Την πρώτη εκείνη φορά που την είχε γνωρίσει ήταν μόνη, ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Είχε καθίσει στην άκρη, σε ένα άδειο παγκάκι, και φαινόταν σαν να ήταν πάντα σε κίνδυνο να πέσει. Φορούσε ένα τζιν πατελόνι, σκούρο και φαρδύ όσο και η μπλούζα της, ριχτή πάνω στο σώμα της, να κρύβει ό,τι μπορεί να έμοιαζε σε εκείνη άσχημο πάνω της. Τα μαλλιά της φαίνονταν λιγάκι αχτένιστα, σε μια απόχρωση του καστανόξανθου, με μια διακριτική τουφίτσα πίσω στο σβέρκο βαμμένη μπλε. Στο κάθε της αυτί φορούσε από ένα ακουστικό και το πιάνο έφτανε ως και το μέρος του, αν και λιγάκι πιο μουντό και θολό από την κανονική μελωδία. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα, παρακολουθώντας τα πόδια της να παίζουν με τα πεταμένα πετραδάκια στο δρόμο και τα χέρια της κρυμμένα μεσ' τις τσέπες της μαύρης της ζακέτας έτσι που ίσα ίσα φαίνονταν τα χρωματιστά της βραχιόλια, από τα οποία περίσσευε ένα μικρό κίτρινο αστέρι, απ' εκείνα που κολλούν στους τοίχους για να φωτίζουν στο σκοτάδι. Στο πρόσωπό της είχε μια μελαγχολία και έμοιαζε βαθιά θαμμένη στις σκέψεις της. Την παρατηρούσε πολύ ώρα, χωρίς να το καταλάβει, ώσπου σήκωσε τα μάτια της, του ανταπέδωσε το βλέμμα για μια στιγμή, κοίταξε αμήχανα το ρολόι, χαμήλωσε ξανά τα μάτια και χαμογέλασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου