Η άσφαλτος έκαιγε κάτω απ' τα πέλματά της και μια ζάλη δυνάμωνε στο κεφάλι της καθώς έτρεχε παράλληλα στα, καθώς φαινόταν, επίσης βιαστικά αυτοκίνητα. Η ανάσα της ήταν πλέον κοφτή μα δεν την έπαιρνε να κόψει ταχύτητα. Όχι αν ήθελε να προλάβει τις πόρτες πριν κλείσουν. Πιάνοντας με την άκρη του ματιού της το σταθμό, έβαλε τα δυνατά της και όρμησε για την είσοδο, χτυπώντας που και που άτσαλα την τσάντα που κουβαλούσε στην πλάτη της στο συρματόπλεγμα δίπλα της. Μόνο αφού έφτασε μέσα από τις γυάλινες αυτόματες πόρτες, έδωσε στον εαυτό της το ελεύθερο να σταματήσει για να κοιτάξει το ρολόι. Παρά 3. Ξεφύσηξε. Ίσα ίσα που προλάβαινε.
Ο σταθμός ήταν γεμάτος με κόσμο, όπως συνήθιζε άλλωστε να είναι κάθε Κυριακή. Αποπροσανατολισμένη έστριψε το σώμα της σε μια γωνία 360 μοιρών, διαβάζοντας τις ταμπέλες κάθε κατεύθυνσης. "Προς Θεσσαλονίκη...προς Θεσσαλονίκη..." μουρμούρησε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί. Φτάνοντας ξανά στην ίδια θέση, έστρεψε το κεφάλι της δεξιά και τελικά εντόπισε την πινακίδα που έψαχνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεχύθηκε προς την κατεύθυνση του βέλους. Με μεγάλο κόπο, πέρασε τους μουντούς διαδρόμους χωρίς να πέσει πάνω σε κανένα περαστικό- ακόμη κι αν κινδύνεψε να βγάλει από την πορεία του ένα παιδικό καροτσάκι. Βρίσκοντας όμως τον εαυτό της απέναντι απ' το τρένο, η στατικότητα των ανθρώπων γύρω του την έκανε να καταλάβει πως το ταξίδι της είχε υποστεί αναβολή. Για σιγουριά, πλησίασε τον πρώτο άνδρα με στολή που συνάντησε μπροστά της και ρώτησε για επιβεβαίωση. "Είσαι τυχερή φαίνεται. Σε μισή ώρα το αργότερο φεύγει."
Ανακουφισμένη και με την αδρεναλίνη να πάλλεται στις φλέβες της, σκούπισε τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό της και, στηρίζοντας τα χέρια της στη μέση, άφησε το λαχάνιασμά της να καλμάρει. Μερικές βαθειές εισπνοές και εκπνοές αργότερα, η καρδιά της είχε σχεδόν πιάσει φυσιολογικούς ρυθμούς. Μα δεν ήταν για πολύ. Κάπου εκεί, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί, τη ματιά της απέσπασε μια μακρινή φιγούρα στα αριστερά της. Μελαχρινός, νεαρός, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνη, κάποιος που σίγουρα είχε ξαναδεί. Ακολουθώντας τον με το βλέμμα της έψαξε στη μνήμη της για κάποιο όνομα, κάποια νοερή ανάμνηση. Όταν πλέον της γύρισε την πλάτη, αποφάσισε πως κάπου τον είχε συναντήσει παλαιότερα, στο σχολείο ίσως; Και δεν την απασχόλησε περαιτέρω. Περίεργος τύπος της φάνηκε, όχι και τόσο ελκυστικός πάντως που να του ταιριάζει περισσότερος χρόνος για αναλύσεις. Έτσι, είχε προχωρήσει επιτέλους για το βαγόνι, όταν έριξε ακόμη μια κοφτή ματιά προς το μέρος του. Την είχε παρατηρήσει κι εκείνος; Αυτή την εντύπωση είχε. Περίμενε άραγε να τον αναγνωρίσει; Να χαιρετήσει ίσως;
Τότε, ξαφνικά θυμήθηκε. Μια γνωριμία στο προαύλιο του λυκείου, συνοδευόμενη από μια κρυφή γοητεία στη σκέψη της. Θυμήθηκε, είχε σχεδόν ελπίσει στις επόμενες μέρες που θα τον έβλεπε. Είχε ελπίσει να την πλησιάσει, μιας και είχε διαβάσει ένα ενδιαφέρον στην έκφρασή του. Και το περίμενε με σιγουριά πως κάτι θα άρχιζε, επιτέλους και για εκείνη, τη μοναχική έφηβη του Πειραιά.
Έβλεπε τώρα κι αναγνώριζε την ομορφιά που είχε δει τότε. Θαύμαζε σχεδόν. Ήταν τα μάτια του. Όχι το χρώμα ή το σχήμα τους. Το βλέμμα τους. Κι ακόμη, όχι το συνηθισμένο μυστηριώδες βλέμμα που συνήθιζε να της αιχμαλωτίζει την προσοχή. Είχε κάτι διαφορετικό, ένα βάθος ίσως, μια ομορφιά ξεχωριστή.
Ο νεαρός άνδρας φαινόταν απασχολημένος μέσα στη στολή του και εκείνη μάντεψε πως ήταν απ' τις πρώτες του βάρδιες ως υπάλληλος στο σταθμό. Με έντονα βήματα, χάθηκε πίσω από το διπλανό τρένο. Επιστρέφοντας στο περιβάλλον της, η κοπέλα συνέχισε το βήμα που είχε ξεκινήσει για να ανέβει το σκαλοπάτι του βαγονιού. Από εκεί πια έψαξε για τη μορφή του, τον περίμενε να βγει απ' την άλλη μεριά, μα δεν το έκανε. Αντίθετα, το διπλανό της τρένο ξεκίνησε, κάνοντας την εκκίνησή του αυτή αισθητή σε όλους με ένα μουγκρητό. Μαζί του έπαιρνε κι εκείνον. Τότε μόνο, ενώ έβρισκε τη θέση της, η κοπέλα ξεκίνησε αυθόρμητα να πλάθει ιστορίες, σίγουρη πως θα τον έβλεπε ξανά στα επόμενα ταξίδια της. "Here we go again" σιγοτραγούδησε μόνη της ενώ οι ρόδες του τρένου έπαιρναν μπρος. Κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι, έσπρωξε τα ακουστικά της πιο βαθιά στα αυτιά της και ξεφύσηξε, αφήνοντας όμως ένα χαμόγελο να ξεγλιστρήσει στα χείλη της. Πάμε πάλι απ' την αρχή...
Ο σταθμός ήταν γεμάτος με κόσμο, όπως συνήθιζε άλλωστε να είναι κάθε Κυριακή. Αποπροσανατολισμένη έστριψε το σώμα της σε μια γωνία 360 μοιρών, διαβάζοντας τις ταμπέλες κάθε κατεύθυνσης. "Προς Θεσσαλονίκη...προς Θεσσαλονίκη..." μουρμούρησε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί. Φτάνοντας ξανά στην ίδια θέση, έστρεψε το κεφάλι της δεξιά και τελικά εντόπισε την πινακίδα που έψαχνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεχύθηκε προς την κατεύθυνση του βέλους. Με μεγάλο κόπο, πέρασε τους μουντούς διαδρόμους χωρίς να πέσει πάνω σε κανένα περαστικό- ακόμη κι αν κινδύνεψε να βγάλει από την πορεία του ένα παιδικό καροτσάκι. Βρίσκοντας όμως τον εαυτό της απέναντι απ' το τρένο, η στατικότητα των ανθρώπων γύρω του την έκανε να καταλάβει πως το ταξίδι της είχε υποστεί αναβολή. Για σιγουριά, πλησίασε τον πρώτο άνδρα με στολή που συνάντησε μπροστά της και ρώτησε για επιβεβαίωση. "Είσαι τυχερή φαίνεται. Σε μισή ώρα το αργότερο φεύγει."
Ανακουφισμένη και με την αδρεναλίνη να πάλλεται στις φλέβες της, σκούπισε τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό της και, στηρίζοντας τα χέρια της στη μέση, άφησε το λαχάνιασμά της να καλμάρει. Μερικές βαθειές εισπνοές και εκπνοές αργότερα, η καρδιά της είχε σχεδόν πιάσει φυσιολογικούς ρυθμούς. Μα δεν ήταν για πολύ. Κάπου εκεί, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί, τη ματιά της απέσπασε μια μακρινή φιγούρα στα αριστερά της. Μελαχρινός, νεαρός, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνη, κάποιος που σίγουρα είχε ξαναδεί. Ακολουθώντας τον με το βλέμμα της έψαξε στη μνήμη της για κάποιο όνομα, κάποια νοερή ανάμνηση. Όταν πλέον της γύρισε την πλάτη, αποφάσισε πως κάπου τον είχε συναντήσει παλαιότερα, στο σχολείο ίσως; Και δεν την απασχόλησε περαιτέρω. Περίεργος τύπος της φάνηκε, όχι και τόσο ελκυστικός πάντως που να του ταιριάζει περισσότερος χρόνος για αναλύσεις. Έτσι, είχε προχωρήσει επιτέλους για το βαγόνι, όταν έριξε ακόμη μια κοφτή ματιά προς το μέρος του. Την είχε παρατηρήσει κι εκείνος; Αυτή την εντύπωση είχε. Περίμενε άραγε να τον αναγνωρίσει; Να χαιρετήσει ίσως;
Τότε, ξαφνικά θυμήθηκε. Μια γνωριμία στο προαύλιο του λυκείου, συνοδευόμενη από μια κρυφή γοητεία στη σκέψη της. Θυμήθηκε, είχε σχεδόν ελπίσει στις επόμενες μέρες που θα τον έβλεπε. Είχε ελπίσει να την πλησιάσει, μιας και είχε διαβάσει ένα ενδιαφέρον στην έκφρασή του. Και το περίμενε με σιγουριά πως κάτι θα άρχιζε, επιτέλους και για εκείνη, τη μοναχική έφηβη του Πειραιά.
Έβλεπε τώρα κι αναγνώριζε την ομορφιά που είχε δει τότε. Θαύμαζε σχεδόν. Ήταν τα μάτια του. Όχι το χρώμα ή το σχήμα τους. Το βλέμμα τους. Κι ακόμη, όχι το συνηθισμένο μυστηριώδες βλέμμα που συνήθιζε να της αιχμαλωτίζει την προσοχή. Είχε κάτι διαφορετικό, ένα βάθος ίσως, μια ομορφιά ξεχωριστή.
Ο νεαρός άνδρας φαινόταν απασχολημένος μέσα στη στολή του και εκείνη μάντεψε πως ήταν απ' τις πρώτες του βάρδιες ως υπάλληλος στο σταθμό. Με έντονα βήματα, χάθηκε πίσω από το διπλανό τρένο. Επιστρέφοντας στο περιβάλλον της, η κοπέλα συνέχισε το βήμα που είχε ξεκινήσει για να ανέβει το σκαλοπάτι του βαγονιού. Από εκεί πια έψαξε για τη μορφή του, τον περίμενε να βγει απ' την άλλη μεριά, μα δεν το έκανε. Αντίθετα, το διπλανό της τρένο ξεκίνησε, κάνοντας την εκκίνησή του αυτή αισθητή σε όλους με ένα μουγκρητό. Μαζί του έπαιρνε κι εκείνον. Τότε μόνο, ενώ έβρισκε τη θέση της, η κοπέλα ξεκίνησε αυθόρμητα να πλάθει ιστορίες, σίγουρη πως θα τον έβλεπε ξανά στα επόμενα ταξίδια της. "Here we go again" σιγοτραγούδησε μόνη της ενώ οι ρόδες του τρένου έπαιρναν μπρος. Κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι, έσπρωξε τα ακουστικά της πιο βαθιά στα αυτιά της και ξεφύσηξε, αφήνοντας όμως ένα χαμόγελο να ξεγλιστρήσει στα χείλη της. Πάμε πάλι απ' την αρχή...
Καταπληκτικό,απλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή=)!
Διαγραφή