Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2014

Λυπάσαι

Την κοίταξε διστακτικά.
"Λυπάσαι", ψιθύρισε. "Συγνώμη"
Παράξενο, πολύ παράξενο εκείνο. Οι ψίθυροι ποτέ δεν έβγαιναν απ' το δικό του στόμα.
"Καιρό είχα, δεν πειράζει" χαμογέλασε εκείνη. "Είχα ξεχάσει σχεδόν... είχα συνηθίσει στον πνιγμό. Αυτή εδώ η θλίψη... να, έχει κάποια ομορφιά. Τώρα καταλαβαίνω εκείνους που λένε πως την αγαπούν."
Είχε μια γοητεία η θλίψη της. Απλωνόταν, απαλή, βελούδινη στο σώμα, 
τρυφερή και τσουχτερή μαζί, γινόταν ένα μαζί του.
Δεν έμοιαζε με εκείνα τα συναισθήματα του τελευταίου χειμώνα, 
που της έκοβαν την ανάσα,
της τρύπαγαν το στομάχι, έκαναν τα χέρια της να τρέμουν.
Ευγενική σχεδόν, μα επιβλητική, κυριαρχούσε.
Χαμήλωνε τους τόνους της μονάδα τη μονάδα.
Τις δυνάμεις της, τη φωνή της, τον παλμό της.
Ήταν μια ηρεμία κι αυτή, 
η θλίψη νικούσε σιγά σιγά την αγωνία της ανάμνησης,
τον καημό του αν, τον πανικό του τώρα.
Δεν υπήρχε αν, δεν υπήρχε ίσως, ούτε αλλιώς,
είχαν τελειώσει οι ταχυπαλμίες της.
Είχε ξεμείνει.
Δεν ένιωθε πλέον τη λύπη, ήταν λες κι η λύπη της την ένιωθε η ίδια
και μαζί προχωρούσαν στο δρόμο, χωρίς να χρειάζεται τώρα μουσική-
μια μελωδία παραπάνω θα 'ταν υπερβολή για να αντέξει. 
Κλείνοντας τα μάτια, καλωσόρισε το συναίσθημα,
άνοιξε τα χείλη και το ανέπνευσε σα το στριφτό τσιγάρο.
Στην εκπνοή της κλονίστηκαν οι ώμοι,
μα βγήκε μόνο αέρας.
"Καιρό είχα, δεν πειράζει" χαμογέλασε ξανά.
"Δεν πειράζει, δεν πειράζει..."

Παρασκευή, Ιανουαρίου 17, 2014

ένα φόνο για τ' απόγευμα

Σε περιμένω τα μεσάνυχτα, σχεδιάζω ένα φόνο για τ' απόγευμα· μια μικρή τραγωδία, να 'χουν να γιορτάζουν οι αναρχικοί. Χωρίς κουκούλες, για να πιάσει, τον Χρόνο θα βρω, θα ορκιστώ, θα τον σκοτώσω. 
Κι αν ο ίδιος δεν κουράστηκε να είναι, κι αν ανίσχυρο με δει μπροστά του, κομμάτι του μόνο που με μια κίνηση θα σβήσει, τότε, άκουσε, μην μου τρομάζεις. Θα προλάβω. "Φτου ξελευθερία" θα φωνάξω και γρήγορα θα τρέξω, με τα χέρια μου γυμνά, κάθε μπαταρία από ρολόι θα του σκίσω και μακρυά θα τις πετάξω, μήπως το μεταφράσω. Κι όταν, μετά, οι δείχτες, σταματημένοι, τον πανικό του φέρουν ή καμιά μελαγχολία, πλάι στη δική μου θα τον βάλω, κάπου μέσα απ' το στήθος, να μου διαλέγει ρυθμό στα βήματά μου.
  Εσύ, μεσάνυχτα να έρθεις, πάντα μεσάνυχτα θα είναι τώρα, η στιγμή εκείνη που το άρωμά σου μπερδεύεται με τον αέρα και ο παλμός μου ξεγελιέται και νομίζει θα ταιριάξει στο δικό σου. Αυτόν να ακούσεις, αυτόν να ακολουθήσεις για να με βρεις, να πάψεις να φοβάσαι- σου άλλαξα κελί, από του χρόνου σ' έκλεισα πίσω από ένα χάος. Εγώ στο πουθενά συνήθισα, εσύ θα το αντέξεις;

Μάθε πια, τρομάζει και το τώρα, όχι μόνο το μετά.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 02, 2014

Ain't we all just runaways?


