωή έτσι που ο θάνατος τα κατάφερε τελικά και μας έδωσε και πάλι μια αιτία. 
  Είναι βασική αρχή της ζωή μου να μην κάνω πράγματα χωρίς αιτία. Ιδιαίτερα, απ' την άλλη, να μην κάνω πράγματα απλά και μόνο λόγω μιας αιτίας. Καθένας μας χρειάζεται να νιώσει ελεύθερος και την ελευθερία την κυνηγά με τα δικά του μέσα.  Στις Πανελλήνιες, θυμάμαι, παραλίγο να δηλώσω μια σχολή που μου άρεσε. Απευθείας, κατάλαβα πως ήταν η εύκολη λύση. Θα κατέληγα καταδικασμένη σε μια πλάνη, μέσα σε εκείνο το μικρόκοσμο με τις αποφάσεις που στηρίζονται σε ό,τι περιμένει κανείς σε όλη του τη ζωή και ποτέ δεν ξεφεύγει. Δήλωσα λοιπόν κάτι καινούριο. Είναι σημαντική η ελευθερία. Αναρωτιέμαι πού να έχω βάλει το πτυχίο μου. Και το συρματάκι για τα πιάτα. 
  Δοκίμασα ένα καταπληκτικό κοτόπουλο με κάρυ τις προάλλες. Ο Κάστορας είπε πως είναι παραδοσιακό μεξικάνικο πιάτο. Κάστορας είναι το παρατσούκλι του. Τα δυο του μπροστινά δόντια είναι ελαφρώς πιο επιβλητικά και του αρέσει να μασουλάει το φαγητό του με ήχο. Πού και πού ξεχνάω την εποχή που έκοψα το κρέας. Είχα αποφασίσει να το κάνω στα δεκαοκτώ μου και το κράτησα για περίπου επτά χρόνια. Το πρώτο μου γεύμα επτά χρόνια αργότερα ήταν μοσχαράκι κοκκινιστό με ρύζι. Μοσχαράκι. Το μωρό. Τέλος πάντως, η Αθήνα είχε γεμίσει φάνσυ vegan εστιατόρια και φαλαφελάδικα, πλέον στατιστικά η μισή μου παρέα εκτιμούσε το τόφου και τη σόγια. Δεν πρέπει να αφήνεις την κοινωνική μόδα να σε κάνει του χεριού της. Μωράκι με κόκκινη σάλτσα και ρυζάκι λοιπόν. Είναι σημαντική η ελευθερία. 
  Τα λέω στον Κάστορα μα δεν καταλαβαίνει. Όταν ξεκινώ τις φλυαρίες μου μια μικρή ρωγμή σχηματίζεται ανάμεσα στα φρύδια του και καμιά φορά γελάει. Αυτό με εκνευρίζει. Σε γενικές γραμμές όμως, ο Κάστορας βοηθάει. Περάσαμε μια κρίση στον τρίτο μας χρόνο. Μου είχε φανεί δύσκολο τότε να χωνέψω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν μόνοι. Αποκτούμε μια τέτοια εμμονή με τον έρωτα που νομίζουμε θα μας λύσει όλα τα προβλήματα. Τώρα ξέρω πως η μοναξιά είναι συστατικό της ζωής και όποτε χρειαστεί χαρίζω αυτό το δώρο στους ανθρώπους που αγαπώ. Τους αφήνω μόνους, γιατί έτσι μόνο αντέχουμε τον εαυτό μας. 
  Στη δουλειά η ανάγκη αυτή αναγνωρίζεται. Ίσως τελικά αυτό να ήταν που με κράτησε στην εταιρία. Καθένας και καθεμιά μας έχει το δικό της προσωπικό κουβούκλιο. Μπορούμε να το βάψουμε και να το διακοσμήσουμε όπως θέλουμε. Το δικό μου κουβούκλιο το αποκαλώ φωλιά. Του έχω φτιάξει μια είσοδο με κουνουπιέρα. Έτσι δεν παραβαίνω τους κανόνες, η φωλιά μου είναι ανοιχτή και φανερή σε όλους, έχω όμως τα δικά μου όρια. Γαλάζια με μικρά πολύχρωμα φωτάκια μπαταρίας. Τα ανάβω στις υπερωρίες, για να μην προκαλώ προβλήματα συγκέντρωσης στους άλλους. Με τα χρήματα δεν έχω πρόβλημα. Δεν αγχώνομαι. Όχι όπως παλιά. Όλα μοιάζουν πιο απλά όταν κοιτάς το γραφείο σου μέσα από το δορυφόρο της Google, από ψηλά. 
  Ενοχλούμαι μόνο από τις ενοχές. Θα ήθελα να μην τις έχω. Δεν τις καταλαβαίνω και παλεύω μαζί τους από παιδί. Μερικά μεσημέρια όταν νιώθω πως ο χρόνος κινείται πολύ αργά και το διάλειμμα για φαγητό δεν έρχεται ποτέ, μοιάζει λες και ένα αόρατο χέρι με πιάνει απ' το λαιμό. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και ακανόνιστα και πονάω. Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω από πού ακριβώς πηγάζει ο πόνος, μονάχα αντιλαμβάνομαι το φόβο να κατακτά κάθε μου κύτταρο. Τότε, είναι που ξεκινάνε οι ενοχές σε ένα παιχνίδι όπου χρόνια βγαίνω ηττημένη. 
Γιατί να πρέπει να νιώθω έτσι; 
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να με πιάνει πανικός. 
  Ο Κάστορας μου το λέει συνέχεια στο τηλέφωνο. 
"Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αγχώνεσαι." 
Και το ξέρω. Και λυπάμαι για αυτό. Λυπάμαι και νιώθω άσχημα, που χωρίς κανένα λόγο, πάλι, το σώμα μου δεν συνεργάζεται. Το δουλεύω αυτό ακόμη. 
  Όταν η κατάσταση βγαίνει εντελώς εκτός ορίων, ξεκινάει το τραγούδι. Όχι τόσο τραγούδι δηλαδή, όσο μουρμούρισμα. Πάω στην τουαλέτα, κλείνω την πόρτα, αγκαλιάζω τον εαυτό μου και του μουρμουρίζω ένα ρυθμό. Με βοηθάει και συγκεντρώνομαι. 
Τότε, ξεκινά η απαρίθμηση. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γιατί: 
νούμερο ένα, 
νούμερο δύο, 
νούμερο εικοσιδύο χιλιάδες τρία. 

Δεν θα έπρεπε να ανησυχώ που έκαψα το φαΐ, γιατί έχουμε κι άλλο. 

Δεν χρειάζεται να χτυπάω τα ράφια απ' τα νεύρα μου, γιατί στον καθένα συμβαίνει να κάψει ένα φαΐ τουλάχιστον δυο-τρεις φορές στη ζωή του. 
Δεν είναι και τόσο τραγικό. 

Δεν χρειάζεται να ουρλιάζω πως είναι τελικά τραγικό, γιατί ο φούρνος ήταν λιγάκι χαλασμένος κι ίσως έφταιγε κι αυτός. 
Λιγάκι. 

Δεν χρειάζεται να κλαις. 

Δεν χρειάζεται να κλαις. 

Απλά θα πλύνεις την κατσαρόλα με το συρματάκι, μέσα στο δεύτερο συρτάρι πρέπει να είναι τελικά, τώρα που το θυμήθηκες δεν χρειάζεται να κλαις, σταμάτα. 

Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι. 

Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι. 

Δεν έχεις λόγο. 

Μπορείς άραγε να ζεις παράλογα 
                              και παράλληλα ευτυχισμένα; 


 Θα την πετάξω την κατσαρόλα. Εγώ το έκαψα το φαΐ. Επίτηδες το έκαψα. Πιέστηκα, για αυτό. Κατάλαβες; Καλύτερα τώρα. Τώρα, καλύτερα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου