Είμαι κλεισμένη σε ένα κουτί.
Σκοτεινό, μικρό και γερό,
που τάχα το παίζει δικό μου.
Γύρω μπαίνει φως ελάχιστο,
από σχισμές λεπτές,
σχηματίζει κουκκίδες πάνω στα ρούχα μου,
στην τύχη διαλεγμένα, φαρδιά και άχαρα
ειδικά για την περίσταση.
Οι ακτίνες με ακουμπούν, μα δεν με ζεσταίνουν.
Διαπερνούν μέσα απ' τις τρύπες που ολόγυρα
σχηματίστηκαν για να με κρατήσουν σε ζωή, φαίνεται.
Ίσα ίσα, για να αναπνέω.
Βουητά περνούν από τις χαραμάδες
και νομίζω που και που αναγνωρίζω φωνές.
Ναι, σε εμένα μιλούν.
Δεν το ρισκάρω να βγάλω φωνή συχνά όμως,
αφού πολλά περιθώρια απώλειας δύναμης και αέρα δεν έχω.
Κι έτσι εγώ ακούω,
όσο περιμένω να περάσει η ώρα,
ακούω- μα δεν βρίσκω απαντήσεις.
Αποσπάται εύκολα η προσοχή μου, βλέπεις
και άθελά μου, μέσα, τα ντεσιμπέλ ξεπερνούν τις έξω συζητήσεις.
Χάνομαι...
Να 'ναι άραγε κι αυτοί απ' έξω
σε δικά τους κουτιά;
Υποθέτω για τον καθένα η φυλακή διαφέρει,
σε μορφή, αίσθηση, δεσμά.
Από πουθενά δεν βρίσκω πόρτα.
Ούτε καν την κλειδαριά δεν νιώθω,
ψηλαφώντας διστακτικά.
Θα έπρεπε να υπάρχει κλειδαριά, σωστά;
Αλλιώς τι κλειδί να προσπαθήσω να βρω;
Νομίζω ακούω βροχή...
Δεν είναι τόσο άσχημα εδώ μέσα.
Υποφερτά θα έλεγα.
Μα, δεν μου είναι αρκετό
και δεν ξέρω αν θα έπρεπε.
Και ενώ, η αλήθεια είναι,
ποτέ δεν σε άφησα πίσω,
όταν τελικά σε συναντώ,
μακρυά πλέον απ' το κουτί μου,
με πιάνεις απροετοίμαστη.
Πραγματοποιείς τις σκέψεις μου μια-μια,
λες και σε όνειρο βρίσκομαι
και αμέσως μου θυμίζεις κάτι που είχα θάψει
βαθιά μες την απουσία σου:
Η μιζέρια μου, σε τρέμει.
Αλήθεια στο λέω, κοντά σου εξαφανίζεται
και για λίγο, χάνω κάθε της ίχνος.
Έστω για λίγο κ' αρκεί.
Έχω προλάβει να γίνω το πιο δυνατό μου εγώ,
το πιο χαρούμενο,
το καλύτερό μου εγώ.
Έχω προλάβει, και πεισμώνω,
γυρνάω πίσω και ανοίγω με τα νύχια μου
σχισμές στο κουτί μου,
νιώθω τα μάτια σου πάνω μου
-όπως πάντοτε, περιμένοντας την αντίδρασή σου-
και έτοιμη να αντιμετωπίσω το σκοτάδι,
βρίσκω φως.
Οι σκιές μου τρεμοπαίζουν,
οι φόβοι μου κρύβονται.
Όσο υπάρχεις εσύ.