"Το μυστικό", της ψιθύρισε κρυφά στ' αυτί, "είναι να μην νομίζεις.
Να μην περιμένεις.
Κανείς δεν απογοητεύτηκε χωρίς προσδοκίες.
Κανείς δεν πληγώθηκε χωρίς αυτές,
ποτέ κανένας δεν χάθηκε στ' αλήθεια αν δεν τις είχε."

Το μυστικό, ήταν η ντουλάπα.



Ζητείται καταφύγιο.
Μέρος σαν τη νύχτα.
Μα ζητείται και πανσέληνος,
προσωπικά απ' το ίδιο το μολύβι.

Ζητείται καταφύγιο,
να μοιάζει με το βράδυ.
Να μυρίζει σα χειμώνα
και να ακούγεται όπως τα μεσάνυχτα.

Δεν θέλω ανθρώπους,
δεν θέλω λέξεις, μόνο τις δικές μου,
που στάζουν τον ιδρώτα μου καθώς πληθαίνουν.
Ούτε να φαίνομαι θέλω,
ούτε να υπάρχω.
Δεν θέλω φώτα, βουητά από σπίτια.
Ένα καταφύγιο θέλω,
μακριά,
να κρύψει το πρόσωπό μου τώρα που σκλήρυνε
και τα μάτια μου που διαφώνησαν και τρέξαν.
Προτιμώ τις λάμψεις απ' τα αυτοκίνητα που περνούν
χωρίς να νοιάζονται για εμένα,
χωρίς να χρειάζεται να νοιαστώ κι εγώ γι αυτά.
Ένα μέρος, να κρύψω την πληγή μου έτσι που άνοιξε
και ξαφνικά χώρεσε μέσα της όλα μου τα "αν"
κι όλα τα "ίσως".
Άνοιξε τώρα που κλείσαν οι πόρτες.

Δεν τους θέλω τους ανθρώπους,
με το ζόρι αντέχω τον εαυτό μου.
Θέλω να πάψουν τα μουρμουρητά,
να γυρίσω πίσω στη θολούρα,
στη μουτζούρα μου,
που δεν ήξερα να περιγράψω.

Δεν τους θέλω τους άλλους
κι ούτε θέλω να με θέλουν.

Να φύγω θέλω.

Να σταματήσω το χρόνο.

Τη ντουλάπα μου θέλω.

Την αγαπώ, πιο πολύ από εμένα
γιατί κι εκείνη, πιο πολύ μ 'έχει αγαπήσει.
Υπάρχει μόνο
κι αυτό φτάνει.
Δεν θα παρατηρήσει την παρουσία μου,
δεν θα προσέξει καν πώς κουλουριάζομαι μέσα της
και πώς της κατσιάζω που και που τις κρεμάστρες με τα ρούχα.

Τη ντουλάπα μου θέλω, δεν θέλω ανθρώπους.



Αν εσύ με θέλεις, είμαι γεμάτη από "ίσως" και "δεν ξέρω" και δεν έχω μάθει ακόμη πώς να ακουμπώ.
Τα δικά σου τα χέρια δεν ξέρω αν θα διώχνω και στη φωνή μου δεν μπορώ να επιβληθώ. 

Αν με θέλεις, δεν ξέρω τι να γίνει για να δεις πως ό,τι ήταν για να κάνεις, το έχεις κάνει. 

Κι αν πέσουμε, πέφτουμε κι οι δύο. 
Κι αν με ρίξεις, έσπρωξα κι εγώ. 

Αν με θέλεις, να ξέρεις πως μόνος βάζεις φαντάσματα στο δρόμο, 
γιατί εγώ, αν τίποτα δεν ξέρω, ξέρω πως προχωρώ με τα μάτια μου κλειστά 
και μου φτάνει αυτό. 
Θα με προσέξω εγώ.

Φύγεις δεν φύγεις. 

Αν με θέλεις, κάτσε λίγο ακόμα 
για να ξέρω πως με ήθελες.



Φτάνει όμως εδώ,
δεν μ' αρέσει να ζητώ,
πάλι θα παραιτηθώ...